Του π. Ηλία Μάκου
Τον τελευταίο καιρό εκδηλώνονται αντιδράσεις, κυρίως από το χώρο μιας μερίδας θρησκευόμενων, για τις νέες ψηφιακές ταυτότητες. Κατά τη γνώμη μας, είτε συμφωνεί κανείς είτε όχι με αυτές τις αντιδράσεις, δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα και εκδηλώνονται χωρίς αντικειμενική αιτία.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι ζούμε σε μια εποχή, που ούτως ή άλλως, τα προσωπικά μας δεδομένα είναι, σε μεγάλο βαθμό, απροστάτευτα, “σουρωτήρι” είναι, αυτό είναι το τίμημα της τεχνολογίας, ή τα βγάζουμε οι ίδιοι, με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα… μανταλάκια.
Και δεν κινδυνεύουν από ένα διοικητικό έγγραφο, όπως οι νέες ταυτότητες, ούτε η ελευθερία μας, ούτε η πίστη μας. Από πολλά άλλα κινδυνεύουν, στα οποία συνεργούμε εμείς πρωτίστως, ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί, και τους κινδύνους, που δημιουργούμε, δείχνουμε να τα προσπερνάμε εύκολα.
Όσοι υποστηρίζουν ότι οι νέες ταυτότητες περιέχουν τσιπ παρακολούθησης ή τον αριθμό 666 ή αποτελούν “ηλεκτρονικό φακέλωμα” (λες και δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι “ηλεκτρονικού φακελώματος”) και διάφορα παρόμοια και κατεβαίνουν διαμαρτυρόμενοι σε διαδηλώσεις, νομίζουμε ότι είναι, το λιγότερο, εκτός θέματος, δηλαδή “βλέπουν το δένδρο και χάνουν το δάσος”.
Το πρόβλημα δεν είναι οι νέες ταυτότητες, αλλά ότι χάσαμε την ταυτότητά μας, δηλαδή τις αρχές μας, τα ιδεώδη μας και τις ρίζες προέλευσής μας. Και η κοινωνία έχει γίνει, κυριολεκτικά, ζούγκλα.
Άρα αυτόν, που πρέπει να φοβόμαστε είναι ο εαυτός μας, τον έλεγχο του οποίου δεν διαθέτουμε. Χωρίς έρμα ηθικό, χωρίς δύναμη αυτοκυριαρχίας, χωρίς διαύγεια, χωρίς πνευματικές δυνατότητες, χωρίς ιδανικά υψηλά και ευγενή, χωρίς αληθινή γνώση, δεν έχουμε προσωπική ταυτότητα, αλλά ακολουθούμε έναν γελοίο και επιπόλαιο μιμητισμό, που οδηγεί αναπόφευκτα την προσωπικότητά μας σ’ ένα κατάντημα αναξιοπρεπές και σ’ ένα ρεζίλεμα.
Και χωρίς προσωπική ταυτότητα βουλιάζουμε όλο και περισσότερο σε μια ζωή βλακώδη, ζωώδη, φθηνή, σαρκική, ασύδοτη, όπου στο μόνο πράγμα, που δίνουμε υπεραξία, είναι ο υπερτροφικός εγωισμός μας.
Και ενώ κατρακυλάμε ψυχικά ως υπάρξεις, ασχολούμαστε με πράγματα επουσιώδη και τους δίνουμε λανθασμένη ερμηνεία, στηριζόμενοι ενίοτε σε υπερβολές, φαντασιώσεις και εξάρσεις φανατισμού.
Το βασικό είναι να καταλάβουμε ότι στην πραγματικότητα κινούμαστε ημέρα με την ημέρα από τις αρνητικές δυνάμεις του φόβου στις ενέργειές μας. Κάτι, που σημαίνει πως ξεθεμελιωθήκαμε μέσα μας και δεν ρυθμίζουμε και δεν ανανεώνουμε τη ζωή μας εμπνευσμένα.
Η λύση είναι να ξαναβρούμε την ταυτότητά μας, κάτι που θα αποτελέσει κεφαλαιώδη πράξη της απελευθέρωσής μας από τη φυλακή, στην οποία φυλακίσαμε το νου και την καρδιά μας.
Για να συμβεί αυτό χρειάζεται να κάνουμε εσωτερική πραγματικότητα την ανεξάντλητη και μεγάλη αξία μας ως ανθρώπων, εγκαταλείποντας το Εγώ και προσχωρώντας στο Συ, ώστε το Συ να γίνει Εγώ.
Έτσι θα φτάσουμε στην αληθινή ελευθερία, που μας λυτρώνει από την ασφυξία του ατομισμού και από τον τρόμο του αγνώστου και του χάους, που διαφορετικά θα μας περιβάλλει. Και θα αρχίσουμε να βλέπουμε, να στοχαζόμαστε και να ζούμε ορθά, χωρίς κενά, αμφιβολίες και ανασφάλειες.
Αυτό, που μας λείπει, είναι η ευδαιμονία της ψυχής και η γνήσια καθαρότητα, που θα αποκτήσουμε αν ανακαλύψουμε τις αρετές μας, αν δεν έχουμε μάταιες έγνοιες, αν δεν ζούμε με ίσκιους μυστηριώδεις και αλλόκοτους, αν δεν έχουμε στη συμπεριφορά μας εκείνη την ψεύτικη σκηνοθεσία, που τόσο μας ζημιώνει, αν δεν ξεφύγουμε από τα θολά νερά του μυαλού μας, αν ξαναδούμε την πίστη όχι σαν ανεφάρμοστη θεωρία, απομακρυσμένη από τις πρακτικές ανάγκες μας, αλλά ως τρόπο ζωής.
Ο αγώνας για την πνευματική ανύψωσή μας δεν έχει τέρμα. Είναι υπόθεση όλης μας της ζωής. Στιγμές ανάπαυλας είναι λίγες, ανακωχής καμία. Η πάλη πρέπει να είναι συνεχής και η προσπάθεια γρανιτένια.
Και ύστερα θα αρχίσουμε τον άλλο αγώνα. Από μέσα προς τα έξω. Θα αναλάβουμε έργο γκρεμιστή του κακού δίπλα μας, ειρηνικού επαναστάτη, που θα θέλει κάτι ανώτερο και καλύτερο.
Αν δεν πολεμήσουμε και δεν ξεριζώσουμε το κακό, όπου το βρούμε, μέσα μας και γύρω μας, όλα τα άλλα θα είναι απλά καταπλάσματα χωρίς αποτέλεσμα.
Πηγή: Εφημερίδα “Politacal”