Του π. Ηλία Μάκου
Παντού πραγματοποιούνται τα καλοκαίρια (κυρίως Ιούλιο και Αύγουστο) πανηγύρια, κυρίως στα προαύλια ναών και εξωκκλησιών, αλλά και σε πλατείες. Eίτε μέσα στην πρασινάδα, σε τόπους ορεινούς, είτε σε μέρη παραθαλάσσια, όπου τ’ αγγίζουν τα μυρωμένα μελτέμια της θάλασσας και «μοσχοβολούν» τα κύματα απ΄ το δροσερό αγέρι.
Η δημοτική μουσική και οι χοροί εκφράζουν μία στάση ζωής, έναν τρόπο ανταμώματος κι επικοινωνίας κι έναν ολόκληρο πολιτισμό.
Και είναι ασφαλώς άξιοι επαίνων οι Σύλλογοι εκείνοι, και οι κάτοικοι, που μοχθούν για την οργάνωση των πανηγυριών. Γιατί δημιουργούν ένα ευρύτερο πολιτιστικό κλίμα, που περιλαμβάνει ήθη και έθιμα του παλιού καιρού.
Πρόκειται για παραδοσιακά γλέντια, των οποίων, βέβαια, τα τελευταία χρόνια έχει ξεθωριάσει η παραδοσιακή μορφή τους και είναι και αυτό μια αιτία, που παρακμάζουν ως προς το περιεχόμενό τους.
Δεν υπάρχει Έλληνας, που να μην έχει βιωματική εμπειρία από τα πανηγύρια.
Και αποτελούν θεσμό, όχι μόνο πολιτιστικό, αλλά και θρησκευτικό, αφού γίνονται για να τιμηθεί η μνήμη του αγίου, στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός ή το εξωκλήσι της περιοχής.
Είναι μια καλή ευκαιρία για ανανέωση, μέσα από την επιστροφή στις ρίζες και από τις μυρωδιές της όμορφης φύσης.
Μια ευκαιρία για εκτόνωση, μέσα από το φαγοπότι, το χορό και το τραγούδι. Μια ευκαιρία για επικοινωνία, μέσα από τη συνάντηση με τους άλλους.
Κυρίως, όμως, μια ευκαιρία για πνευματική ανάταση, μέσα από τη ζωή του εορταζόμενου αγίου.
Και όπως λέει το τραγούδι, «να μας έχει ο Θεός γερούς, πάντα ν’ ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε με χορούς κυκλωτικούς…».
Δυστυχώς, όμως, σε αντίθεση με τα παλαιότερα χρόνια, όπου ήταν άλλα τα ήθη, άλλα τα έθιμα, άλλοι οι άνθρωποι, αγνοούμε σήμερα την πνευματική διάσταση των πανηγυριών και περιοριζόμαστε να τα βλέπουμε και να τα ζούμε απλά ως μια κοινωνική εκδήλωση.
Γι’ αυτό δεν πηγαίνουμε στις ακολουθίες να λειτουργηθούμε, αλλά συμμετέχουμε μόνο στο γλέντι.
Με αυτή την επιλογή, όμως, δεν γεμίζει η ψυχή. Μπορεί στιγμιαία να περάσουμε ευχάριστα, αλλά το ψυχικό κενό δεν καλύπτεται.
Αν το πανηγύρι δεν ήταν μόνο ένα μουσικοχορευτικό γεγονός ή ένα τραπέζωμα με κρέατα, αλλά ακούγαμε παράλληλα και τις μελωδίες του Θεού, θα κλείναμε έξω τις φροντίδες του εγώ, το πολύβουο θόρυβο της καθημερινότητας.
Και θα νιώθαμε ότι οι ώρες του πανηγυριού έχουν προσωπικό χαρακτήρα, επηρεάζουν δημιουργικά το μέσα μας κόσμου και μας φέρνουν μια αληθινά χαρούμενη αύρα. Μας ξαναγεννούν το πνεύμα, τη σκέψη και την καρδιά.
Ας κάνουμε τα πανηγύρια του τόπου μας, πανηγύρι της καρδιάς μας.
Και να μη ξεχνάμε ότι και τα πανηγύρια στη γνήσια έκφρασή τους δείχνουν ότι οι αξίες και οι παραδόσεις μας είναι η ζήση μας.
Και απλώνεται σ’ αυτά, κόντρα στην αναισθησία, το ανθρώπινο αίσθημα, που για όποιον το νιώθει είναι ανεκτίμητος θησαυρός.
Έτσι τα πανηγύρια, όταν νοηματοδοτηθούν και πνευματικά, μπορούν να μας ζεστάνουν την καρδιά και να τη στολίσουν με όμορφα και πλουμιστά στολίδια.
Και αλίμονο μας αν δεν θέλουμε ό,τι βοηθάει να διατηρηθούν ή να ξεφυτρώσουν ατίμητα διαμάντια μέσα μας και τον τρόπο ζωής μας τον αλλάζουμε με ξενόφερτες συνήθειες, που δεν έχουν σχέση με το ήθος μας.
Τα παραδοσιακά πανηγύρια, με την ψυχική έκσταση, που δημιουργούν, φανερώνουν και αυτά ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος να νιώθειο όχι μόνο ότι είναι στα μέτρα του και στις δυνάμεις του, αλλά και ό,τι είναι έξω απ΄ όσο φτάνει το μάτι του και απ’ όσο αισθάνεται η καρδιά του.
Πηγή: Εφημερίδα “POLITICAL”