Τα χέρια και η γλώσσα

Share Button

*του Σωτήρη Δημητρίου

Το κερί της γλώσσας καίγεται πλέον κι απ’ τις δύο μεριές.
Και από την κουλτούρα της αφύπνισης και απ’ τον νεοσυντηρισμό.
Δεν υπάρχει πια καμμιά κοινή στέγη να την προστατέψει.
Η τελευταία σαθρή κοινότης είναι η οικογένεια, βαθύτερη επιδίωξη της οποίας είναι η κατίσχυση. Ενώ δε τα μέλη της είναι αλυσοδεμένα με παθολογική αγάπη, για τους συνανθρώπους εκτός της αυλής τους τρέφουν αισθήματα χαιρεκακίας.
Η γλώσσα πια εκτός της κοινότητος απώλεσε την ζείδωρη επαφή της με τον ουρανό, το άρρητο, το μυστηριακό, την έκπληξη και την αφέλεια. Απογυμνώθηκε δε από τον μεταφορικό και μετωνυμικό λόγο, δηλαδή απ’ την ποιητικότητα, απόμεινε πληροφοριακό κέλυφος.
Τα ψυχαγωγικά, αρδευτικά αυλάκια της που δημιουργούσε ο χειρότευκτος βίος είναι πια φρυγμένο χώμα.
Ατροφούν τα χέρια, ατροφούν και οι νοητικές και συναισθηματικές συνάψεις.

Ήδη φαίνεται, απ’ τις θεματικές λεγόμενες βαπτίσεις πόσο ψηλά έχουμε πάρει τον αμανέ της ατομικής – οικογενειακής παντοκρατορίας.
Φυσικά αυτήν την διαρκή κολακεία των ξιπασμένων γονέων ήδη από την γέννα – μην πούμε απ’ την εγκυμοσύνη της παγώνας – την απορροφά ο νεαρός γόνος. Εγεννήθη παρ’ ημίν βασιλεύς.
Τρέμει κάθε φορά ο ενήλικας που διασταυρώνεται με ομαδούλες παιδιών. Δεν ξέρει τι θα ακούσει, πως θα του συμπεριφερθούν.
Τα χθεσινά δε βοσκόπουλα και οι χωριατοπούλες υπό το σύνδρομο κάποιου αριστοκρατικού μεγαλείου γέμισαν την χώρα με Διώνες, Μάξιμους, Ρωμανούς, Ιωσηφίνες, Νεφέλες, Απόλλωνες, Φαίδρες.
Μα μπορεί ένας Απόλλων να δεχτεί θέση έστω και κατ’ ελάχιστον κάτω του παντοκράτορος;
Μοιραίως κάποιος εχθροπαθής και συμφεροντολόγος ήχος έχει διαποτίσει την, άκρως στοιχειώδη πια, γλώσσα τέκνων και γονέων.
Οι έφηβες εις επήκοον κάθε διερχόμενου εκφέρουν χωρίς καμμιά συστολή αρσενικές ύβρεις σαν να έχουν αντρικά γεννητικά όργανα. Ακούγονται απ’ τα χείλη τους αυτά τα βρωμόλογα, ως αποτρόπαιο κράμα δικαιωματισμού και συντηρητισμού.
Μοιραίως ασύστολοι είναι και οι ηχητικοί χρωματισμοί αυτής της ελευθεροστομίας. Αυθάδεια, αναίδεια, απέχθεια προς τους μεγαλύτερους, ψευδοαυτοπεποίθηση.

Η τηλεόραση και η εν γένει οθονική ζωή υποκατέστησε την εμπειρία, τον ποδαρόδρομο και την γλωσσική ανταλλαγή με την βουβή εθνική θλίψη αλλά και φαιδρότητα εν ταυτώ.
Φυσικά τις οθόνες κατακλύζουν πια λασπώδεις προσχώσεις αγγλικανισμών.
Δεν μιλάμε πλέον για φυσιολογική γλωσσική ανταλλαγή, αλλά για γλωσσική καρικατούρα, για βαθύτατο σύνδρομο γλωσσικού ραγιαδισμού και υποτέλειας. Η ξένικη προφορά κι ο  παράταιρος  επιτονισμός φυραίνουν αγάλια – αγάλια την ολοστρόγγυλη ελληνική προσωδία.

Μέγιστη πια φιλοδοξία των οικογενειών είναι πως θα λάμψουν οι γόνοι τους στα οθονικά πρότυπα. Αγνοούν το σοφό δημώδες, χαμηλοφόρτωνε και σιγανοτραγούδα. Παροιμία που αίφνης φωτίζει κάθε σύγχρονο κείμενο και που εκλύει νοσταλγία για τον θησαυρό των παροιμιών που γέννησε μια φτωχή εξωτερικά αλλά πάμπλουτη γλωσσικά ζωή. Αλλά ποιος στοιχειωδώς νοήμων άνθρωπος επιζητά την πολύχρωμη ζωή; Και από συμμερισμό στους κακοπαθημένους αλλά και γιατί τα ανθρώπινα χρώματα ωχριούν στην εσωτερική ευδία, στην στοχαστικότητα, στο ρίγος της υπερβάσεως, στην ενθεότητα.

Αλλά δεν πληγώνουν την γλώσσα μόνον οι εν γένει καρναβαλιστικές εμφανίσεις της ψευδοαφυπνίσεως.
Την πληγώνουν και οι τεχνηέντως αυτάρεσκοι ακκισμοί των συντηρητικών που δεν χάνουν ευκαιρία να επιδεικνύουν την άκρως επισφαλή οικογενειακή τους ευτυχία. Αν κιόλας ανήκουν στα προνομιούχα μορφωτικά στρώματα είναι ασυγκράτητοι.
Ο στόμφος, η αυταρέσκεια, η περιφρόνηση διαποτίζουν με τα ανάλογα χρώματα και τον ήχο της φωνής τους. Λόγω δε της άκαμπτης βεβαιότητάς τους και με κάποια βλακώδη και βοϊδίσια χρώματα.
Πλέον σκιρτήματα εκ του λόγου τους προσφέρουν μόνον οι τελευταίοι αποσυνάγωγοι αγράμματοι.
Για να μιλήσουμε κάπως σχηματικά οι αφυπνιστές και οι αντιαφυπνιστές είναι τα δύο άκρα των φανατικών που ελλείψει προσωπικής αξίας υποδύονται τους κοινωνικούς αναμορφωτές. Φυσικά τους πρώτους που παίρνουν παραμάζωμα είναι οι αλαφιασμένοι και μονίμως πυροσβέστες κεντρώοι.
Ταιριάζει στους αυτόκλητους σωτήρες – όπως βέβαια και σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα που για κάτι έστω και ελάχιστο επαίρεται – το δημώδες,

μην μου παρατεντώνεσαι
γιατί ψηλός δεν είσαι,
και το χωριό σου ξέρουμε
και ξέρω τίνος είσαι.

Εδώ ας εγκωμιάσουμε άλλη μια φορά τις αγράμματες χωριάτισσες της πάλαι ζωής που όταν μιλούσαν νόμιζες πως κάποιος ουράνιος υποβολέας τους ψιθυρίζει τα λόγια. Ο δε τραγουδιστός λόγος τους πόρρω απέχει απ’ την σημερινή ανούσια εκφορά. Ένα απ’ τα απότοκα του ισοπεδωτικού σχολείου.

Ας κλείσουμε όμως με κάτι ελαφρύ γιατί ίσως το παρακάναμε με την κριτική.
Η ζωή υπερβαίνει πάντα τις ανθρώπινες συνθήκες και βρίσκει διέξοδο.
Η πάντοτε κρυπτόμενη φύση, το άλυτο μυστήριο και η παντελής έλλειψη νοήματος δίνουν κάθε πρωί – όσο και να φαίνεται παράδοξο – κίνητρο ζωής και_γλώσσας.
Βέβαια υπάρχουν και μερικοί τυχεροί που αυθυποβαλλόμενοι και αυταπατώμενοι δίνουν στην ζωή τους κάποιο αυθαίρετο μα τόσο παρήγορο νόημα.
Πάντως όσο και να φαίνεται απαισιόδοξο – και γι’ αυτό βαθιά αισιόδοξο – ο άνθρωπος πάσχει από μια αρρώστια που λέγεται ζωή.
Όμως ας κλείσουμε το κλείσιμο παρήγορα. Εν τέλει το εντελέστερο δημιούργημα του ανθρώπου η γλώσσα και ο λόγος ίσως κάποτε χαλιναγωγήσουν το είδος.

*Το τελευταίο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου είναι το «Αντιπαθητικές Λέξεις» εκδόσεις Πατάκη. 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *