Είναι συμβατή η έννοια της «γυναικοκτονίας» με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς;

Share Button

Η νομική κοινότητα, με αφορμή τις συχνές και επανειλημμένες κακοποιητικές συμπεριφορές έμφυλης βίας κατά γυναικών, από πρώην και νυν συζύγους και ερωτικούς συντρόφους, που εξικνούνται δυστυχώς μέχρι και του βάναυσου αφανισμού τους, δοκιμάζεται στο νομοτεχνικό πεδίο για το αν πρόκειται περί ιδιωνύμου νεοφανούς εγκλήματος κακουργηματικής υφής ή αν και οι περιπτώσεις αυτές εντάσσονται στο αρθρ. 299 Π.Κ., που απειλεί τον δράστη με ποινή ισοβίου καθείρξεως και συνιστά παρ’ ημίν την κορύφωση του ποινικού κολασμού.

Το θέμα δυναμικά αναπαράγεται σε κάθε υποτροπιάζουσα μορφή του απευκταίου οδυνηρού φαινομένου, κυρίως από την ανεξέλεγκτη ελληνική τηλεόραση και το πλήθος των αμέτρητων μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία παντελώς ανομιμοποίητα, «συσκέπτονται» θορυβωδώς όχι μόνο λόγω έλλειψης νομικής παιδείας αλλά και κραυγαλέας άγνοιας των όσων υπαγορεύουν και επιτάσσουν οι διατάξεις ηυξημένης τυπικής ισχύος [αρθρ. 4§§1,2 Σ], [αρθρ. 5§2 Σ] και οι ορισμοί και οι επιταγές του ποινικοδικονομικού μας συστήματος [299, 82Α Π.Κ.].

Φυσική συνέπεια είναι να σκιαμαχούν άκριτα, να διολισθαίνουν σε ομιχλώδεις νομικές ατραπούς και να υπερθεματίζουν ανεπιγνώτως την αναγνώριση και ένταξη στο σώμα του Ποινικού Κώδικα του νεόκοπου όρου «γυναικτονία», ως πανάκεια, απέναντι στο πράγματι ογκούμενο κύμα των σωρευτικών κακοποιητικών περιστατικών.

Παρίσταται ανάγκη επεξηγηματικής διευκρίνισης ότι «γυναικτονία» δεν θεωρείται η εξ οιασδήποτε αιτίας αφαίρεση της ζωής μιας γυναίκας. Ως εκ τούτου περιστατικά τροχαίων δυστυχημάτων με θύματα γυναίκες, φόνος γυναικός για κτηματικές διαφορές, αιματηρή ληστεία σε τράπεζα κατά εργαζόμενης υπαλλήλου κ.λ.π. ασφαλώς και δεν εντάσσονται στην εννοιολογική της συγκρότηση.

Ο «γυναικτόνος» αφορμάται από την εδραία πεποίθηση ότι το θύμα είναι ανήμπορο να προστατεύσει τον εαυτό του και την εξ ίσου κυνική παραδοχή ότι ως άνδρας ασκεί το κυριαρχικό γονιδιακό του «δικαίωμα».

Το παρόν άρθρο διερευνά την βάναυση κακοποίηση και τον αδιανόητο αφανισμό των άτυχων γυναικών σε συνθήκες ακραίου ρατσισμού, ως ανίσχυρα, ευάλωτα και ανυπεράσπιστα θύματα στο άλλοτε κραταιό και ήδη κλυδωνιζόμενο καθεστώς των παρωχημένων πατριαρχικών αντιλήψεων – αναχρονιστικό κατάλοιπο εποχής δυσώδους μνήμης, που εξακολουθεί να αμαυρώνει την ιστορική μας διαδρομή.

Το θέμα δεν προέκυψε ως κεραυνός εν αιθρία. Υποβόσκει επί μακρόν, όπως καταδεικνύουν έκτακτες νομοθετικές παρεμβάσεις που εκρίθησαν αναγκαίες, ως ο ν. 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας και ο συναφής ν. 4351/2018 που αφορούσε την  Κύρωση του Συμβουλίου της Ευρώπης, για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας και την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας.

Η «γυναικτονία» αληθινή μάστιγα, επελαύνει δίκην λαίλαπας και δυναμιτίζει την ομαλή κοινωνική συμβίωση, μέσα από αθεράπευτες ιδεοληψίες και χρόνιες αγκυλώσεις που μαστίζουν και ταλανίζουν την ούτως ή άλλως πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων.

Ιδιαίτερα στο διάστημα του μακρού εγκλεισμού λόγω του covid-19 , η προβληματικότητα των σχέσεων μεταξύ των κοινωνών αλλά και εξ αιτίας της αναγκαστικής «δεσμίας» συνοίκησης, ανέσυραν στην επιφάνεια λανθάνοντα στοιχεία όχι μόνο αποξένωσης και απομονωτισμού, αλλά και καταθλιπτικά σύνδρομα που έθεσαν σε δεινή δοκιμασία τα όρια υπομονής και ανεκτικότητας για τα οποία είχε σημάνει συναγερμός.

Βέβαια η κατ’ εμέ επιχειρούμενη προσέγγιση, χωρίς να υποκαθιστά τις κοινωνιολογικές προσεγγίσεις των ειδικών, δεν αφίσταται ουσιωδώς της πραγματικής και πρέπει μεγάλος όγκος οργής, θυμού, ζήλειας, φθόνου και μίσους να εκτονώθηκε παντοιοτρόπως, χωρίς να αποκλείεται και η κακοποιητική συμπεριφορά που σε πολλές περιπτώσεις απέβη δυστυχώς μοιραία. Δικαιολογημένες κατά ταύτα οι αυθόρμητες, μαζικές και αγωνιστικές κινητοποιήσεις και εκκλήσεις για πάταξη του φαινομένου που έχει λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, ιδίως μετά το οδυνηρό περιστατικό που δεν χωράει σε ανθρώπου νου, τη θανάτωση της Κυριακής Γρίβα στο Α.Τ. Αγίων Αναργύρων, όπου είχε καταφύγει έντρομη ως ικέτης για να γλυτώσει από την βαρβαρότητα του διώκτη συντρόφου της.

Οι υποστηρικτές της «γυναικτονίας» εισηγούνται αδοκίμως τη βαρυτέρα απασών των κακουργημάτων ποινική μεταχείριση, ως εγωιστικό privillegium. Αλλά στο ισχύον ποινικό δίκαιο η βαρυτέρα ποινική κύρωση προβλέπεται για την περίπτωση της ανθρωποκτονίας κατ’ αρθρ. 299 Π.Κ. [«Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη»]. Με δεδομένο όμως ότι μεγαλύτερη ποινή από την ισόβια κάθειρξη δεν υπάρχει (μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής με το αρθρ. 1 §12 β΄ ν. 2207/1994) το νομικό αδιέξοδο είναι προφανές. Ποια θα πρέπει να είναι εν τέλει η αρμόζουσα και ενδεδειγμένη ποινική μεταχείριση;;;

Επιπροσθέτως, νομικά τείχη και δη ανυπέρβλητα ορθώνονται από τους ορισμούς του αρθρ. 4§§1,2 Σ. Ειδικότερα: κατά την §1 του οικείου άρθρου «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Κατά δε την §2 «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα». Κατά συνέπεια de lege lata το νομικό αδιέξοδο είναι απόλυτο, ο δε ισχυρισμός περί δήθεν νομοθετικού κενού είναι ανεδαφικός και προσκρούει ευθέως στην πλειάδα των προπαρατεθεισών νομικών διατάξεων.

Στον κόσμο του δικαίου, η θέση ανδρός και γυναικός διέπεται από ισοτιμία. Το σενάριο άνδρας να καταγγείλει κακοποιητική συμπεριφορά σε βάρος του από γυναίκα, θα εσήμαινε ανοίκειο και μειωτικό για τον εαυτό του «αυτομαστίγωμα». Στη δε επιβαρυντική και «αφύσικη» περίπτωση ολοκληρωτικού αφανισμού του, ας αρκεστούμε στην κατ’ εξοχήν άκρα σπανιότητα του φαινομένου… («Άλαλα τα χείλη των ασεβών» κατά τον Εκκλησιαστήν…) Αλλά το νομικώς κρίσιμο πώς θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί η «ανδροκτονία» ως επάλληλος νεωτερισμός, παραμένει στο ακέραιον!..

Η θέσπιση όμως διάταξης που θα τιμωρεί διαφορετικά τον δράστη του ιδίου εγκλήματος επειδή φέρει την ιδιότητα του άνδρα, εισάγει ανεπίτρεπτη διάκριση σύμφωνα με την αρχή της ισότητας των φύλων και είναι νομικώς αβάσιμη και απαράδεκτη.

Άλλοι θεωρητικοί του δικαίου διαβλέποντας το νομικό αδιέξοδο των επιλογών τους -την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι- κατέφυγαν, εισάγοντας «καινά δαιμόνια»,  σε ακόμα μεγαλύτερες αστοχίες υποστηρίζοντας ότι πρέπει να αποκλείεται ρητώς στις υποθέσεις «γυναικτονιών» ο βρασμός ψυχικής ορμής (ως μειωμένος καταλογισμός) και να αποστερούνται οι «γυναικτόνοι» της προνομιακής χορήγησης των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρ. 84 Π.Κ.. Πρόκειται για ρηχές νομικές κατασκευές που παραπέμπτουν σε προκρούστεια λογική. Καθόσον, αν πράγματι συντρέχει βρασμός ψυχικής ορμής (αρθρ. 299§2 Π.Κ. σε συνδυασμό με αρθρ. 34 Π.Κ.  «διατάραξη πνευματικών λειτουργιών ή της συνειδήσεως» ή αρθ. 36 Π.Κ. «ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό») αποτελεί για το δικάσαν δικαστήριο μονόδρομο η παραδοχή του. Άλλως συνιστά ευθεία παράβαση  του νόμου που ελέγχεται αναιρετικώς από τον Άρειο Πάγο.

Η εξ ίσου αποτροπιαστική εικόνα του αποκλεισμού χορήγησης ελαφρυντικών περιστάσεων αποτελεί πρόσθετη νομική παραδοξολογία που υποσκάπτει και δυναμιτίζει την συστηματική συνοχή του ποινικού δικαίου.

Τα ελαφρυντικά είναι το άρωμα του ποινικού δικαίου, έκφραση επιείκειας του ανανήψαντος κατηγορουμένου που ενδεχομένως να ωθήθηκε στην πράξη από μη ταπεινά αίτια ή από προηγηθείσα ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος προτάσσοντας δε παράλληλα και τον σύννομο βίο του, ως λείανση της σκληρότητας της όποιας κακουργίας του αποκαθαίρει το δίκαιο, το καθιστά πιο ανθρώπινο ακόμα και για τον πλέον αυστηρό και άτεγκτο κριτή.

Η διεξαγωγή της δίκης, ως πολιτιστική κατάκτηση, σηματοδοτεί την ανάπλαση της ουσίας της υποθέσεως ως ταυτοτική της φυσιογνωμία και οι δικονομικοί κανόνες εξαγνίζουν την διαδικασία, ώστε ο εφαρμοστής του δικαίου να οδηγηθεί στην αλήθεια και ν’ αποφανθεί κατά δικαία κρίση περί της ενοχής ή μη, ακολουθώντας την φωνή της συνειδήσεως, όπως επιτάσσει το άρθρ. 177 Κ.Π.Δ.

Υπό τα δεδομένα αυτά πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η ρύθμιση που προβλέπει το αρθρ. 299 Π.Κ. είναι αυτάρκης και πλήρης, η δε πείσμων άρνηση που προβάλλεται και η εμμονική αντίδραση που τη συνοδεύει είναι άστοχη και αδικαιολόγητη.

Μήπως όλα ανεξαιρέτως τα φρικτά κακουργήματα «γυναικοκτονιών» δεν αντιμετωπίστηκαν -και ευλόγως- άμεσα, καίρια και συντριπτικά;;; Αισθάνθηκε κανείς νομικά ακάλυπτος και απροστάτευτος;

Οι πολυποίκιλλες συλλογικότητες, όταν επιφυλάσσουν στον εαυτό τους ρόλο αναντίστοιχο προς τις δυνατότητές τους, εκπέμπουν θολά μηνύματα και παράγουν αμετροέπεια, σύγχυση και φανατισμό και είναι φυσικό και επόμενο να μην αντιλαμβάνονται πού γειτνιάζει ο λαϊκισμός και πού τελειώνει η διαμαρτυρία.

Ο Ηλίας Αναγνωστόπουλος, ομότιμος καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών και πρόεδρος της ένωσης ελλήνων ποινικολόγων, σε πρόσφατο άρθρο του στην «Καθημερινή» της Κυριακής (7/4/24) με λιτό και δωρικό τρόπο αποφαίνεται: «Η εισαγωγή ενός αυτοτελούς εγκλήματος της γυναικοκτονίας είναι ασύμβατη με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς». Η επίκουρος καθηγήτρια της Νομικής Σχολής Αθανασία Διονυσοπούλου, στο «Βήμα» της Κυριακής (7/4/24) υποστηρίζει: «Μια ενδεχόμενη νομοθετική επιλογή, θα ήταν η ένταξη στοιχείων έμφυλης βίας σε κανόνες επιμέτρησης της ποινής». Πλην όμως, ο εν λόγω συλλογισμός και ορθά αξιολογούμενος δεν απαντά στο κρίσιμο θέμα αν υπάρχει έδαφος η «γυναικοκτονία» να καταχωρηθεί ως ιδιώνυμο έγκλημα στο σώμα του Ποινικού κώδικα και σε καταφατική περίπτωση ποια θα πρέπει να είναι η ενδεδειγμένη ποινική κύρωση.

Κατά ταύτα με δεδομένο ότι η τυποποίηση ιδιωνύμου εγκλήματος της «γυναικοκτονίας» είναι ασύμβατη με το ποινικό δίκαιο, μήπως ερίζουμε «περί όνου σκιάς»; Η «κοινή» ανθρωποκτονία του άρθρ. 299 Π.Κ. επιβεβαιώνει το προφανές, ότι η αψεγάδιαστη διατύπωση και το ξεκάθαρο μήνυμα που εκπέμπει δεν αφήνει περιθώρια:

Όποιος επιβουλεύεται τον άλλον, άνδρα ή γυναίκα, θα υποστεί τη βαρυτέρα των ποινών.

Δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας ότι στα πρώτα άρθρα του Καταστατικού μας Χάρτη, με τίτλο «Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα» το άρθρ. 5§2 Σ ορίζει: «Όλοι όσοι βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων», ήτοι ο συνταγματικός νομοθέτης αναγορεύει ως προτεραιότητα την απόλυτη προστασία της ζωής, καθώς επίσης της τιμής και της ελευθερίας, πανηγυρική διακήρυξη που επιβεβαιώνει σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα του νόμου την κορυφαία έναντι παντός άλλου εννόμου αγαθού επιλογή.

Η Κύπρος πρώτη εξ όλων των ευρωπαϊκών κρατών, έχει θεσπίσει την γυναικοκτονία ως ιδιώνυμο έγκλημα, χωρίς όμως η εν σπουδή νομοθετική της πρωτοβουλία να δικαιώνεται, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι μέχρι σήμερα κανένα άλλο ευρωπαϊκό κράτος δεν την ακολούθησε…

Σε άρθρο του με τίτλο: « Η γυναικοκτονία de lege lata και de lege ferenda» ο Γεώργιος Τσιχριτζής, δικηγόρος LLM Αστικού Δικαίου ΕΚΠΑ, που δημοσιεύτηκε στο νομικό περιοδικό «Εγκληματολογία 2022» γράφει: «Το δίκαιο ως δυναμικό σύστημα εξελίσσεται και μεταβάλεται παράλληλα μέσα από τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συγκυρίες. Το αν μετά την αξιολόγηση του νομοθέτη μια ρύθμιση του νόμου χρήζει επανεξέτασης και ενδεχομένως αναδιατύπωσής της ή και θέσπισης μιας καινούργιας ρύθμισης αποτελεί απόφαση του κοινού νομοθέτη».

Οι υγιείς δυνάμεις του τόπου οφείλουν να αποτελέσουν ανάχωμα απέναντι σε κάθε εγκληματική εκτροπή έμφυλης βίας, να εκριζώσουν τις χρόνιες παθογένειες απ’ όπου κι αν προέρχονται, να ενθαρρύνουν το διάλογο μεταξύ των διεστώτων μερών, ν’ αναδείξουν την μοναδικότητα της οντότητος ανδρός και γυναικός με σεβασμό στην απόλυτη ισότητα των δύο φύλων και να ονειρεύονται και να προσπαθούν για έναν ειρηνικό και καλύτερο κόσμο.

 

Με εκτίμηση,

Παύλος Τζοβάρας

Πρώην Πρόεδρος Δ.Σ. Θεσπρωτίας

Ηγουμενίτσα, 12-04-2024

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *