Λένε ότι οι άνθρωποι σχετίζονται όταν καθίσουν να φάνε μαζί σε ένα τραπέζι. Σε τι τραπέζι όμως; Oταν με τον Σωτήρη Δημητρίου κανονίζαμε τα διαδικαστικά της συνέντευξης, ένα αθώο αστείο του με έκανε να ανησυχήσω μήπως εκείνος, βραβευμένος συγγραφέας, με αρκετά βιβλία του διασκευασμένα για τον κινηματογράφο, επιλέξει κάποιο «καθωσπρέπει» εστιατόριο, όπου κάθε άλλο παρά χαλαροί θα νιώθαμε.
Eσφαλα οικτρά. Το «Ολύμπιον» είναι από εκείνα τα αστικά μαγειρεία που δεν αποθαρρύνουν το γλυκό, καθημερινό βουητό των θαμώνων, των σερβιτόρων και της γειτονιάς – του Μετς εν προκειμένω. Για τον ίδιο τον Σωτήρη Δημητρίου, εξάλλου, οι καθημερινές συναναστροφές είναι βούτυρο στο συγγραφικό ψωμί του: από μια φαινομενικά αδιάφορη συνάντηση δύο προσώπων μπορεί να δημιουργήσει όχι μόνο ένα διήγημα, αλλά ένα ολόκληρο σύμπαν με τις λάμψεις και τα σκοτάδια του, στο οποίο διεισδύει με απόλυτο έλεγχο της πυκνότητας της γλώσσας. Oσο δε για τη γαστρονομική του αγωγή, ξεκινάει –από πού αλλού– από την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ηγουμενίτσα.
«Θυμάμαι την κυριακάτικη ψαρόσουπα της μάνας μου», λέει ο Σωτήρης Δημητρίου και εξηγεί ότι, όταν μεγάλωνε, η πόλη είχε άφθονο ψάρι, πάμφθηνο. «Eξω από το σπίτι μας υπήρχε μια ψαρότρατα και κάθε μέρα ακούγαμε τους ψαράδες να φωνάζουν “έι-ωπ, έι-ωπ”, καθώς τραβούσαν από την αμμουδιά τα δίχτυα. Θυμάμαι επίσης τις κολοκυθόπιτες που η μάνα μου έφτιαχνε το θέρος, κοντά στη γιορτή μου. Αλμυρές και γλυκές. Τις γλυκές τις έφτιαχνε λεπτές, με κανέλα, και δεν έβαζε καρύδι, δεν τις στούμπωνε. Hταν πανάλαφρο έδεσμα. Και οι αλμυρές ήταν υπέροχες. Eνας συνδυασμός δε και των δύο ήταν έκρηξη νοστιμιάς, πανηγύρι του ουρανίσκου και της κατάποσης».
Στις πόλεις, ο άνθρωπος δεν έχει επαφή με τον ουρανό, τον χαρακτηρίζει μια μορφή προπέτειας και θρασύτητος και δεν τα έχει ανάγκη αυτά – μέγα σφάλμα, διότι είμαστε πιο αδύνατοι και από μυρμήγκια.
Ζει η μάνα του. Είναι εκατό χρόνων και πλέον, όπως λέει με κάποια λύπη ο συγγραφέας, «μπαίνει και βγαίνει στη μνήμη και στη λήθη». Είναι επίσης το κεντρικό πρόσωπο πίσω από το προτελευταίο βιβλίο του, «Ουρανός απ’ άλλους τόπους» (εκδ. Πατάκη), που τιμήθηκε τον Ιούνιο με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος του 2022. Στο βιβλίο, μια αιωνόβια Ηπειρώτισσα εξιστορεί τη δύσκολη αλλά πλήρη εμπειριών και αισθημάτων ζωή της, την οποία σημάδεψε η δολοφονία της μητέρας της από τους αριστερούς αντάρτες – «το μυθιστόρημα το διατρέχει η πίστη της αφηγήτριας στη δημοκρατία και η εναντίωσή της στον ολοκληρωτισμό», υπογραμμίζει ο Σωτήρης Δημητρίου. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη: μοναδικό (με όλες τις έννοιες) αφηγηματικό εργαλείο της πρωταγωνίστριας, που δεν τέλειωσε καλά καλά το δημοτικό, είναι η ντοπιολαλιά της, η υψηλή ποίηση της δημώδους διαλέκτου του τόπου της, την οποία μοιάζει ώρες ώρες να καθοδηγεί «ουράνιος υποβολέας».
«Η γλώσσα της Αλέξως δεν είναι δική της, πατάει σε γενεές επί γενεών», σημειώνει με κάτι πολύ βαθύτερο από φιλολογικό θαυμασμό ο Σωτήρης Δημητρίου. «Δεν πλάστηκε σε σχολεία, σπουδαστήρια και αναγνωστήρια, πλάστηκε στη φύση. Oπως το νερό της ακροποταμιάς γλύφει τα βότσαλα, έτσι η φύση και οι συνθήκες της ζωής διαμόρφωσαν τη δημώδη γλώσσα και την έκαναν τέλεια. Hταν ένα αντίδωρο των ανθρώπων στο θάμβος που τους ασκούσαν οι κρυσταλλώδεις φυσικοί ήχοι».
Γιατί όμως χάθηκε; «Οι άνθρωποι έφυγαν από τα χωριά», αποκρίνεται, «αλλά η γλώσσα δεν τους ακολούθησε, γιατί δεν μπορούσε να επιβιώσει αλλού. Στο χωριό ο άνθρωπος είχε λαβή του την πίστη στον Θεό, ήταν ζυμωμένος μαζί της. Είχε επίσης υγρασία η ψυχή του, από τους δεκάδες βρικολάκους, ισκιώματα και δαίμονες που κατοικούσαν κάθε δέντρο, κάθε πλαγιά, κάθε ρέμα του χωριού. Είχε αγροτικές εθιμικές γιορτές, είχε τους φυσικούς ήχους, και το ότι έφτιαχνε τα πάντα με τα χέρια του ήταν τελικά μεγάλη ευεργεσία. Oλο αυτό το κουκούλι, εκτός των άλλων επιδρούσε άμεσα και στη γλώσσα του, μια γλώσσα που ήταν σχεδόν χειρότευκτη, εικονοφόρος. Στις πόλεις, ο άνθρωπος δεν πιάνει με τα χέρια του ούτε ένα σύκο από μια συκιά. Δεν έχει επαφή με τον ουρανό, τον χαρακτηρίζει μια μορφή προπέτειας και θρασύτητος και δεν τα έχει ανάγκη αυτά – μέγα σφάλμα, διότι είμαστε πιο αδύνατοι και από μυρμήγκια. Και χωρίς τις μεταφυσικές και παραφυσικές διηγήσεις έχει στεγνώσει η ψυχή του. Εγινε ένα λογοκρατούμενο ον, επιδερμικό και φτωχό. Μοιραίως, η γλώσσα φτώχυνε. Για αυτό ακούμε κάτι αντιπαθητικούς όρους, όπως “δομές”, “δράσεις”, “αφήγημα”, “δικαιωματισμός”, “συμπερίληψη”, “θετικό πρόσημο”, αλλά και κάτι επίσης κακόηχα, όπως “καλή απόλαυση”, “καλή συνέχεια” και “καλή Παναγιά”. Η νοστιμιά πλέον απουσιάζει από τη γλώσσα».
Από όσα θέματα έχει ανοίξει, επιλέγω να επεκτείνω εκείνο της σύγχρονης γλώσσας. Ζητώ τη γνώμη του για τα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης που μιμούνται τον ανθρώπινο λόγο. «Δηλαδή θα αντικαταστήσουν τη γλωσσική ικανότητα του ανθρώπου;» αναρωτιέται με επιφύλαξη ο συγγραφέας. Iσως ναι, αντιγυρίζω, ίσως πάλι όχι, τουλάχιστον αν υπάρχει κάτι άπιαστο στην ανθρώπινη γλώσσα που μια μηχανή δεν μπορεί να το μιμηθεί. «Βλέπω ότι είναι δαιμόνιος ο άνθρωπος στο να επινοεί παιχνιδάκια της τεχνολογίας», σχολιάζει σκεπτικός ο Σωτήρης Δημητρίου. «O,τι και να επινοήσει όμως, εφόσον πίσω του υπάρχει εξήγηση κατασκευής, θα παραμείνει παιχνιδάκι. Αυτό που δεν θα μπορέσει ουδέποτε να εξηγήσει είναι το ξερόχορτο και το πέρας του σύμπαντος. Τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής θα παραμείνουν εσαεί αναπάντητα. Τα μπιχλιμπίδια της τεχνολογίας, εφόσον ερμηνεύονται, δεν είναι επικίνδυνα. Oταν ξεφύγουμε από την κατανόησή τους, όταν δεν θα μπορούμε πια να αναλύσουμε μια ανθρώπινη κατασκευή, τότε τα πράγματα θα είναι κρίσιμα. Νομίζω όμως ότι δεν θα συμβεί ποτέ. Κάθε ανθρώπινο έργο έχει πίσω του μια εξήγηση».
Φυλακίζω τους φόβους μου στα καλούπια των γραμμάτων
Εκτός από τα σύγχρονα δεινά των ανθρώπων (που αυτή τη στιγμή γύρω μας τρώνε, συζητούν ή περνούν από το τραπέζι για ένα «γεια σου, Σωτήρη»), υπάρχουν και τα διαχρονικά, που ο συγγραφέας αγγίζει, μεταξύ πολλών άλλων, στο τελευταίο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «Μια Μαρίνα Τζάφου» (εκδ. Πατάκη). «Iσως ο ορισμός του ανθρώπου ως το ον που δεν ευχαριστιέται ποτέ δεν ανατραπεί και ποτέ», γράφει σε ένα διήγημα. Είναι τόσο χάλια τα πράγματα; «Ο άνθρωπος είναι ακόρεστος», λέει ο Σωτήρης Δημητρίου. «Eχει το ένα, θέλει το άλλο. Eχει το άλλο, θέλει το πρώτο. Δεν είναι ποτέ ευχαριστημένος. Είναι μυστήριο και ίσως αυτό να κινεί την ανθρώπινη ιστορία. Αλλά δεν κάθεται ποτέ να πάρει ανάσα, να πει “καλά είμαι εδώ”».
Οσο για τις δυνατότητες της λογοτεχνίας να ξεδιαλύνει τα συγκεχυμένα και αντικρουόμενα συναισθήματα των ανθρώπων, το «Μια Μαρίνα Τζάφου» έχει μια ακόμη διαπίστωση. «Ας θεωρήσει βασίμως ο αναγνώστης πως ο συγγραφέας –εν γένει– σαν κουνουπάκι ζουζουνίζει πάνω σε αβυσσαλέα νερά», διαβάζουμε σε ένα σημείο του βιβλίου. Τότε γιατί, μετά τόσα χρόνια στο κουρμπέτι, εξακολουθεί ο Σωτήρης Δημητρίου να γράφει; «Γιατί είναι διασκεδαστικό εν πολλοίς», απαντά. «Είναι βέβαια επώδυνο και επίμοχθο. Αλλά κατά βάση είναι λυτρωτικό. Φυλακίζω στα καλούπια των γραμμάτων, στα καλούπια του Π, του Ρ, του Ο, του Α, τους φόβους και τις εμπειρίες μου. Με το γράψιμο βάζω απέναντί μου τα δυσχερή συμβάντα του βίου μου. Και είναι πολλά. Διότι, όπως κάθε λογοτέχνης, είμαι και ευφυής, είμαι και βλαξ. Ισχύουν όλα τα αντιθετικά στους λογοτέχνες. Αλλιώς δεν μπορούν να γράψουν».
Δεν υπάρχουν δηλαδή συμβάντα ευτυχή; Μια ωραία παιδική ανάμνηση, λόγου χάρη, από εκείνες που αναδύονται επίμονα; «Είναι φθινόπωρο», θυμάται ο Σωτήρης Δημητρίου. «Αφού πέρασα όλο το θέρος στο χωριό μου, την Πόβλα, γυρίζω στην Ηγουμενίτσα. Η πόλη, με εκείνα τα μπλε τα φθινοπωρινά της θάλασσας και του ουρανού, μου φαίνεται πανέμορφη. Οταν φτάνω στο σπίτι μου, βλέπω τον πατέρα μου να έχει ανοίξει ένα πηγάδι και να φτάνει στο τέλος του. Θυμάμαι να τον κοιτάζω πολλή ώρα και ξαφνικά να γυρίζει το κεφάλι του από το σκάψιμο και να με κοιτάζει και εκείνος. Αυτό το κοίταγμα από τον πατέρα μου είναι από τις πιο ωραίες αναμνήσεις μου».
Εξωραϊσμοί
– Σήμερα, ορισμένοι εκδότες στο εξωτερικό αντικαθιστούν σε παλιότερα λογοτεχνικά έργα λέξεις δυσάρεστες, ενώ κάποια καινούργια κείμενα, προτού εκδοθούν, διαβάζονται από «sensitivity readers», οι οποίοι επισημαίνουν ό,τι μπορεί να παρεξηγηθεί. Ποια είναι η γνώμη σας;
– Το «πολιτικά ορθό» είναι άλλος ένας από τους σύγχρονους όρους που αντιπαθώ. Βλακείες, δήθεν για να μην πληγωθεί ο άνθρωπος. Αυτή η επιφανειακή φιλανθρωπία συμβαίνει στο πλαίσιο ενός ευτελούς και χαζού δικαιωματισμού. Κόβονται λέξεις χωρίς λόγο, για να εξωραϊστεί μια κατάσταση. Μα όπου υπάρχει το κακό, τίποτα δεν εξωραΐζεται.
– Μήπως απλώς εκσυγχρονίζονται ή επικαιροποιούνται οι καλοί μας τρόποι; Αλλάζουν και αυτοί, όπως οι κοινωνίες.
– Σωστή παρατήρηση. Μπορεί όμως να μην υπακούς το πολιτικά ορθό και την ίδια στιγμή να έχεις τακτ, να έχεις ευγένεια. Υπάρχει τρόπος. Από την άλλη, μπορεί να είσαι ο ορισμός του πολιτικά ορθού και να είσαι βάρβαρος και αγενέστατος. Για όλα υπάρχει τρόπος.
Η συνάντηση
«Α, βλέπω πως προτιμάς και εσύ τις φυτικές γεύσεις», σχολίασε ο Σωτήρης Δημητρίου ενώ τρώγαμε. Ηταν σειρά του να αστοχήσει, τουλάχιστον εν μέρει, όχι όμως ότι δεν απόλαυσα τα γεμιστά μου, όσο και εκείνος τις μπάμιες του. Συνοδεύσαμε τα πιάτα μας με δύο ακόμη «πράσινες» επιλογές: άγρια χόρτα και σαλάτα λάχανο – καρότο. Ηπιαμε δροσερό νερό. «Στον βίο μας δεν αλλάζουμε άλογο σε κάθε σταθμό, όπως στα πολύ παλιά ταχυδρομεία, αλλά διαθέτουμε μόνο ένα και αυτό είναι το σώμα μας», παρατήρησε κάποια στιγμή ο συγγραφέας. Και για όλο το γεύμα πληρώσαμε στο «Ολύμπιον» 20 ευρώ.
Ο κ.Δημητριου είναι …άνθος στον τόπο μας! Χαρά μας!!! Εδώ στη μικρή μας πόλη όπως έλεγε κάποτε κάποιος ..