
Όταν ξεκινάει ο πόλεμος εναντίον του Αλή Πασά συμμετέχουν στην περιοχή τους». Σε σχόλιό μας χαρακτηρίσαμε «καινοφανή» την άποψη του κύριου Κωστή, καθώς, αν δεν καταλάβαμε λάθος, οι Σουλιώτες ήταν Αλβανοί που ζούσαν στην αυλή του Αλή πασά και εκδιώχθηκαν από αυτόν. Πολέμησαν στη συνέχεια εναντίον του «στην περιοχή τους». Αυτό έγινε όταν ξεκινάει ο πόλεμος εναντίον του Αλή πασά (προφανώς όταν η Πύλη στέλνει στρατεύματα εναντίον του για να τον εξοντώσουν). Ο καθηγητής Κωστής, όμως, δημιουργεί την εντύπωση, ότι Σουλιώτες υπήρχαν μόνο στα χρόνια που ο Αλή ήταν πασάς στα Γιάννενα, από τα τέλη δηλαδή του 19ου αιώνα και μάλιστα ήταν Αλβανοί.

Αφού εκδιώχθηκαν από τον Αλή πασά πήγαν στην περιοχή τους, είπε ο κύριος Κωστής. Ποια ήταν όμως η περιοχή τους; Η Αλβανία; Αν και με το θέμα των Σουλιωτών και του Σουλίου έχουμε ασχοληθεί και άλλες φορές, έχοντας στη διάθεσή μας πλέον και άλλες, δυσεύρετες πήγες, όπως και τα βιβλία του Χριστόφορου Περραιβού (1773-1863) και του Παναγιώτη Αραβαντινού (1809-1870), οι οποίοι, ιδιαίτερα ο πρώτος, γνώρισαν πολλούς από τους Σουλιώτες ήρωες του 1821 και περιόδευσαν στην περιοχή του Σουλίου γνωρίζοντας γηραιούς κατοίκους του. Ας δούμε λοιπόν περισσότερες λεπτομέρειες για το Σούλι και τους κατοίκους του.
Πού βρίσκεται το Σούλι;
Το Σούλι είναι ιστορική περιοχή που βρίσκεται στην Ήπειρο. Συγκεκριμένα, τα Σουλιωτοχώρια (ομοσπονδία χωριών), βρίσκονται στο κέντρο της Ηπείρου ΝΔ των Ιωαννίνων, ανάμεσα στα όρη Μούργκα (υψόμ. 1.340 μ.), Ζαβρούχο (υψόμ. 1.137 μ.) και Τούρλιας (υψόμ. 1.082 μ.), στη συμβολή του Αχέροντα, με τον παραπόταμό του Τσαγκαριώτικο. Στους πρόποδες των χωριών υψώνονται αντικριστά δυο λόγοι: το Κούγκι, πάνω στο οποίο είναι χτισμένο το ναΰδριο της Αγίας Παρασκευής και η Κιάφα, στην οποία είναι χτισμένο φρούριο. Απέναντι από το Κούγκι υπάρχει κι άλλος λόφος, στον οποίο είναι χτισμένος ο ναός του Αγίου Δονάτου όπου συναθροίζονταν οι Σουλιώτες κατά τα «Γενικά Συνέδριά» τους.

Σήμερα εκεί τελείται θρησκευτική πανήγυρη. Πάνω από την Κιάφα υψώνεται ο βράχος της Μπίρας (Τρύπας), το βορειοδυτικό τμήμα του οποίου ονομάζεται Μπρέκε Βετετίμε (Ράχη της Αστραπής). Η όλη περιοχή του Σουλίου είναι ορεινή, άγρια, με απόκρημνους «υψηλούς διαβόητους βράχους» γράφει ο Ανδρέας Κάλβος και μοιάζει με γιγαντιαίο φρούριο, πύργοι και επάλξεις του οποίου μπορούν να θεωρηθούν οι κορυφές των βουνών του (Βασίλης Σφυρόερας, στο λήμμα «Σούλι» της Εγκυκλοπαίδειας ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ τ.54).
Η ετυμολογία της λέξης «Σούλι»
Για την ετυμολογία της λέξης «Σούλι» έχουν διατυπωθεί πολλές ερμηνείες. Ο αείμνηστος Δικαίος Βαγιακάκος έχει εκτενή αναφορά στο θέμα. Ο Περραιβός, πρώτος, το 1815, στηριζόμενος σε προφορική παράδοση λέει ότι το όνομα του Σουλίου οφείλεται σε κάποιον Τουρκαλβανό Σούλη ή Σούλιο(ν), ο οποίος δολοφονήθηκε σε εκείνο το μέρος από τους πρώτους βοσκούς που κατοίκησαν εκεί, για να αποφύγουν την τυραννία των Τούρκων του Γαρδικίου.
Ο ίδιος επίσης ετυμολογεί τη λέξη Σούλι από τους Συλίονες, έθνος της Χαονίας κατά τον Σ. Βυζάντιο. Όμως η Χαονία βρίσκεται βόρεια των Ιωαννίνων, στο σημερινό Πωγώνι και τα γειτονικά μέρη της Βορείου Ηπείρου, ενώ η περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα το Σούλι λεγόταν στην αρχαιότητα Κασσωπία. Ο Ι. Φιλήμων γράφει ότι το Σούλι(ον) είναι το αρχαίο Σύλιον. Όπως τονίζει όμως ο Δικαίος Βαγιακάκος Σύλιον στην περιοχή της Ηπείρου δεν υπήρχε στην αρχαιότητα. Υπήρχε μεν πόλη με το όνομα Σύλλειον ή Σύλιον, αλλά βρισκόταν στη Φρυγία της Μικράς Ασίας.

Ο Σουλιώτης, Λάμπρος Κουτσονίκας ανάγει την ίδρυση της συμπολιτείας του Σουλίου στους χρόνους του Ρωμαίου Λεύκιου Αιμίλιου Παύλου, ο οποίος κατέστρεψε δεκάδες πόλεις της Ηπείρου. Κάποιοι, κατάφεραν να ξεφύγουν και εγκαταστάθηκαν στο Σούλι δίνοντας το όνομα κάποιας από τις πόλεις προέλευσής τους. Όμως ο Δ. Βαγιακάκος τονίζει ότι τέτοιο όνομα δεν μαρτυρείται. Ο λόγιος Ηπειρώτης Αθανάσιος Πετρίδης ανάγει το όνομα στον 12ο αιώνα θεωρώντας ότι στο Σούλι εγκαταστάθηκαν κάτοικοι από τα Σουλανά και τους Στύλους, χωριά που βρίσκονται κοντά στη Δρόβιανη της Βορείου Ηπείρου. Όμως ο ίδιος στη συνέχεια φαίνεται ότι αλλάζει γνώμη και ορμώμενος από την ξενική παρεφθαρμένη λέξη Soli για τα Σάλωνα (Άμφισσα) και συνδέοντας πληροφορίες από το «Χρονικόν του Μορέως» και το «Χρονικόν του Γαλαξιδίου» γράφει ότι ίσως το όνομα προέρχεται από το Sola-Sula-Sole.
Πάντως στη συνέχεια και ο ίδιος απορεί και γράφει: «… διατί όμως ονομάσθη Σούλι αυτό της Ηπείρου και παρά τίνος και πότε ακριβώς προσδιορισμένον δεν υπάρχει…». Άλλος, γράφει ο Δ. Βαγιακάκος, υπό τα στοιχεία Ε.Δ.Μ. (δεν αναφέρει ονοματεπώνυμο ο αείμνηστος φιλόλογος) γράφει ότι οι πρώτοι κάτοικοι του Σουλίου προέρχονταν από τα χωριά Σούλιασι και Σουλιάτας, απ’ όπου προήλθαν οι ονομασίες Σούλι και Σουλιώτες. Ο βυζαντινολόγος και ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Άμαντος (1874-1960) ετυμολογεί τη λ. Σούλι από το όνομα Σούλης, που θεωρεί παρεφθαρμένο τύπο του ονόματος Σαούλ.
Ο Δ. Βαγιακάκος όμως τονίζει ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ότι η ορεινή εκείνη περιοχή ήταν ιδιοκτησία κάποιου Σούλη, ώστε να λάβει το όνομα Σούλι. Όμως, ο Χαράλαμπος Π. Συμεωνίδης, στο «ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΟΙΚΩΝΥΜΙΩΝ», Σούλι (το, του), Σούλη (στον) < επών. Sulu σε ιταλοαλβανικά χωριά, πβ. και το χωριό Suli στην περιοχή της Κορυτσάς. Με το όνομα Suli, συνεχίζει ο Συμεωνίδης, αναφέρονται στρατιώτες των Ενετών.
Ο Αρβανίτης Κ. Μπίρης, ερμηνεύει το επώνυμο ως «ψηλός, λεβέντης». Πάντως, ο Δ. Βαγιακάκος συντάσσεται με την άποψη του επίσης Αρβανίτη Πέτρου Φουρίκη, ότι Σούλι < αλβαν. σουλ, η οποία με το άρθρο επιτασσόμενο στην αλβανική γλώσσα παίρνει τη μορφή σουλ-i = Σούλι. Σημαίνει δε η λέξη αυτή κορμό δέντρου, ο οποίος όταν μπήγεται σε άδενδρο έδαφος, σε επίκαιρο σημείο μπορεί να χρησιμεύσει και ως στόχος, ως βίγλα. Με όλο τον σεβασμό στη μνήμη των Βαγιακάκου και Φουρίκη, βίγλα είναι το παρατηρητήριο σε δεσπόζουσα θέση. Τι σχέση έχει με τον στόχο; Πάντως, ο Δ. Βαγιακάκος καταλήγει γράφοντας ότι αυτό το όνομα και με αυτή τη σημασία έδωσαν στην περιοχή οι πρώτοι αλβανόφωνοι οικιστές της, γιατί η κορυφή του Σουλίου υψώνεται οξεία ως στύλος και επέχει θέση βίγλας.

Προηγουμένως όμως, ο ίδιος ο Βαγιακάκος, μάλλον γράφει διαφορετικά πράγματα. Ξεκινά από τον Θούριο του Ρήγα και την αναφορά του σε Σουλιώτες και Μανιάτες:
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά,
Ως πότε ’ς τις σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά.
Ο Κολοκοτρώνης σε συνομιλία του με τον Βρετανό πλοίαρχο Χάμιλτον είπε ότι «τα ελληνικά κάστρα μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης έμειναν άπαρτα». Κι όταν ο Χάμιλτον ρώτησε «ποια είναι αυτά», ο Γέρος του Μοριά απάντησε: «Η Μάνη, το Σούλι και τα βουνά». Θεωρεί δε, ότι στα τέλη του 16ου αιώνα εγκαταστάθηκαν εκεί αρχικά λίγοι ποιμένες, για να αποφύγουν την τυραννία των Αλβανών γειτόνων τους.
«Ήσαν δε ούτοι (αυτοί) Χριστιανοί Αλβανοί», γράφει ο Βαγιακάκος.
Συνοπτική ιστορία του Σουλίου
Ας δούμε όμως τι γράφουν οι ιστορικοί για την προέλευση των κατοίκων του Σουλίου. Ξεκινάμε από τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, ο οποίος στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» γράφει τα εξής:
«Οι Σουλιώτες ήταν κράμα Ελλήνων και εξελληνισμένων Αλβανών και ένας από τους επιφανέστερους γόνους του συνοικεσίου των δύο φύλων, που άρχισε από τον 14ο αιώνα και τελείται μέχρι σήμερα. Η Αλβανική ενίσχυσε το μάχιμο πνεύμα της Ελληνικής, η δε Ελληνική εμφύσησε στην Αλβανική τα ευγενέστερα της φιλοπατρίας, της φιλομάθειας και της ευνομίας. Τα δύο καλύτερα προϊόντα αυτού του συνδυασμού ήταν οι Σουλιώτες στη στεριά και οι Υδραίοι και οι Σπετσιώτες στη θάλασσα». Θυμίζουμε, ότι η «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ» του Κ. Παπαρρηγόπουλου γράφτηκε μεταξύ 1860 και 1876.

Τι γράφουν ιστορικοί του 19ου αιώνα και μεταγενέστεροι για τους Σουλιώτες;
Ο αείμνηστος Βασίλης Σφυρόερας, στο σχετικό λήμμα της Εγκυκλοπαίδειας «ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ» γράφει ότι δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς δημιουργήθηκαν οι πρώτοι οικισμοί στην ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή του Σουλίου, οι περισσότεροι όμως ερευνητές, Έλληνες και ξένοι, συμφωνούν ότι αυτή άρχισε τον 16ο αιώνα. Οι πρώτοι κάτοικοι προέρχονταν από τη νότια Αλβανία και από κοντινές πεδινές περιοχές. Αρχικά σχηματίστηκαν τέσσερα χωριά (Σούλι, Κιάφα, Σαμονίβα, Αβαρίκο) που αποτέλεσαν το Τετραχώρι. Καθομιλουμένη γλώσσα ήταν η Αλβανική και επίσημη η Ελληνική. Αργότερα χτίστηκαν άλλα επτά χωριά (Τσεκούρι, Αλποχώρι, Παλιοχώρι, Γκιονάλα, Περιχάτι, Βίλια, Κοντάντες) που αποτέλεσαν το Εφταχώρι.
Οι κάτοικοι των έντεκα αυτών χωριών ήταν οι Σουλιώτες. Αυτοί χωρίζονταν σε φάρες, 47 συνολικά. Πρωτεύουσα της «Συμπολιτείας» (ή «Ομοσπονδίας») του Σουλίου ήταν το χωριό Σούλι που είχε 12.000 κατοίκους. Η πρώτη αναφορά αντιτουρκικής δράσης των Σουλιωτών ανάγεται στο 1685, οπότε ξεσηκώθηκαν εναντίον των Οθωμανών, όπως και οι Χιμαριώτες. Οι Σουλιώτες ήταν γενναίοι και είχαν πάθος για την ελευθερία. Περιφρονούσαν τους δειλούς και τις συζύγους τους. Τηρούσαν τις συμφωνίες τους και τιμωρούσαν με θάνατο όσους παρέβαιναν ηθικές αρχές. Άλλα χαρακτηριστικά τους ήταν η φιλοπατρία, η αφιλοχρηματία και η μεγαλοψυχία προς τους ηττημένους. Δεν έκοβαν τα μαλλιά τους, φορούσαν φουστανέλα και στο στήθος ασημένια στολίδια (τσαπράζια). Τα φορέματα των γυναικών ήταν κεντητά. Το πιο διαδεδομένο μουσικό όργανο στο Σούλι ήταν ο ταμπουράς. Ζούσαν από τα λίγα γεωργικά προϊόντα της περιοχής τους, την κτηνοτροφία και από τα λάφυρα των επιδρομών τους στα χωριά της Θεσπρωτίας, που τα υποχρέωναν να πληρώνουν φόρους σε χρήμα και σε είδος.
Οι κάτοικοι των 70 αυτών χωριών ονομάζονταν Παρασουλιώτες. Για να μην ενοχλούνται από τον σουλτάνο, οι Σουλιώτες πλήρωναν φόρους τόσο για τους ίδιους όσο και για τους Παρασουλιώτες. Όλες οι προσπάθειες των Τούρκων να αλώσουν το Σούλι απέτυχαν. Σημαντικότερη όλων ήταν η εκστρατεία κατά των Σουλιωτών το φθινόπωρο του 1771, όταν αυτοί ετοιμάζονταν να εξεγερθούν. Είχε φτάσει στο Σούλι με επιστολή του Αλεξίου Ορλόφ Έλληνας απεσταλμένος. Παράλληλα έφερε και πολεμοφόδια. Οι Οθωμανοί για να προλάβουν την εξέγερση οργάνωσαν εκστρατεία εναντίον τους με επικεφαλής τον αγά του Μαργαριτίου Σουλεϊμάν Τσαπάρη ή Τζαπάρκα και 5.000 Τουρκαλβανούς.
Η εκστρατεία όχι μόνο απέτυχε, αλλά και αιχμαλωτίστηκε ο Τσαπάρης, που εγκλωβίστηκε σε εκκλησία, από τη στέγη της οποίας μπήκαν οι Σουλιώτες! Τελικά απελευθερώθηκε με καταβολή λύτρων, ενώ έχασε εκατοντάδες άνδρες του. Οι πρώτες προσπάθειες του Αλή πασά (1789 και 1792) να υποτάξει το Σούλι με 10.000 άνδρες κάθε φορά, απέτυχαν. Η τρίτη πολιορκία ξεκίνησε το 1800. Οι Σουλιώτες αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν στις 12 Δεκεμβρίου 1803 και στις 16 Δεκεμβρίου 1803 εγκατέλειψαν το Σούλι. Επειδή η μοίρα παίζει περίεργα παιχνίδια, όταν ο Αλή πασάς πολιορκήθηκε από σουλτανικά στρατεύματα, έσπευσε να ζητήσει τη βοήθεια των Σουλιωτών.

Οι Σουλιώτες επέστρεψαν στον τόπο τους στις 12 Δεκεμβρίου 1820, ακριβώς 17 χρόνια μετά τη συνθηκολόγησή τους! Ακόμα και μετά την ήττα του Αλή πασά συνέχιζαν να πολεμούν τους Τούρκους, καθώς όμως δεν μπόρεσαν να λάβουν εφόδια από τους άλλους Έλληνες, μετά την ήττα στο Πέτα στις 4 Ιουλίου 1822 και τον θάνατο του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη στο Φανάρι συνθηκολόγησαν με τους Τούρκους στις 28 Ιουλίου 1822 και στις 2 Σεπτεμβρίου 1822 εγκατέλειψαν οριστικά το Σούλι και κατέβηκαν στη μαχόμενη Ελλάδα.
Αν υπολογίσουμε ότι πάντα οι Σουλιώτες είχαν τουλάχιστον 2.000-2.500 ετοιμοπόλεμους στρατιώτες και στο τέλος της Επανάστασης είχαν μείνει μόνο 200, γίνεται ολοφάνερο το μέγεθος της προσφοράς τους στον Αγώνα και ο τεράστιος φόρος αίματος που κατέβαλαν για την Ελλάδα. Τώρα, πώς για κάποιους αυτοί ήταν Αλβανοί που διώχθηκαν από τον Αλή πασά λόγω διαφωνιών μαζί του και επέστρεψαν στην περιοχή τους αποτελεί, τουλάχιστον για μας, κάτι ανεξήγητο…
Τι γράφουν ιστορικοί του 19ου αιώνα για το Σούλι;
Ο Παναγιώτης Αραβαντινός, στη «Χρονογραφία της Ηπείρου», τόμος δεύτερος, που πρωτοεκδόθηκε το 1856, γράφει ότι οι Σουλιώτες ομιλούν την Αλβανική γλώσσα, γνωρίζουν όμως όλοι και την Ελληνική και καυχώνται «προσαγορευόμενοι Έλληνες». Ως Έλληνες πρέπει να λογίζονται και Έλληνες πραγματικά είναι γράφει ο Αραβαντινός και συνεχίζει παραθέτοντας ένα απόσπασμα από τον Αδαμάντιο Κοραή : «Περί Σουλιωτών, αν εξετάσωμεν, τους αναντιρρήτους Έλληνας αυτούς, μήτε τους Μακεδόνας δεν ονόμαζον Έλληνας, μήτε πολύ μέρος της Θεσσαλίας. Περί αυτών, τι θέλεις να σε είπω; Εις τόσον σκότος της παλαιάς ιστορίας των μεταβολών, μετοικήσεων, μίξεων των εθνών, τις δύναται (ποιος μπορεί) να είπει κάτι βέβαιον;»
Ο Χριστόφορος Περραιβός, που γνώρισε από κοντά τους Σουλιώτες αγωνιστές του 1821 και είχε επισκεφθεί το Σούλι στα χρόνια του Αλή πασά, γράφει ότι γέροντες Σουλιώτες, τον ενημέρωσαν πως πριν 80 χρόνια (γύρω στο 1730-1740) υπήρχαν στο Σούλι μόνο 300 μάχιμοι άνδρες που εγκαταστάθηκαν εκεί από τα γειτονικά χωριά μην αντέχοντας την οθωμανική τυραννία. Ο Περραιβός γράφει την καταγωγή ορισμένων από τις φάρες του Σουλίου. Για τη φάρα των Βοτζαράτων, γνωστή σε μας από τον Μάρκο Μπότσαρη, γράφει ότι κατάγεται από το χωριό Δράγανη, που απέχει 4 ώρες (με τα δεδομένα της εποχής) από την Παραμυθιά.

Για τους Τζαβελαίους γράφει ότι είναι άγνωστη η καταγωγή τους (θα δούμε στη συνέχεια από πού κατάγονται). Στο Σούλι κατοικούσαν 450 οικογένειες, στην Κιάφα 90, στον Αβαρίκο 65 και στην Κιάφα 50. Ανάμεσα στους «πληροφοριοδότες» του Περραιβού ήταν και ο Σουλιώτης Πάσχο Λάλα, ηλικίας άνω των 100 ετών τότε! Ο Ιωάννης Λαμπρίδης (1839-1891) έγραψε το 1888 «ΤΑ ΣΟΥΛΙΩΤΙΚΑ» που συμπεριλήφθηκαν στα «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ», τα οποία εξέδωσε η ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ (Ιωάννινα, 1993). Στον πρόλογο των ΣΟΥΛΙΩΤΙΚΩΝ ο Λαμπρίδης, γιατρός και λόγιος, μας δίνει μια ενημερώνει ότι τη δεκαετία του 1880, για να πάει κάποιος πεζή (< αρχ. πεζῆ, «με τα πόδια»), από τα Γιάννενα στην Καμαρίνα Πρεβέζης, κοντά στην οποία βρίσκεται το Ζάλογγο χρειαζόταν έντεκα ώρες!


Ο Λαμπρίδης δίνει μερικές πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Στο Σούλι ζούσαν ήδη από το 1635 χριστιανικές οικογένειες. Εκείνη τη χρονιά κήρυξαν επίσημα εχθρούς τους, τους εξισλαμισμένους κατοίκους των γειτονικών χωριών. Σταδιακά, άρχισαν να φτάνουν στο Σούλι Αλβανοί κυρίως, αλλά και Έλληνες από άλλα μέρη. Τους κατοίκους του Σουλίου τους ονομάζει «Αλβανοτσιάμηδες», ωστόσο είναι κατηγορηματικός· είχαν ελληνική συνείδηση. Αυτό αποδεικνύεται από το υπόμνημά τους προς τη σύζυγο του τσάρου το 1790, όπου αποκαλούν τον εγγονό της «βασιλέα της πατρίδος αυτών Ελλάδος».

Σε επιστολή δε που μνημονεύει και ο Eton την οποία έγραψε ο Τζαβέλας (πιθανότατα ο Λάμπρος) προς τον Αλή πασά το 1792 αποκαλεί τον γιο του «άξιον της εαυτού πατρίδος Ελλάδος υιόν». Μας δίνει επίσης την πληροφορία ότι οι Τζαβελαίοι κατάγονταν από τη Δράγανη Θεσπρωτίας, κάτι που φαίνεται ότι ισχύει. Κάποιες φάρες ήταν καθαρά ελληνικές όπως η του Δράκου που καταγόταν «εκ του παρά την Καμαρίναν χωρίου Μαρτινιών».

Μια άλλη εκδοχή για το Σούλι
Άκρως ενδιαφέροντα είναι τα στοιχεία που παραθέτει ο Κώστας Μ. Σούλης, από τον Τσαμαντά Θεσπρωτίας στο βιβλίο του «ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ», καθώς μας δίνει και πληροφορίες συγγραφέων τα βιβλία των οποίων δεν έχουμε στη διάθεσή μας. Ο Κ. Μ. Σούλης θεωρεί ως πιθανότερη εκδοχή για την ονομασία του Σουλίου, αυτή που αναφέρει ότι η περιοχή ήταν ιδιοκτησία κάποιου βοσκού ή ιδιοκτήτη βοσκοτόπων που λεγόταν Σούλης. Όταν πήγαν εκεί οι Χριστιανοί φυγάδες φιλονίκησαν μαζί του και τον σκότωσαν. Αυτή την εκδοχή δέχεται και ο Κ. Γούδας, που γράφει ότι πρώτοι οικιστές του Σουλίου ήταν στρατιώτες του Γεωργίου Καστριώτη (Σκεντέρμπεη).
Αναφέρει επίσης ο Κ. Σούλης, ότι η περιοχή του Σουλίου κατοικείται από τα προϊστορικά χρόνια, όπως μαρτυρούν τα υπολείμματα προϊστορικών οικισμών. Παραθέτει και μια άλλη, ενδιαφέρουσα θεωρούμε άποψη για το όνομα του Σουλίου την οποία υποστηρίζει ο Αθανάσιος Πετρίδης και στην οποία αναφερθήκαμε ακροθιγώς παραπάνω. Σύμφωνα με αυτή, η ονομασία προήλθε από τα Σουλιανά της Βορείου Ηπείρου κοντά στο χωριό Αβαρίτσα. Ανάμεσα στα Σουλιανά και την Αβαρίτσα υπήρχε η περίφημη βρύση της Αβαρίτσας με σκιές πλατάνων. Εκεί τα καλοκαίρια πήγαιναν οι αγάδες της Αβαρίτσας. Καθώς τα Σουλιανά δεν είχαν νερό, στη βρύση πήγαιναν οι κοπέλες του χωριού για να γεμίσουν τις βαρέλες τους. Ένα τουρκόπουλο ερωτεύτηκε μια αρχοντοπούλα από τα Σουλιανά.
Όταν άρχισε να την ενοχλεί, αυτή ενημέρωσε τον πατέρα της. Τότε εκείνος πήρε τα καλύτερα παλικάρια των Σουλιανών, τα έντυσε με γυναικεία ρούχα και πήγαν στη βρύση για νερό. Το τουρκόπουλο άρχισε να πειράζει τις κοπέλες, όπως νόμιζε. Οι μεταμφιεσμένοι Σουλιανώτες τότε έβγαλαν τα σπαθιά τους και έσφαξαν όλους τους αγάδες που βρίσκονταν στη βρύση. Για να αποφύγουν την εκδίκηση, πήραν τα υπάρχοντά τους και τα κοπάδια τους και κατέληξαν στην περιοχή που την ονόμασαν Σούλι όπου και κατοίκησαν. Το όνομα τους θύμιζε την πατρίδα τους. Το περιστατικό αυτό αναφέρει και ο γιος του Πάνου Αραβαντινού, Σπύρος, στην «Ιστορία του Αλή πασά» (Α’ Έκδοση, Αθήνα 1895).

Ανάλογα περιστατικά συνηθίζονταν στην Ήπειρο. Το χωριό Λούκοβο, από το Πωγώνι(βρισκόταν στο όρος Κασιδιάρης)…μετακόμισε στη Β. Ήπειρο, αφού ένας νέος σκότωσε έναν Τούρκο αγά που ήθελε να κοιμηθεί με τη νύφη, που μόλις είχε παντρευτεί τον νεαρό, την πρώτη νύχτα του γάμου και να την δώσει πάλι στον γαμπρό 3-4 μέρες μετά. Επρόκειτο για γνωστή οθωμανική απαίτηση…
Επίλογος
Απ’ όλα όσα αναφέρουμε θεωρούμε ότι μεγαλύτερη αξία έχουν τα λόγια του Κοραή. Με τόσα χρόνια που πέρασαν και τόσες επιμιξίες πληθυσμών, δεν μπορούμε να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα. Οι μαζικοί εξισλαμισμοί που έγιναν στην Ήπειρο μετά τον θάνατο του Καστριώτη, αλλά κυρίως μετά την αποτυχία του κινήματος του Διονυσίου του Φιλοσόφου (1611) φαίνεται ότι οδήγησαν πολλούς Χριστιανούς στο απόκρημνο και άβατο Σούλι. Ανάμεσα στους κατοίκους ήταν και αρκετοί Αλβανοί, Χριστιανοί. Τόσο αυτοί, όσο φυσικά και οι Έλληνες θεωρούσαν πατρίδα τους την Ελλάδα για την ελευθερία της οποίας αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν…
Πηγές: ΔΙΚΑΙΟΣ ΒΑΓΙΑΚΑΚΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ», τ.6, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΥΡΟΣ Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ
ΚΩΣΤΑ Μ. ΣΟΥΛΗ, «ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ (ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΑΥΤΗΝ ΧΩΡΕΣ, 1700-1944)», ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ,2008
ΙΩΑΝΝΟΥ ΛΑΜΠΡΙΔΟΥ, «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ», Εκδόσεις «ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ», Ιωάννινα, 1993
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΕΡΡΑΙΒΟΥ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ», ΤΟΜΟΣ Α’, ΑΝΑΤΥΠΩΣΗ της έκδοσης του 1856 από το ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΝΟΤΗ ΚΑΡΑΒΙΑ, 1990
ΠΑΝΟΥ ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ, «ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ», ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, 2004
ΥΓ. Η ετυμολογία της λέξης «Σούλι», πιθανότατα θα ήταν ευκολότερη, αν είχαμε στην Ελλάδα φιλολόγους ειδικευμένους στην ετυμολογία. Στη χώρα μας υπάρχουν περισσότεροι από 50.000 φιλόλογοι αλλά καμία και κανένας δεν έχει εξειδικευτεί στην ετυμολογία! Δυστυχώς, το φαινόμενο αυτό είναι παγκόσμιο, καθώς φαίνεται ότι εκατομμύρια απόφοιτοι Φιλολογικών Σχολών αποφεύγουν την ενασχόληση με αυτήν.Θολά και βαλτώδη νερά, μέσα στα οποία είναι πολύ εύκολο να βουλιάξει κανείς, τα νερά της ετυμολογίας κάνουν μια άκρως γοητευτική πλευρά των λέξεων, την προέλευσή τους, άκρως απωθητική…