Οι παραδόσεις
Οι παραδόσεις είναι διάφορες πληροφορίες, κυρίως προφορικές, οι οποίες σώθηκαν από γενιά σε γενιά και αναφέρονται στην ιστορία, στη θρησκεία, σε τοπωνύμια, σε ήθη και έθιμα κ.λ.π.
Οι παραδόσεις του χωριού Βέλλιανη
H Παναγία « Χάλασμα »
Η Παναγία Χάλασμα ιδρύθηκε τον 5ον ή 6ον μ.Χ. αιώνα ( Βλ.Γεώργιος Ρήγινος κ. Κασσιανή Λάζαρη : « Η Ελέα Θεσπρωτίας », Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα 2007, σελ. 96 κ. 97). Βρίσκεται στο λεκανοπέδιο της Παραμυθιάς και εντός των ορίων της Τοπικής Κοινότητας της Βέλλιανης. Τιμάται στη μνήμη της Ζωοδόχου Πηγής. Εντός των ερειπίων της από τα οποία πήρε και το όνομά της « Χάλασμα », υπάρχει σήμερα μικρό εκκλησάκι κτίσμα του έτους 1948.
(Για περισσότερες πληροφορίες βλ. periodikostep gr. : Η Παναγία Χάλασμα Α΄. και Β΄. μέρος )
Παραδόσεις
α. Η Μονή
Η Παναγία « Χάλασμα » σε άγνωστο χρόνο ήταν Μονή με ξενώνα και άλλους βοηθητικούς χώρους. Η ύδρευσή της γινόταν με υπόγειο κεραμιδένιο αύλακα από τη Βρύση της ΄Ανω Βέλλιανης, ευρισκόμενη σε μικρή απόσταση από τον ΄Αγιο Νικόλαο, εν μέσω μεγάλων λίθων και στο προβούνι της Αρχαίας Ελέας. Μετά το 1860 ύδρευε και άρδευε την ΄Ανω Βέλλιανη.
β. Η καταστροφή της Παναγίας « Χάλασμα »
Η Παναγία « Χάλασμα » καταστράφηκε από τη Μονοβύζα, επειδή, ενώ χρόνια της άναβε τα καντήλια, δεν τής έσωσε το παιδί, που τής πήρε ο λύκος από τη σαρμανίτσα. ΄Ετσι, μέσα στο θυμό της άρπαξε έναν μεγάλο λιθάρι από το βουνό Κορύλα και, αφού το εκσφενδόνισε εναντίον της, την μετέβαλε σε ερείπια.
(Βλ. Σπύρου Γ. Μουσελίμη : « Αρχαιότητες της Θεσπρωτίας », Γιάννινα 1980, σελ. 131)
H Μονή της Βέλλιανης
Η Μονή της Βέλλιανης ή η Μονή του Ιωάννου Προδρόμου, βρίσκεται ανατολικά της Τ.Κ. Προδρομίου και εντός των κοινοτικών της ορίων. Σύμφωνα με το λόγιο γιατρό Ιωάννη Λαμπρίδη, ιδρύθηκε το 738. μ.Χ. (Βλέπ. Ιωάννου Λαμπρίδη : « Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων », τόμ. Α΄. , σελ. 57 ). Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας βρισκόταν υπό την προστασία της γενιάς των Παξίων Βελλιανιτών.
(Για περισσότερες πληροφορίες βλ. periodikostep gr. : Το Μοναστήρι της Βέλλιανης )
Παραδόσεις
α. Η λίμνη
Νότια της Μονής της Βέλλιανης υπήρχε μικρών διαστάσεων λίμνη. Η λίμνη αυτή, μετά από μεγάλο σεισμό, που έγινε σε άγνωστο χρόνο, αφού καταπλακώθηκε από τη σωρεία των λίθων που κατέπεσαν από το βουνό Κορύλα, τα νερά της χύθηκαν στον υπόγειο ποταμό, πού, όπως λέγεται, εκβάλλει στον Αχέροντα.
(Βλέπ. Δημήτριος Παναγιωτίδης : « Η Βέλλιανη, τα πελασγικά αυτής τείχη και η μονή ». Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, 1899, τόμος 19, σελ. 149, β΄στήλη και 150, α΄. στήλη .
β. Ο υπόγειος ποταμός
Ο υπόγειος ποταμός, που διασχίζει την οροσειρά Κορύλα, κάνει την εμφάνισή του κατά τη διάρκεια των πολλών και συνεχών βροχοπτώσεων στη τοποθεσία Γαλατσίδα. Εδώ τα νερά του, μετά από υπόγεια βοή, αφού αφρισμένα και με πίεση εξέρχονται από βραχώδη σχισμή, χύνονται στον ομώνυμο λάκκο. Επίσημα δεν έχει επισκεφτεί την περιοχή Γεωλόγος για να ερευνήσει το μοναδικό αυτό στην περιοχή φαινόμενο… ( Πληρ. : Μπίκας Αριστοτέλης, πρώην γραμματέας της Βέλλιανης και του Δήμου Σουλίου)
Μετά τη Γαλατσίδα ο ποταμός υπόγεια διέρχεται κάτω από το σημερινό καθολικό της Μονής της Βέλλιανης, με αποτέλεσμα η τοιχοποιία του τόσο κατά το απώτερο παρελθόν όσο και μετά το 1960 να υφίσταται μεγάλες ρωγμές.
Συνεχίζοντας την υπόγεια ροή ο εν λόγω ποταμός εκβάλει στον Αχέροντα και συγκεκριμένα ανατολικά του χωριού Γλυκή και ακριβώς στο μέρος, που φέρει την ονομασία « Πηγές του Αχέροντα ».
Το νερό της Γαλατσίδας
Η τοποθεσία Γαλατσίδα βρίσκεται ανατολικά της Βέλλιανης και στους πρόποδες του Βουνού Κορύλα.. Το όνομά της το χρωστάει στο φυτό Γαλατσίδα που ευρέως φύεται στις πλαγιές της. Για το εν λόγω φυτό, πιστεύεται ότι, όταν το τρων τα γίδια, κατεβάζουν (προσφέρουν) πολύ γάλα.
Ο Καρυωτίτης συνταξιούχος μαθηματικός Ιωάννης Γεωργίου Σταύρου : « Θα έρθει εποχή, που μετά τις πρώτες βροχές, θα συγκεντρώνονται στη Γαλατσίδα οι νέοι της περιοχής, για να απολαύσουν την έξοδο του πρώτου νερού της. Και, με την εμφάνισή του, θα τραγουδούν και θα χορεύουν ».
(1) Η Φωτογραφία είναι από Αρχείο του Βελλιανίτη Δημητρίου Κωνσταντίνου Λώλου, Διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας Παραμυθιάς.
Το υπόγειο ποτάμι
Παλιά, στα χρόνια του τζαμιού, ζερβά της Γαλατσίδας
ποτάμι που δε φαίνεται, έβγαζε το νερό του
και πότιζε φθινόπωρο, άνοιξη, καλοκαίρι
τον κάμπο της Παραμυθιάς μέχρι και το Φανάρι.
Κι ήταν ο κάμπος όμορφος, γνωστός στον Κάτω κόσμο,
λουλούδια όλων των λογιών, παραδεισένια γύρη,
νερά, πλατάνια σκιερά, πουλιά, ελάφια, ψάρια,
τόπος Δικαίων διακοπών, Μάρτη, Απρίλη, Μάη.
Άπιστοι διώχνουν, κυνηγούν τον Άγιο του Κορύλα.
Κι αυτός με λόγια θεϊκά έπιασε την τσακίστρα,
και το νερό που πότιζε το διψασμένο κάμπο,
βγαίνει χειμώνα κι άνοιξη, το καλοκαίρι στύβει.
γ. Η μπούκλα του βοσκού
Στην Ασπρόσκαλα, τοποθεσία που βρίσκεται βορειοανατολικά της Μονής της Βέλλιανης και πλησίον του λατομείου της αρχαίας Ελέας, πάνω στη γυμνή πετρώδη πλαγιά του βουνού, υπήρχε μια μεγάλη τρύπα, από την οποία εξερχόταν κρύος αέρας και ακουγόταν μακρινή υπόγεια βοή. Εδώ, λένε ότι κάποτε ένας τράγος, αφού εξαφανιζόταν για μικρό διάστημα από το κοπάδι, επέστρεφε με βρεγμένη τη γενειάδα του. Ο βοσκός του κοπαδιού, βλέποντας βρεγμένη τη γενειάδα του τράγου, τον παρακολούθησε, επειδή στην περιοχή δεν υπήρχε πηγή νερού. Και, όλως περιέργως, διαπίστωσε ότι ενώ εισερχόταν στην παραπάνω μεγάλη τρύπα, εξερχόταν με βρεγμένη τη γενειάδα.
Είδος μπούκλας
(2) Φωτογραφία : Από το διαδ.: Ιχνηλατώντας τη Λαογραφία του Αυλώνα
Στη συνέχεια ο βοσκός, παίρνοντας τη μπούκλα του (ξύλινο δοχείο μεταφοράς ποσίμου ύδατος), θέλησε να κατεβεί κι αυτός εκεί που κατέβαινε ο τράγος, στα άδυτα της τρύπας, με σκοπό να τη γεμίσει με ύδωρ. Δυστυχώς όμως, όταν κατέβηκε ολίγα μέτρα, η μπούκλα τού έπεσε, χωρίς να καταλάβει που κατέληξε. Μετά από καιρό μετέβηκε στο Φανάρι (περιοχή του Αχέροντα), για να αγοράσει καλαμπόκι. Εδώ παλιά μετέβαιναν πολλοί Βελλιανίτες για εργασία ή για την αγορά καλαμποκιού ή ρυζιού (τσιλτίκι : μη αποφλοιωμένο ρύζι). Εκεί, στο σπίτι κάποιου Φαναριώτη, πίνοντας από τη μπούκλα νερό – έτσι έπιναν τότε – διαπίστωσε ότι η μπούκλα που κρατούσε στα χέρια του ήταν η δική του, που τού είχε πέσει στην τρύπα της Ασπρόσκαλας του Κορύλα. Αμέσως, γεμάτος περιέργεια, αφού είδε και το όνομά του, που είχε γραμμένο πάνω της, ρώτησε το Φαναριώτη πού βρήκε την μπούκλα αυτή. Κι ο Φαναριώτης αυθόρμητα τού απάντησε ότι τη βρήκε στην άκρη του ποταμού, χωρίς να έχει ακούσει ότι παραπόταμος του Αχέροντα διέρχεται υπογείως από το χωριό Βέλλιανη και μάλιστα ακριβώς κάτω από το καθολικό της Μονής της.
δ. Η γυναικεία Μονή
Το πρώτο καθολικό της Μονής της Βέλλιανης βρισκόταν νότια του σημερινού νεόκτιστου ξενώνα της. Σε ορισμένα βιβλία αναφέρεται ως παλαιά Βυζαντινή εκκλησία. Εδώ υπήρχε γυναικεία Μονή, τα αχνάρια της οποίας καταστράφηκαν, προκειμένου να κτίσουν τα νεότερα κτίσματα. Αρχαιολογικές ανασκαφές δεν έχουν πραγματοποιηθεί στη Μονή της Βέλλιανης.
(Βλέπ. Σπύρου Γ. Μουσελίμη : « Αρχαιότητες της Θεσπρωτίας », Γιάννινα 1980, σελ.176 – 177 )
Η πηγή Νεράκι
Ανεβαίνοντας παλιά πεζή για τη Μονή του Αγίου του Προδρόμου, μετά τον ΄Αγιο Νικόλαο της ΄Ανω Βέλλιανης και του μεγάλου ραδιού, αριστερά του Μονοπατιού βρίσκεται ακόμα σήμερα μικρή πηγή. Κάποτε ο Χρηστο – Παπάς (Παπαφώτης), πατέρας της Ελευθερίας, Δήμητρας και Βγένως, αφού συγκέντρωνε το νερό της σε δεξαμενή, πότιζε το παρακείμενο εκεί κτήμα του.
Παράδοση
Για το νερό της πηγής Νεράκι πιστεύεται ότι έχει ιαματικές ιδιότητες. Για την επαλήθευση της παράδοσης αυτής, το 1968 ο τότε Βελλιανίτης φοιτητής της Μαρασλείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας Αθηνών Γεώργιος Βασιλείου Μπίκας (σήμερα συνταξιούχος δάσκαλος), μετέφερε προς εξέταση δείγμα νερού της στο Χημείο του κράτους, το οποίο αποφάνθηκε αρνητικά.
Ο ΄Αγιος Αρσένης του Κορύλα
Ο ΄Αγιος Αρσένης της οροσειράς Κορύλα, τοπικός ΄Αγιος, μόναζε στην ομώνυμη σπηλιά του βουνού Ερημίτη, πλησίον του χωριού Μόρφη ή Μορφάτι. Από εδώ, αφού εκδιώχτηκε από τους Τούρκους, κατέφυγε στο χωριό Βέλλιανη, όπου με το ραβδί, για να σωθεί από τους διώκτες του, άνοιξε τρεις (3) σπηλιές. (Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Η σπηλιά του Αγίου Αρσένη στο όρος Κορύλα, periodikostep gr. )
Παραδόσεις
Οι τρεις σπηλιές του Αγίου Αρσένη
α. Η Γουρουνόγραβα (σημερινή ονομασία)
Η Γουρουνόγραβα βρίσκεται στην τοποθεσία « Σιούρο », και κάτω από τα χωράφια της Εκκλησιάς επί απότομης πλαγιάς. Στα νεώτερα χρόνια χρησιμοποιήθηκε για το σταβλισμό ζώων, όπως γουρουνιών, από τα οποία και πήρε το όνομά της (Γουρουνόγραβα). Δεξιά της μεγάλης εισόδου της σχηματίζεται κατά του χειμερινούς μήνες καταρράκτης από τα νερά της περιοχής που συγκεντρώνονται στο ρέμα Κασιανίδια και στη συνέχεια χύνονται στον λάκκο της Γαλατσίδας.
β. Η μικρή σπηλιά στο Κιόνι του Ζοργιάνη.
Ανερχόμενος κανείς το μονοπάτι του Κορύλα, μετά το Αλωνάκι, αντικρίζει όρθιο, το θεόρατο Κιόνι του Ζοργιάνη. Στη νοτιοδυτική πλευρά του διακρίνεται η μικρή σπηλιά, στην οποία η ανάβαση του ανθρώπου είναι πολύ δύσκολη. Λέγεται ότι σε αυτή ανέβαινε μόνο ο Βελλιανίτης Γεώργιος Μιχαήλ Ντάγκας. Στη ρίζα του μεγάλου αυτού βράχου, υπάρχει ακόμα σήμερα μικρή στέρνα, της οποίας το νερό στερεύει κατά το μήνα Αύγουστο. (Βλ. Το Κιόνι του Ζοργιάνη, periodikostep.gr)
Το Κιόνι του Ζοργιάνη, εν μέσω πυκνής βλάστησης, με τη σπηλιά του, ανοιχτού κοκκινωπού χρώματος (βλ. βέλος)
(3) Φωτό : Αρχείο Δημητρίου Κ. Λώλου (ό.α. , λεζάντα φωτογρ. 1)
γ. Η σπηλιά
Η σπηλιά του Αγίου Αρσένη, βρίσκεται επί απότομης πλαγιάς του Κορύλα και δεξιά της χαράδρας που χωρίζει τις δυο κοινότητες της Βέλλιανης και του Καρυωτιού. Στη νότια πλευρά της απαντάται μικρό σπήλαιο, για το οποίο πιστεύεται ότι υπήρξε η σκήτη του Αγίου. Το σπήλαιο αυτό οι πιστοί το διαμόρφωσαν σε μικρή εκκλησία, εντός της οποίας τελείται στη μνήμη του την πρώτη Κυριακή μετά τις οκτώ (8) του Μάη θεία Λειτουργία με την παρουσία πολλών πιστών.
Παραδόσεις που αναφέρονται στη σπηλιά του Αγίου Αρσένη
α. Η άνυδρη δεξαμενή
Ανερχόμενος κανείς το εσωτερικό της σπηλιάς του Αγίου Αρσένη, συναντά καθ’ οδόν, εκτός από το δάσος των σταλακτιτών, και σταλαγμίτες σε διάφορα σχήματα, όπως τσαντίλες, γιατί πιστεύουν ότι ο ΄Αγιος ήταν τσέλιγκας. Επίσης προβάλλονται μπροστά του και διάφορες δεξαμενές, ομοιάζουσες με μεγάλα καζάνια. Εντός των δεξαμενών αυτών συγκεντρώνεται κρύο νερό, με το οποίο ξεδιψούν τα διάφορα είδη πτηνών, κυρίως κουρούνες, που φωλιάζουν στις κρύπτες της σπηλιάς. Ανάμεσα στις δεξαμενές αυτές ξεχωρίζει μία ευμεγέθης και στρογγυλή, η οποία δεν συγκρατεί το νερό, που σταγόνα σταγόνα πίπτει εντός αυτής από την οροφή της σπηλιάς.
Για τη δεξαμενή αυτή, την άνυδρη, πιστεύεται ότι το νερό της χάθηκε, επειδή με αυτό έλουσε τα μαλλιά της άρρωστη Τουρκάλα. Άλλη δε πίστη αναφέρει ότι Τουρκάλα που βρέθηκε εδώ, αφού κακολόγιασε τον ΄Αγιο, έπεσε εντός αυτής και, αφού πνίγηκε, το νερό της εξαφανίστηκε.
β. Η Αγία Τράπεζα του Αγίου Αρσένη
Όταν για τους πιστούς το ταξίδι στο εσωτερικό της σπηλιάς φτάσει στο τέλος του, προβάλλονται μπροστά τους μικρά σκαλοπάτια πάνω από τα οποία διακρίνεται ένα μικρό πλάτωμα. Για το μικρό αυτό πλάτωμα πιστεύεται ότι είναι η Αγία Τράπεζα του Αγίου Αρσένη.
γ. Η μικρή τρύπα και η έξοδος της γάτας
Πάνω από την Αγία Τράπέζα διακρίνεται μικρή τρύπα, της οποίας η κατάληξη δεν μπορεί να υπολογισθεί, εξαιτίας του σκότους και των μικρών διαστάσεών της. Περίεργος όμως πιστός, όταν την αντίκρισε, θέλησε να εξακριβώσει που καταλήγει. Προς τούτο, αφού άφησε στην αρχή της τρύπας μία γάτα, τη συνάντησε την επομένη στην όπισθεν πλευρά του Κορύλα, διαπιστώνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι η σπηλιά ήταν διάτρητη.
(Πληροφορίες. ο Βελλιανίτης συνταξ. φύλακας αρχαιοτήτων, Ιωάννης Νικ. Κούρτης)
Το βουνό Κορύλας
Το βουνό Κορύλας (όρη της Παραμυθιάς) αρχίζει από την Κακιά Σκάλα, της Παραμυθιάς και τελειώνει στις πηγές του Αχέροντα. Η ονομασία Κορύλας είναι σλαβική και σημαίνει καμένο. Σε απόκρημνες σπηλιές του σώζονται η σκήτη του Αγίου Αρσένη στη Βέλλιανη και η σκήτη της Αγίας Παρασκευής στο Ζερβοχώρι – Καμίνι. Το ύψος του, σύμφωνα με τη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη, τόμος ΙΔ, σελ. 931, λήμμα Κορύλας, φθάνει μέχρι τα 1500 μ και γράφεται με ύψιλον (υ) και ένα λάμδα.
Ο Βελλιανίτης Αναστάσιος Ιωάννη Μπίκας, υπεύθυνος του καταστήματος « The Techstore (Παραμυθιά) στο Σταυρό του Κορύλα, κρατώντας χεριές νέου τσαγιού.
Το εικόνισμα με τον διακρινόμενο αριστερά σταυρό κατασκεύασε στη δεκαετία του 1950 ο Δημήτριος Ντόκος ( Μητσιο – Ντόκος ) από τη Φροσύνη Θεσπρωτίας (παλιά Κορύστιανη), ανάπηρος πολέμου κατά το Αλβανικό Μέτωπο (1940 – 1941)
(4) Η Φωτογραφία είναι από το Αρχείο του Αναστασίου Ιωάν. Μπίκα
Η Παράδοση
α. Ο Σταυρός του Κορύλα
Το 1776 ο Πατροκοσμάς ο Αιτωλός συνεχίζοντας της περιοδείες του, μετά την Παραμυθιά, επισκέφτηκε το χωριό Προδρόμι, όπου δίδαξε κάτω από το μεγάλο κυπαρίσσι του. Στη συνέχεια, για να μεταβεί στα Σκάπετα (Σουλιωτοχώρια) μαζί με τη συνοδεία πολλών ιερέων και πιστών, ανέβηκε το μονοπάτι του Κορύλα. Και, εξαντλημένος από την ανάβαση, όταν έφθασε στο στεφάνι του βουνού και κάθισε να ξεκουραστεί, έκανε το σταυρό του. Έκτοτε το μέρος αυτό ονομάζεται Σταυρός
β. Η Στέρα
Ανεβαίνοντας το μονοπάτι του Κορύλα, δεξιά από το Αλωνάκι υπήρχε παλιά μικρό δρομάκι το οποίο περνούσε από τη Στέρα και στη συνέχεια κατέληγε σε σταυροδρόμι πιο κάτω από το Σταυρό. Η στέρνα σκαλισμένη στη βάση ψηλού βράχου, ομοιάζουσα με κατσαρόλα, συγκέντρωνε το νερό που κατέρχονταν από σχισμή σε μικρή ποσότητα. Το νερό της, που σε παλιότερη εποχή κρατούσε σχεδόν όλο το καλοκαίρι, ξεδιψούσε αφ’ ενός μεν τους Σκαπατινούς και τους τσοπάνηδες του Κορύλα, αφ’ ετέρου δε τα πετούμενα και τα ζούδια του δάσους.
Η παράδοση
Στον καιρό της Τουρκοκρατίας ο ταχυδρόμος πήγαινε από την Παραμυθιά στα Σκάπετα μέσω του Μονοπατιού του Κορύλα με το άλογο μια φορά το μήνα. Δύο άνδρες της Βέλλιανης τού έκαναν καρτέρι στο Ζόρκο.
– Τι είσαι συ;
– Ταχυδρόμος.
– Πού πάς;
– Στα Σκάπετα.
– Στα Σκάπετα πάμε κι εμείς.
Ενώ ανέβαιναν μαζί, μπροστά ο ταχυδρόμος και πίσω αυτοί, τού έριξαν και σκότωσαν και τον ταχυδρόμο και το άλογο.
Μετά από καιρό, αφού είχαν τύψεις για το φόνο, πήγαν στον Δεσπότη της Παραμυθιάς για να εξομολογηθούν.
– Για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες σας, τούς είπε ο Δεσπότης, πρέπει να πάτε στον Κορύλα και κοντά στο Μονοπάτι που πάει στα Σκάπετα να σκάψετε μέχρι να βγει νερό, για να πίνουν οι διψασμένοι περαστικοί.
Πήγαν οι δυο άντρες και, αφού έψαξαν, βρήκαν ένα μεγάλο βράχο, που από τη σχισμάδα του έτρεχε λίγο νερό. Στη ρίζα του, αφού σκάλισαν την πέτρα, έφτιαξαν στέρα, μεγάλη περίπου όσο μια κατσαρόλα. Μέσα εκεί μαζεύονταν το νερό και το έπιναν οι περαστικοί ….
γ. Η Μονοβύζα.
Η Μονοβύζα, υπαρκτό πρόσωπο, ήταν προικισμένη με δυνάμεις ανώτερες από τη γυναικεία φύση. Είχε δικό της κάστρο με εκπαιδευμένο και καλά εξοπλισμένο στρατό. Στις μάχες που έδωσε με τους εχθρούς της ήταν αήττητη. Προκειμένου να πάρει πίσω το αίμα του χαμένου γιου της, με εκδικητική μανία μετέτρεψε σε ερείπια κάστρα, πόλεις, χωριά και εκκλησίες. Εξαιτίας των καταστροφών αυτών, λέγεται ότι οι Ηπειρώτες, και μόνο όταν άκουγαν το όνομά της, καταλαμβάνονταν από φόβο και αμαχητί εγκατέλειπαν τις εστίες τους. Το όνομά της οφείλεται στον ένα και μοναδικό δεξιό μαστό της. Τον έτερο μαστό, είχε αφαίρεσει η ίδια, για να μην την εμποδίζει στους πολέμους και στις διάφορες εργασίες.
Η Μονοβύζα έζησε πιθανότατα το 15ον αιώνα, και, παρά το γεγονός ότι έγινε θρύλος, σήμερα τη γνωρίζουν πολύ λίγοι.
(Βλέπ. Σπύρου Μουσελίμη « Το Πόποβο », Γιάννινα 1970, σελ. 83, 84, 85, 86 και 90 )
Για τη Μονοβύζα έχουν γράψει :
α. Ιωάννης Λαμπρίδης (1839 – 1891), « Πωγωνιακά », έκδ. 1889
« … Το πραγματικό της όνομα ήταν Αργυρώ. ΄Ηταν Χριστιανή και Αρβανίτισσα και μάνα του ηγεμόνα του Αργυροκάστρου. Και, όταν τούτο πολιορκήθηκε από τους Τούρκους, ο ηγεμόνας του κατέφυγε στην μεγάλη οικογένεια των Ηγουμενάτων της Καστάνιανης του Πωγωνίου. Εδώ κάποιος από τους Ηγουμενάτες τον σκότωσε και του πήρε τον πλούτο που έφερνε μαζί του. Όταν δε η Μονοβύζα πληροφορήθηκε το χαμό του παιδιού της, όχι μόνο μετέτρεψε σε ερείπια όλες τις πόλεις της Ηπείρου, αλλά και μέχρι το 1818 μ.Χ. οι παπάδες από την ΄Αρτα μέχρι την περιοχή της Νερόπολης διάβαζαν μετά τη Θεία Λειτουργία αφορισμό του Πατριάρχη της Πόλης :
« Καταραμένη η Καστάνιανη και αφορισμένοι οι Ηγουμενάτες ». …
β. Κώστας Κρυστάλλης ( 1868 – 1894), ο τραγουδιστής του βουνού και της στάνης, « ΄Απαντα », εκδόσεις αυλός, σελ. 273
(Ο Κώστας Κρυστάλλης ονομάζει τη Μονοβύζα Αργύρω)
ΑΡΓΥΡΩ Η ΜΟΝΟΒΎΖΑ
« Αμέτρητοι οι Τούρκοι πλακώσανε στ’ Αργυρόκαστρο. Το ζώσαν σφιχτά σφιχτά με τα πλήθη των και γυρεύουν από τα βασιλικά του τα κλειδιά.
Τα κλειδιά κρεμασμένα στις ντάπιες του κάστρου μου τά’ χω, αποκρίνεται αυτός, ελάτε να τα πάρετε
Βασιλιάς ήταν ο μοναχογιός ο μικρός της Αργύρως. Μαθαίνοντας τον ερχομό της, κλείνει μονομιάς τες χοντρές σιδερόπορτες του κάστρου και στέλνει χαρτιά στους γειτόνους του, ζητώντας βοήθεια. Του κάκου όμως. Κανένας δεν αποκοτάει να του οπλώσει βοηθητικό χέρι ….
Η μάνα του η Μονοβύζα, που νυχτόημερα δούλευε την επανάσταση κρυμμένη μέσα στο Αργυρόκαστρο, μαθαίνει του γιου της το σκοτωμό. Με λαχτάρα σκώνεται μονομιάς μανιασμένη σαν λύκαινα, ζώνεται τ’ άρματα τα ματωμένα από χιλιάδες σκοτωμένους του πεθαμένου τ’ άντρός της, χύνεται σαν δρυμόχολο και σαν θολούρα με τους δικούς της στο κάστρο της μέσα, διώχνει τους Τούρκους, γίνεται πάλε της χώρας κυρά, παίρνει τετρακόσια παλικάρια Αρβανιτόπουλα μαζί της και καβάλα πλακώνει λυσσασμένη στην Καστάνιανη. Απλώνει το χαλασμό γύρα της. Ερμιά και χάρος τώρα στους τόπους εκείνους. Λιθάρι δεν αφήνει απάνω σε λιθάρι. Γκρεμίζει και τον στοιχειωμένο πύργο της Αρμίνιστας.
Παίρνει τ’ άλλα χωριά αράδα και τα βιλαέτια και χαλνάει και ξεθεμελιώνει, ως το Δέλβινο κι ως την Τσαμουριά. Ερήμαξε η μεγάλη γενιά των Ηγουμενάτων. ΄Αλλοι χαλάστηκαν, άλλοι πήραν τα μάτια τους κι έφευγαν σε ξένες χώρες, όπου επρόφταιναν να γλυτώσουν. Δεν μπόρεσε όμως για να τους αφανίσει η Αργύρω ολότελα. Και με το παράπονο τούτο στα χείλη της εξεψύχησε. Τέτοια λύσσα έθρεφε μέσα της για τους φονιάδες του γιου της και με χαλασμούς τέτοιους ξαγόρασε το αίμα του, η Αρβανίτισσα. Και σαν να μην έφταναν οι χαλασμοί της οι τόσοι, βγάνει κι αφορεσμό και κατάρα στις εκκλησιές. Από τα πέρατα τ’ Αργυροκάστρου ως τα χωριά της ΄Αρτας και της Τσαμουριάς, εδιάβαζαν ακόμα εδώ κι εκατό χρόνια τώρα οι παπάδες στες εκκλησιές την κατάρα της Μονοβύζας :
Καταραμένη η Καστάνιανη, αφορεσμένη η γενιά των Ηγουμενάτων
Τέτοιαν τη μολογάν τη βασίλισσα του Αργυρόκαστρου, την Αργύρω, με το ένα ολομόναχο και μεγάλο δεξί της βυζί, όπου το’ριχνε σαν πλεξίδα στους πλάτες της πίσω. Σήμερα στα χωριά του τόπου εκείνου με βαθιά ανατριχίλα θυμούνται το όνομα της ακόμα κι οι γυναίκες. Κι όσες βολές στη βρύση και στη γειτονιά, στο δάσος και στο βουνό, ανάβει το μάλωμά τους, φωνάζει αγριεμένη η μια της άλλης :
– Θα να με κάνεις, μωρή, να γίνω Μονοβύζα »
Παράδοση
Το λιθάρι της Μονοβύζας
Η Μονοβύζα, βασίλισσα στο κάστρο της Ελέας, είχε για Βίγλες τα μικρά κάστρα, στην Ασφάκα (Ζερβοχώρι) στο Σεβαστό και στη Γκρίκα. Ενώ με το τσεκούρι της είχε απομονώσει και πελεκήσει ολόκληρο μεγάλο λιθάρι, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει στο πλησίον της κάστρο, τής έφεραν
Το Λιθάρι της Μονοβύζας βρίσκεται επί πλαγιάς του Κορύλα, στα σύνορα των Τ.Κ. Βέλλιανης – Καρυωτίου. Κομμένο με μαστοριά από μεγάλο βράχο, στέκεται όρθιο και ασπρόμαυρο απ’ το πέρασμα του χρόνου, με εμφανείς τις τσεκουριές από το τσεκούρι της Μονοβύζας (βλ. βέλος).
Οι τσεκουριές στη ρίζα σου, δεν κλείνουν με το χρόνο, για να θυμίζουν στις γενιές το σκοτωμένο γόνο…
(5) Φωτό . : Κωνσταντίνος Γεωργίου Τάχιας ( Πανεπιστήμιο Στουτγκάρδης ).
το θλιβερό μαντάτο ότι ο γιος της, που πολεμούσε στη Γκρίκα, κινδύνευε από τους εχθρούς του. Αμέσως άφησε το κόψιμο του λιθαριού και, δρασκελίζοντας την απόσταση, όταν έφθασε στην Γκρίκα, αντίκρισε το γιο της νεκρό.
Βαρύς ο πόνος για τη μάνα Μονοβύζα. Έκλαψε και πόνεσε τόσο πολύ για το χαμό του παλικαριού της, ώστε δεν επέστρεψε στον Κορύλα για να αποτελειώσει το κόψιμο του λιθαριού.
΄Ετσι, το λιθάρι της, που σήμερα ονομάζεται « λιθάρι της Μονοβύζας » παράμεινε όρθιο, αλώβητο στο πέρασμα των χρόνων και με άσβηστες στη βάση του τις τσεκουριές της.
Πρόταση
Οι μαθητές κυρίως της Β/βάθμιας Εκπαίδευσης, όταν επισκέπτονται την αρχαία Ελέα, δύνανται, αφού πεζή διανύσουν το βόρειο χωματόδρομο, απόστασης περίπου πεντακοσίων (500 ) μ. να φθάσουν στο υπόστεγο της γράβας του Μπούλμου. Από εδώ, ατενίζοντας προς το βορρά, αντικρίζουν απέναντι το λιθάρι της Μονοβύζας, και δεξιά του τη Σπηλιά του Αγίου Αρσένη.
06.04.2024
Μάριος Αναστασίου Μπίκας