Του π. Ηλία Μάκου
Παραγωγοί, σε κατάσταση απελπισίας, σε χωριό της Θεσπρωτίας με κάμπο, κοντά στα Ελληνοαλβανικά σύνορα, μας έλεγαν πρόσφατα ότι έχουν οι ίδιοι, αλλά και όλοι σχεδόν στην περιοχή, όπως και πολλοί στην υπόλοιπη Ελλάδα, μεγάλο πρόβλημα με τη συγκομιδή καρπού, αλλά και με άλλες εργασίες στα χωράφια, λόγω έλλειψης εργατικών χεριών.
Μέχρι τα τελευταία χρόνια υπήρχαν διαθέσιμοι Αλβανοί, σε πολλούς τομείς εργασίας, και όχι μόνο σε αγροτικές απασχολήσεις, οι οποίοι παρακαλούσαν για δουλειά και ήταν αποδοτικοί.
Από τη μια το σχετικά μικρό μεροκάματο, από την άλλη οι σκληρές συνθήκες, που εργάζονταν, έκανε τους Αλβανούς, τους περισσότερους, να αναζητήσουν καλύτερη εργασία και υψηλότερες απολαβές σε άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν γνωρίζουμε αν βρουν κι εκεί ό,τι ονειρεύονται, γιατί οι οικονομικές προοπτικές είναι ανασφαλείς παντού -πάντως ελπίζουν σε κάτι καλύτερο – ενώ άλλοι, οι λιγότεροι, έφτιαξαν ένα “κομπόδεμα” και γύρισαν πίσω στη χώρα τους να στήσουν εκεί τις δικές τους δραστηριότητες.
Έτσι, σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, ο αριθμός των νόμιμων μεταναστών αλβανικής καταγωγής φαίνεται ότι έχει μειωθεί κατά 200.000 την τελευταία πενταετία. Περίπου 40.000 Αλβανοί φεύγουν κάθε χρόνο από τη χώρα μας, ενώ γύρω στις 380.000 ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα, ενώ παλαιότερα ξεπερνούσαν το μισό εκατομμύριο.
Οι Έλληνες νέοι, στην πλειοψηφία τους, παρά τη δύσκολη οικονομική κατάσταση, που διέρχονται, αρνούνται να δουλέψουν στα χωράφια, γιατί θεωρούν ότι θα πέσουν θύματα εκμετάλλευσης ή ότι οι συνθήκες είναι δύσκολες ή ότι δεν τους ταιριάζουν και δε τους αξίζουν τέτοιες δουλειές (καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή και όταν δεν έχεις τη δυνατότητα επιλογής οφείλεις να εργάζεσαι παντού), ενώ την ίδια στιγμή έχουν συνηθίσει σε έναν άλλο τρόπο ζωής και ικανοποιούνται με τα επιδόματα και τις, μικρής χρονικής διάρκειας, συμβάσεις (4μηνα ή οκτάμηνα) σε δημόσιους οργανισμούς ή ευκαιριακές απασχολήσεις σε καφετέριες κ.λπ..
Αλλά υπάρχουν και γονείς, που σου λένε ότι δεν το μεγάλωσα εγώ το παιδί μου ή δεν το σπούδασα για να πάει στα χωράφια, προτιμώ να το ταΐζω εγώ μέχρι να πεθάνω… Και μετά;
Οι λίγοι Αλβανοί, που έχουν απομείνει ως εργάτες γης, πέρα από το ότι είναι περιζήτητοι και δεν επαρκούν, απαιτούν, πλέον, και υψηλά ημερομίσθια, αφού καταλαβαίνουν πως είναι απαραίτητοι.
Έτσι παραγωγοί, ακόμη και στην ακριτική Ήπειρο, έχουν αρχίσει να απασχολούν εργάτες γης από την Ινδία, προκειμένου να διαχειριστούν την κρίσιμη γι’ αυτούς κατάσταση, που έχει προκύψει.
Έχουν διαμορφωθεί έτσι τα πράγματα στην Ελλάδα, κακώς, κατά τη γνώμη μας, που σε ορισμένους τομείς, όπως είναι ο αγροτικός, ο οποίος είναι καίριας σημασίας για τη χώρα μας, να λείπουν εργατικά χέρια και να στηριζόμαστε αποκλειστικά και μόνο στους μετανάστες.
Σαφώς και οι μετανάστες, εφόσον βρίσκονται νόμιμα στην Ελλάδα, πρέπει να έχουν δικαίωμα στην εργασία, βεβαίως και πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα, αναμφίβολα είναι χρήσιμοι. Κανένας λόγος περί αυτού.
Ωστόσο και οι νέοι στη χώρα μας οφείλουν να εγκαταλείψουν το πνεύμα του “ωχαδερφισμού” και να μην απαξιώνουν ορισμένες εργασίες, δεν υπάρχουν σπουδαίες και ανάξιες, όλες είναι απαραίτητες και έχουν την αντικειμενική τους αξία, και να τις αποφεύγουν, τη στιγμή, μάλιστα, που δεν μπορούν να ακολουθήσουν το επάγγελμα, που επιθυμούν. Όταν τους προσφέρονται να προστρέχουν και να μην προτιμούν να κάθονται άπρακτοι και άπραγοι στο σπίτι ή να περιμένουν το “μάνα εξ ουρανού” ή να επιδίδονται σε δουλειές του ποδαριού.
Την ίδια στιγμή χρέος του κράτους είναι να ελέγχει αν τα μεροκάματα είναι ικανοποιητικά και καταβάλλονται σωστά, αν δεν αποφεύγεται η ασφάλιση των εργαζομένων και να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα.
Η κοινωνία μας ας μην συνεχίσει να είναι άμοιρα απροσανατόλιστη και έρμαιο τυφλών δυνάμεων. Αλλά η ίδια να πάρει την τύχη της στα χέρια, ώστε να αποφεύγονται συμπιέσεις, καταπιέσεις και αντιδράσεις.
Μοίρα του ανθρώπου, ευχή και κατάρα μαζί, είναι η δουλειά. Και αν ο φιλόσοφος είπε ότι ο άνθρωπος γεννιέται για να πεθάνει, χωρίς μεγάλη δυσκολία θα μπορούσε να πει κανείς ότι στο δρόμο “προς το μοιραίο”, όπλο και σύντροφος και λύση, είναι η εργασία.
Η εργασία δεν έχει σαν στόχο της μόνο τη δημιουργία όρων για άνετη διαβίωση, δηλαδή μόνο τις υλικές απολαβές. Πέρα απ’ αυτό, που είναι ο βασικός σκοπός της εργασίας, αυτή πρέπει να γεμίζει τη ζωή και να της δίνει νόημα. Να γεννά στην ψυχή του ανθρώπου ικανοποίηση και να γίνεται μέσο για την καλυτέρευσή του.
Μαζί με την εξυπηρέτηση του ίδιου του ατόμου, η εργασία, ως παραγωγή προϊόντων ή προσφορά υπηρεσιών, είναι συνεισφορά στο κοινωνικό σύνολο.
Υ. Γ.: Θα σκεφθεί ίσως κανείς, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, δεν έχει σημασία, ότι ένας “βολεμένος” κάνει τον… εξυπνάκια και παραδίδει μαθήματα εκ του ασφαλούς περί εργασίας. Δεν έχουμε τέτοια πρόθεση, την αγωνία μας εκφράζουμε, ως προβληματισμό, από την όσμηση του αδιεξόδου και την αναζήτηση διεξόδου. Τίποτα περισσότερο…
Πηγή: Εφημερίδα “Political”