Του π. Ηλία Μάκου
Μια πράξη δίνει άπειρα θετικά παραδείγματα και δημιουργεί επίσης αμέτρητα υποδείγματα. Πρόσφατα, σ’ ένα απόμακρο μέρος, στην ακριτική Θεσπρωτία, βαφτίστηκαν τρία παιδάκια Ρομά τοπικού καταυλισμού με αξιέπαινη πρωτοβουλία γυναικών υπαλλήλων της Κοινωνικής Πρόνοιας, οι οποίες έγιναν νουνές.
Οι Ρομά θέλουν αγάπη, για να μπορέσουν να κοινωνικοποιηθούν, άσχετα αν πολλοί από αυτούς δεν θέλουν να απεγκλωβιστούν από τα κοινωνικά στερεότυπά τους.
Η κοινότητα των Τσιγγάνων ή Αθίγγανων ανέρχονται σήμερα στην Ελλάδα σε περίπου 160.000 με 200.000 ανθρώπους, σύμφωνα με το Roma European Report του 2020.
Και έχει δύο όψεις το νόμισμα. Από τη μια είναι θύτες με παραβατικότητα, ενσυνείδητη κοινωνική περιθωριοποίηση και ζουν σε καθεστώς ανομίας. Και από την άλλη είναι θύματα ρατσιστικών συμπεριφορών και βίας ενίοτε.
Έτσι εξακολουθούν να ζουν απομονωμένοι, αναπτύσσοντας έναν ιδιότυπο «πολιτισμό» με μάγια, κατάρες και λοιπά. Τα παιδιά συχνά λογοδίνονται ή παντρεύονται από την ηλικία των 10 με 15 ετών και κάνουν οικογένεια.
Αλλά και ζώντας μια ζωή ιδιόρρυθμη, κλέβοντας αντικείμενα ή κάνοντας διαρρήξεις σε σπίτια και γενικά ενεργούν ανεξέλεγκτα, αφού και στα υπαίθρια γλέντια, που οργανώνουν, κλείνουν με κάδους και αυτοσχέδια παραπήγματα τους δρόμους.
Συνήθως στρέφουμε την προσοχή μας επικριτικά και επιτιμητικά στους Ρομά (Αθίγγανους, όπως τους ξέρουν οι πολλοί), όταν πρόκειται για παραβατικές πράξεις τους (που δεν λείπουν, και μάλιστα, όπως προκύπτει από τελευταία στοιχεία, είναι πολλές)
Κατά τα λοιπά, όμως, τους έχουμε ως κοινωνία αφημένους στο περιθώριο, εγκαταλελειμμένους στην ανέχειά τους και παρατημένους στην τύχη τους, ενώ η Πολιτεία, μαζί και η Τοπική Αυτοδιοίκηση, παρά τα κατά καιρούς ευρωπαϊκά προγράμματα οικονομικής στήριξης των Ρομά, δεν κάνει ουσιαστικές παρεμβάσεις για την κοινωνική ένταξή τους, την κοινωνική ενσωμάτωσή τους , χωρίς η ενσωμάτωση να σημαίνει ομοιομορφία, αλλά κοινωνικοποίηση με τη δυνατότητα της ανάπτυξης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους.
Αυτό δεν επιτυγχάνεται με μέτρα καταστολής (όπου και όταν χρειάζεται, βέβαια, πρέπει να εφαρμόζονται , προκειμένου να μην διασαλεύεται η έννομη τάξη και η δημόσια ασφάλεια), ούτε με σχέδια χωρίς αντίκρισμα, που στην πραγματικότητα είναι εκθέσεις ιδεών.
Όταν μιλάμε για κοινωνική ένταξη των Ρομά, εννοούμε ισότιμη πρόσβαση σε στέγαση, εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη και εργασία, τα αυτονόητα δηλαδή, και άρση του αποκλεισμού τους από τη χάραξη δημόσιων πολιτικών.
Έκθεση-καταπέλτης του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρει πως στην Ελλάδα το 96% των Ρομά ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ το 81% των γυναικών Ρομά δεν εργάζεται. Ωστόσο και σε άλλα κράτη των Βαλκανίων και της Ευρώπης το ίδιο θλιβερή είναι η κατάστασή τους.
Πρέπει να το καταλάβουμε πως όσο αντιμετωπίζονται μόνο με τη λογική της απομόνωσης και με τη δύναμη της ισχύος, τόσο θα διαπιστώνουμε ότι είναι σαν να επιχειρούμε να γεμίσουμε το τρύπιο “πιθάρι των Δαναΐδων” και πως δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, που δεν οδηγεί πουθενά. Μακάρι να γίνει αντιληπτό γρήγορα το αδιέξοδο.
Οι Ρομά δεν είναι παιδιά ενός κατώτερου Θεού, αλλά άνθρωποι-συνάνθρωποί μας, πολίτες-συμπολίτες μας, που αξίζουν να ζουν ευπρεπώς και αξιοπρεπώς και όχι γκετοποιημένοι.
Από κατοίκους των παραπηγμάτων ας τους κάνουμε ενοίκους της καρδιάς μας, ώστε να πάψουν να βιώνουν συνθήκες διακρίσεων, διαχωρισμού και αθιγγανοφοβίας.
Ο ισχυρισμός κάποιων ότι οι ίδιοι αρνούνται τον πολιτισμικό και βιοτικό εναρμονισμό και έχουν επιλέξει ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής και δράσης, που εμφανίζει ιδιαίτερα αντικοινωνικές και αντιδραστικές και εγκληματικές, ενίοτε, πτυχές, δεν είναι επαρκής.
Αν δεν παρέχεις ευκαιρίες με πραγματικό ενδιαφέρον και αληθινή αγάπη στον άλλο, ώστε να μην αισθάνεται ψυχικά και συμπεριφορικά, αλλά και πρακτικά, ξένος και αποκομμένος, δεν του δίνεις τη δυνατοτητα να δοκιμάσει κάτι το διαφορετικό, από αυτό, που βιώνει, και στο οποίο είναι (αυτο)εγκλωβισμένος. Και σίγουρα δεν μπορείς να τον κερδίσεις.
Το παράδειγμα στη Θεσπρωτία, το οποίο προαναφέραμε, με τις δύο υπαλλήλους, που βάφτισαν αθιγγανόπουλα, αλλά και από το παρελθόν, πέντε και πλέον δεκαετίες πίσω, όταν ο αείμνηστος Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης βάφτισε ένα πλήθος αθίγγανων, που ήταν άστεγοι και περιπλανώμενοι και τους έχτισε σπίτια για να μένουν.
Τους κατηγορούμε, συχνά, αβασάνιστα, για διάφορες παρεκτροπές, αλλά τι έπραξε το κράτος, τι πράξαμε εμείς, ώστε να αλλάξει η νοοτροπία τους και να μην συνεχίζονται από γενιά σε γενιά οι διάφορες παραλλαγές παραβάσεων, εγκλημάτων και επαιτείας εκ μέρους τους, αφού με αυτό τον κώδικα χαρακτήρα ανατρέφεται η πλειοψηφία των Ρομά;
Οι Ρομά είναι άξιοι, δεν είναι άψυχοι, δεν είναι για περιφρόνηση, δεν είναι για τη ναφθαλίνη, δεν είναι για τη λάσπη, ώστε να αφήνονται να λιώνουν στη μιζέρια του μικρόκοσμού τους και στη στειρότητα μιας άθλιας βιοπάλης, που έχει ως αποτέλεσμα να μετατρέπουν την αδικία, που νιώθουν, σε αδικήματα.
Είναι άξιοι για να ζουν και να απολαμβάνουν ό,τι είναι αξία. Το μήνυμα-δικαίωμα της ισότητας, της δικαιοσύνης και της εργασίας πρέπει να γίνει το ταχύτερο πράξη και αναφαίρετο απόκτημά τους.
Η ζωή ανήκει σ’ όλους και τίποτα δεν έχει μεγαλύτερη σπουδαιότητα από τον άνθρωπο. Δεν είναι ορθό να παραμένουν υποβαθμισμένοι άνθρωποι και να… χάνονται μέσα στη φθορά της απαξίας και της υποτίμησης, αλλά σωστό είναι να αναβαθμιστεί η διάθεση και η προσπάθεια για να σωθεί έστω και ένας άνθρωπος, όποιας φυλής και αν είναι.
Ο Πιραντέλλο στο έργο του “Έτσι είναι, όταν έτσι το νομίζετε”, υποστήριξε ότι η μόνη πραγματικότητα είναι αυτή, που φαίνεται και ότι κάθε άλλη, έστω και βαθύτερη, είναι σαν να μην υπάρχει , αφού δεν τη βλέπουν οι άλλοι. Ως ένα σημείο αυτό είναι αληθινό.
Όμως σε κάθε άνθρωπο ενυπάρχουν όχι μόνο όσα στοιχεία αναγνωρίζουν οι άλλοι, αλλά τόσα, όσα είναι, ή μπορεί να είναι στο μέλλον οι εκδηλώσεις του.
Αν οι Ρομά αντικρίσουν φως στον ορίζοντα, που θα συνοδεύεται με ειλικρινείς προθέσεις, οι αντιδράσεις τους θα είναι διαφορετικές και θα έχουν θετικό προσανατολισμό.
Ο άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος. Δεν είναι μόνο καλός ή κακός, αλλά και τα δύο μαζί. Και το καθένα από αυτά φανερώνεται ανάλογα με τη στιγμή, με τις περιπτώσεις, με τους απέναντί του, με το τι εισπράττει συναισθηματικά και με το τι τον επηρεάζει επί της ουσίας.
Πηγή: Εφημερίδα ” Political”, 8/8/2024