Γράφει ο Μιχάλης Μπότσαρης, φιλόλογος
Μετά από μια πενταετία συνεχούς διαμονής στον τόπο καταγωγής στην περιφερειακή ενότητα Θεσπρωτίας για διάφορους λόγους και κυρίως λόγω της πανδημίας, θα ήθελα να παραθέσω μερικές από τις απόψεις μου ως επισημάνσεις και βιώματα για την περιοχή μας. Μετά τη αποφοίτησή μου από το Γυμνάσιο Παραμυθιάς και στη συνέχεια από τη Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων σταδιοδρόμησα επαγγελματικά εκτός Ηπείρου και κυρίως στην Αθήνα, χωρίς να εγκαταλείψω τις συνεχείς επισκέψεις και επαφές μου πολλές φορές ετησίως με τη γενέτειρα περιοχή, Παλαιοχώρι Φιλιατών. Επομένως δεν έμεινα μακριά και χωρίς επίγνωση των εξελίξεων την τελευταία πεντηκονταετία. Με το Σύλλογο του χωριού μου στην Αθήνα αλλά και μεμονωμένα συμμετείχα σε πολιτιστικά δρώμενα και οικολογικές δράσεις του τόπου καταγωγής.
Η σημερινή κατάσταση στη Θεσπρωτία έχει αλλάξει δραματικά επί τα χείρω. Μόλο που η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση με ορμή τις πρώτες δεκαετίες μετά το 1960 και για πενήντα σχεδόν χρόνια μαζί με την πρόοδο της χώρας ανανέωσε τις Κοινότητες με νέες κατοικίες, σχολεία, εκκλησίες, οδοποιίες, υδροδότηση, ηλεκτροδότηση, καλλιέργειες, αναδασμούς, σπουδές νέων, πληθώρα επιστημόνων και οικονομική άνθηση μέχρι την οικονομική κρίση της χώρας, ο τόπος την τελευταία 15ετία, κυρίως, γνώρισε όλα τα αρνητικά που παρουσιάζει σήμερα με τάση ισχυρή περαιτέρω επιδείνωσης. Οι αιτίες; Γνωστές σ ε όλους, ενδημούντες και μη.
Η τάση, αρχικά, για καλύτερη ατομική και οικογενειακή ζωή, για εργασία με υψηλότερες αποδοχές, για ευρύτερη και ποιοτικότερη παιδεία των νέων και η προσαρμογή σε νέα μοντέλα καλλιέργειας, κτηνοτροφίας και στις σύγχρονες τεχνολογίες, με έσοδα κυρίως τις γνωστές επιδοτήσεις της υπαίθρου και την Ευρωπαϊκή Ένωση, σταδιακά οδήγησαν στην εγκατάλειψη της γης, την καταστροφή των υποδομώ, την ανεργία, τη φυγή από τα χωριά κ.α., με σωρευμένα χρέη κακοδιαχείρισης και σπατάλης.
Η τάση φυγής νέων οικογενειών σήμανε την απαρχή μιας δεύτερης φάσης μετανάστευσης, που δυνάμωσε με ένα κύμα επιστημόνων για εργασία όχι μόνο σε χώρες του εξωτερικού (Ευρώπη, Αμερική) αλλά και της ενδοχώρας προς μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και εδώ με άξονα την Ηγουμενίτσα και τα περίχωρά της, κυρίως, για λόγους παιδείας των νέων. Έτσι έκλεισαν σχεδόν όλα τα μονοθέσια και διθέσια δημοτικά σχολεία, οργανώθηκαν σχολικά κέντρα με δαπανηρή μεταφορά μαθητών, τεχνικές σχολές με ανάλογη μεταφορά φοιτώντων, που κι αυτά σταμάτησαν τη λειτουργία τους μερικά λόγω έλλειψης μαθητών. Το ίδιο συνέβη με αστυνομικούς σταθμούς, κοινοτικά ιατρεία και αργότερα με την κατάργηση της παλιάς Κοινοτικής Αυτοδιοίκησης με τους Γραμματείς κάθε Κοινότητας. Ανάλογη συρρίκνωση υπέστη και ο ενοριακός κλήρος με ευθύνη Πολιτείας και Εκκλησίας, θέματα που συνέτειναν στην εντονότερη ερήμωση της υπαίθρου.
Πού, λοιπόν, είμαστε σήμερα ως τόπος, κάτοικοι και ως μέλλον; Η ύπαιθρος με όλα τα χωριά της σε κάθε επαρχία διατρέχει μια τάση ερήμωσης, έντονης εγκατάλειψης, φθοράς, απαξίωσης και καταστροφής. Οι τρεις Δήμοι της Θεσπρωτίας, όλοι στον ίδιο ρυθμό: συρρικνώνονται, ρημάζουν, διαλύονται και κυρίως η πόλη των Φιλιατών, που έχει καταντήσει μια νεκρόπολη εν εξελίξει, χωρίς βιβλιοπωλείο, πρακτορείο Τύπου, που μόνο κάθε Πέμπτη παρουσιάζει μια πενιχρή λαϊκή αγορά και κίνηση, ενώ τις υπόλοιπες μέρες ερήμωση και ακινησία. Και αν δεν υπήρχε το Γ. Νοσοκομείο, δεν θα είχε λόγο και ρόλο να ζει κάποιος εκεί, έστω και ως συνταξιούχος. Λιγότερη παρακμή παρουσιάζει ο Δήμος Παραμυθιάς, ενώ ο Δήμος Ηγουμενίτσας αντιστέκεται στη ραγδαία φθορά και μικροενισχύεται.
Τόσο η Περιφέρεια όσο και οι Δήμοι παρακολουθούν τα τεκταινόμενα με ανησυχία, ίσως, αλλά χωρίς κανένα σχέδιο και καμιά δράση ανάσχεσης της παρακμής και της ερήμωσης. Ας είμαστε, όμως, ρεαλιστές: Τα χωριά μας θα εξακολουθήσουν να αδειάζουν, οι οικογένειες με παιδιά για παιδεία και σπουδές δεν μπορούν να ζήσουν στα χωριά, οι εκκλησίες θα λειτουργούν μία φορά το δίμηνο, τα σχολεία εκτός έδρας των Δήμων θα κλείσουν και μικρό το κακό, γιατί μόνο στο θέμα της σχολικής φοίτησης υπάρχουν σωστές λύσεις για μεταφορά των μαθητών σε πολυδύναμα σχολικά κέντρα. Το θέμα της υγείας εξυπηρετείται, έστω και δύσκολα, με τις περιοδείες υγειονομικών και μπορεί να βελτιωθεί. Η εξυπηρέτηση πολιτών με τραπεζικά καταστήματα δυσχεραίνει, αλλά η εξέλιξη οδηγεί σε επιτελικές μορφές εξυπηρέτησης με σύγχρονες μεθόδους και από απόσταση. Δύσκολη είναι η φροντίδα και εξυπηρέτηση των ηλικιωμένων που διαμένουν ακόμη σε οικισμούς, όχι μόνο για φροντίδα διατροφής τους αλλά και για την προστασία της υγείας και παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Κέντρα διαμονής και προστασίας ηλικιωμένων μπορούν να λειτουργήσουν και σε μερικά εγκαταλελειμμένα σχολικά κτήρια, αλλά χρειάζονται τις σχετικές υποδομές και την ειδική στελέχωση εργαζομένων, που ασφαλώς προϋποθέτει οικονομική στήριξη. Επομένως δεν μπορεί να υπάρξει αναστροφή χωρίς επαρκή εξυπηρέτηση ατόμων μεγάλης ηλικίας στα χωριά τους.
Άρα; Εδώ εστιάζονται οι άμεσες δράσεις των Δήμων όχι για αναζωογόνηση της υπαίθρου. Αυτό είναι αδύνατο πια, αλλά για διατήρηση σε υποφερτό και ανεκτό επίπεδο της διαμονής στα χωριά τους όσων μπορούν και για τακτική επίσκεψη σ’ αυτά και όσων από αγάπη στον τόπο, που έχουν και το χρόνο, την οικογενειακή άνεση και τη δυνατότητα να επιστρέφουν συχνά πυκνά, για να συντηρήσουν το σπίτι, να φροντίσουν ένα κλήμα, να φυτέψουν κάποια δέντρα, να καθαρίσουν ένα αμπέλι κ.α., δηλαδή, να ξοδέψουν, να δώσουν μεροκάματα σε κάποιον οικοδόμο, τεχνίτη, εργάτη, που θέλει να ζήσει στην περιοχή, να ενισχύσει όσους ασχολούνται με τον επισιτισμό, τις μικροκαλλιέργειες, την κτηνοτροφία, το μικρό εμπόριο και ό,τι άλλο προσφέρει κάποιο μεροκάματο και εισόδημα στους εναπομείναντες μόνιμους κατοίκους.
Για να γίνουν όλα αυτά, ένα χωριό θέλει μικροφροντίδα από τον Δήμο της περιοχής. Πρώτα το οδικό δίκτυο επιβάλλεται να είναι λειτουργικό, ακίνδυνο, φροντισμένο ως οδόστρωμα, με ορατότητα, σήμανση, συντήρηση σε αγωγούς ομβρίων υδάτων και φωτισμό. Το ίδιο οι εσωτερικοί χώροι κάθε χωριού θέλουν φροντίδα, μικροβελτιώσεις φθορών, αισθητική ανάπλαση, όπου απαιτείται, επιδιορθώσεις σε εκκλησίες, κοιμητήρια, αγροτικούς δρόμους, γεφύρια, ετήσια αποψίλωση οδών, απομάκρυνση φερτών υλικών και ξεριζωμένων δέντρων. Κυρίως, συντήρηση, υγιεινή, υδροδότηση των οικισμών, ηλεκτροδότηση και συστηματική συλλογή απορριμμάτων.
Ευρύτερα σήμερα υπάρχουν και άλλα σοβαρά θέματα χωρίς καμιά φροντίδα. Σε κανένα χωριό, εδώ και δεκαετίες, δεν υπάρχει συντήρηση και βελτίωση των παλαιών πηγών υδροδότησης των οικισμών. Οι παλιές βρύσες κάθε χωριού έχουν εγκαταλειφθεί όλες στη φθορά και τον αφανισμό. Μπορεί και συμβαίνει συχνά σε κάποιο χωριό να υπάρξει διακοπή από βλάβη της υδροδότησης. Τι κάνουμε τότε; Μπορούν όλοι να προμηθευτούν την ίδια μέρα πόσιμο νερό από το εμπόριο, ώσπου να αποκατασταθεί μια βλάβη; Έστω μια βρύση σε κάθε χωριό οφείλει να είναι σε σταθερή υγιεινή χρήση. Είναι πολύ δύσκολο;
Ακόμη σε κάθε χωριό δεσπόζουν ερημωμένα έξοχα σχολικά κτήρια έτοιμα να καταρρεύσουν, να μείνουν χωρίς στέγη, πόρτες, παράθυρα, με αυλές αδιαπέραστες από χόρτα και μικρή βλάστηση που ματώνουν την ψυχή και προκαλούν απογοήτευση. Σε μερικά χωριά μετατράπηκαν άλλα σε πολιτιστικά κέντρα ή σε ξενώνες, γιατί έχουν ακόμη ενδιαφερομένους να τα αξιοποιήσουν. Ζήτησαν οι Δήμοι από την Πολιτεία να νομοθετηθεί η αξιοποίησή τους ακόμη και ως πώληση σε ενδιαφερομένους; Είναι καλύτερα τα ερείπια; Ας βρουν όποια άλλη λύση σκεφτούν. Είναι ντροπή η τωρινή κατάσταση. Το ίδιο συμβαίνει με τα κτήρια που ήταν κάποτε κοινοτικά Γραφεία. Ούτε αυτά μπορούν να διατεθούν σε ενδιαφερομένους για αξιοποίηση; Τόσο πλούσια είναι η χώρα και οι Δήμοι για να εκκολάπτουν ερείπια;
Υπάρχει και από την Πολιτεία μια μικροψυχία και κακομοιριά που συντείνει στην ερήμωση. Το περίφημο πρόγραμμα «Εξοικονομώ κατ΄ οίκον» βάζει αδικαιολόγητους περιορισμούς σε όσους ενδιαφέρονται να ενταχτούν σ ‘ αυτό. Τι θα πει πρώτη κατοικία; Πώς να είναι πρώτη κατοικία σ’ έναν που εργάζεται όχι μόνο στην πόλη του, ακόμη και πιο μακριά; Ένας που θέλει να βελτιώσει το σπίτι του στο χωριό, αλλά ζει για παράδειγμα στην Ηγουμενίτσα, τα Γιάννενα ή στην Αθήνα, γιατί να αποκλείεται η ένταξή του σ’ αυτό; Στο χωριό όπου θα βελτιώσει το σπίτι, θα δαπανήσει 5πλάσιοα ή 10πλάσιοα, θα δώσει μεροκάματο στον ντόπιο οικοδόμο, τον ηλεκτρολόγο, τον υδραυλικό, τον ξυλουργό, τον έμπορο ηλεκτρικών, τον ανειδίκευτο εργάτη, τον ντόπιο κάτοικο, που θα έχει κάποιο μεροκάματο και καθημερινή απασχόληση. Με τη συχνή επίσκεψη στον τόπο θα αφήσει οικονομίες στην τοπική κοινωνία, εργατική, εμπορική, επικοινωνιακή κ.α., αλλά και θα συντηρήσει την περιουσία του, θα φροντίσει την ελιά, τα αμπέλια, το χωράφι, θα φυτέψει δέντρα, θα δώσει μεροκάματα σε άτομα με γεωργικά μηχανήματα, θα συντηρήσει έναν αγροτικό δρόμο, θα προκαλέσει μια φροντισμένη παραγωγή, θα είναι πηγή ενίσχυσης του μικροεισοδήματος των κατοίκων του χωριού και τόσα άλλα, που αδυνατεί να σκεφτεί ο μυωπικός νομοθέτης του προγράμματος «Εξοικονομώ…». Η ένταξη χωρίς περιορισμό όσων αιτούνται αυτήν θα παρασύρει τον ενδιαφερόμενο σε τέτοιες δράσεις που θα κρατήσει ζωντανή την περιοχή, χωρίς ο ίδιος να αποσβέσει ποτέ την επένδυσή του. Αλήθεια τα έχει σκεφτεί κανένας Δήμαρχος ή Περιφερειάρχης αυτά; Μήπως ως επιχείρημα θα μπορούσαν να ενταχθούν χωρίς περιορισμούς στο πρόγραμμα αυτό οι παραμεθόριες περιοχές ;
Αντί, όμως, να υπάρξουν τέτοιες δράσεις και φροντίδες, ακούμε φαιδρολογίες για ανάσχεση της παρακμής με εγκατάσταση μεταναστών, με αναζωογόνηση οικισμών χωρίς προοπτικές διαβίωσης των κατοίκων. Παλαιά αρδευτικά έργα κακής τεχνολογικής εφαρμογής και ασύνετου προγραμματισμού εγκαταλείφτηκαν, χιλιάδες στρέμματα αρδεύσιμης γης έγιναν βοσκότοποι αδαπάνως, τα δίκτυα αχρηστεύτηκαν, η λειτουργία τους ήταν πολυδάπανη, οι ατασθαλίες ατιμώρητες, τα χρέη ανεξόφλητα. Η Πολιτεία, σε αρμοδιότητα Περιφέρειας κοιμάται ή σφυρίζει αδιάφορα, οι παράγοντες και οι φορείς βγαίνουν στους δρόμους αντιδρώντας, για να μη γίνει τίποτε, ούτε να στηθούν ανεμογεννήτριες στη Μουργκάνα, ούτε ασφαλτικά στη Σαγιάδα ούτε φράγματα στον Καλαμά, ούτε έρευνες για πετρέλαιο στην ξηρά, ούτε βελτίωση υποδομών στο λιμάνι Ηγουμενίτσας, όπως παλιά ούτε εργοστάσιο Κλωστουφαντουργίας στο Φιλιάτι ούτε… ούτε… ούτε…, μέχρι ούτε στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, ούτε στον εμβολιασμό, ούτε στις νέες ταυτότητες από το Ηγουμενείο Γηρομερίου, ούτε νέοι παπάδες στα χωριά, ούτε ελέγχους στην παραοικονομία κ.α. φαιδρά και παράλογα. Η πρωτεύουσα του πάλαι ποτέ Νομού σε πλήρη εγκατάλειψη, τόσο στην πρόσβαση όσο και στη λειτουργικότητά της. Πάνω από μια πενταετία διαρκεί η διαπλάτυνση και μονοδρόμηση της πρόσβασης και εξόδου προς Β.Α. σε μήκος 2,5 χιλιομ. περίπου με αντιλειτουργικό σχεδιασμό, στενότητα κυκλοφορίας, έλλειψη διαγράμμισης, χωρίς διαχωρισμούς θέσεων στάθμευσης και οδικής σήμανσης, με ανυπαρξία ονομασίας οδών, έλλειψη στην αρίθμηση οικοδομημάτων, με φθαρμένα πεζοδρόμια, λακκούβες ανθρωποκτόνες, δέντρα ακλάδευτα, πλατάνια καχεκτικά, πράσινο ανύπαρκτο, καθαριότητα απελπιστική, φθαρμένες διαγραμμίσεις σε διαβάσεις πεζών, με χειρόγραφα πανό σε κόμβους και συνθήματα μίζερης πολιτικής σκέψης και αντιδημοκρατικής μεμψιμοιρίας, που στην πρωτεύουσα αυτή η χρήση πανό επιβιώνει σταθερά σε αντίθεση με ό,τι έχει πάψει να ισχύει στην υπόλοιπη χώρα. Μόνη ανθρώπινη περιοχή στην πόλη είναι το νότιο τμήμα της, από την παλιά Νομαρχία μέχρι τη στροφή με τις αποθήκες τσιμέντων και το νέο λιμάνι, ίσως γιατί η πώληση αυτού συνετέλεσε στη σημερινή ανάπλασή της.
Ας αναφερθούμε και στην πανάκριβη αγορά της Ηγουμενίτσας, που χρόνια τώρα πρωτοπορεί σε παράλληλη κατάσταση ακρίβειας με το Κολωνάκι, τη Μύκονο, τη Σαντορίνη κ.α., ενώ ο παραγωγικός ιστός αγαθών, κυρίως, οπωροκηπευτικών έχει εξαφανιστεί από τη Θεσπρωτία. Από τις 96 θέσεις πωλητών στη λαϊκή αγορά της Ηγουμενίτσας λειτουργούν σταθερά 2-3 μόνο και οι άλλες χρόνια τώρα σωριάζουν ακαθαρσίες και σκουπίδια.
Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα. Η Θεσπρωτία πρωτοπορεί σε συρρίκνωση πληθυσμού, ερήμωση υπαίθρου, εγκατάλειψη οικισμών, στασιμότητα καλλιεργημένων εδαφών, εκμηδένιση παραγωγής οπωροκηπευτικών, μείωση κτηνοτροφίας, καταστροφή υποδομών υπαίθρου, αδιαφορία ανάπλασης χώρων για συντήρηση φυσικών πηγών ύδρευσης, για φθορά οδικού δικτύου, για ανεκμετάλλευτα κτήρια Σχολείων και Γραφείων Κοινοτήτων, για προστασία οικολογικών τόπων, για έργα ανάπλασης και παραγωγής. Μόνο η ζωοτροφία και η κτηνοτροφία προσφέρουν λίγα προϊόντα στην τοπική αγορά και όλα τ’ άλλα εισάγονται από Πρέβεζα, Καστοριά, Φλώρινα, Ημαθία και Πιερία κ.α. Το κόστος ζωής κατέστη αρκετά υψηλό για επαρχία. Περιφέρεια Ηπείρου και Δήμοι Θεσπρωτίας αδρανούν με τυπική παρουσία στις ανάγκες των ανθρώπων και της ζωής. Ο κατήφορος χωρίς ανάσχεση. Μόνο παρεμβάσεις με επιτελικό σχέδιο, μείωση της ερήμωσης μπορεί να κρατήσει κάπως ζωντανό τον τόπο, κυρίως με την προσφορά κινήτρων, επιστροφής, επίσκεψης και συντήρησης περιουσιών, έστω από ολίγους ετεροδημότες που για συναισθηματικούς, κυρίως, λόγους, προτίθενται να αναπλάσουν τα παλιά οικογενειακά σπίτια, να συντηρήσουν τις κτηματικές περιουσίες, να δαπανήσουν για τον κήπο, την ελιά, το αμπέλι, το χωράφι και να προσφέρουν μεροκάματο στους εναπομείναντες μόνιμους κάτοικους και να αναζωογονήσουν την τοπική αγορά και τις μικροεπιχειρήσεις της περιοχής.
Σε λίγες μέρες θα διεξαχθούν εκλογές για τα αιρετά αξιώματα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Πολλοί οι υποψήφιοι, πολλές οι παρατάξεις, κάθε συνδυασμός και το πρόγραμμά του. Όλοι μιλούν για αγώνες και στόχους, όλοι χρεώνουν στο κράτος τα προβλήματα ή στις αντίπαλες παρατάξεις. Είδατε πουθενά να αποτελούν στόχο κάτι από τα προτεινόμενα στο κείμενο αυτό; Μην απορούμε ούτε να διαμαρτυρόμαστε για τη σημερινή τραγική κατάσταση. Αυτήν την κατάσταση θα ζούμε γιατί εμείς εκλέγουμε- ψηφίζουμε αυτούς που συνέβαλαν στη δημιουργία της, μαζί, ασφαλώς, με όλους εμάς που παραιτηθήκαμε από το χρέος μας ή εμποδίζουμε κάθε προσπάθεια ανάσχεσης της παρακμής.
Ο συνάδελφος Μιχάλης Μπότσαρης αναδεικνύει με το άρθρο του αυτό τα πάμπολα προβλήματα της Θεσπρωτίας βάζοντας το μαχαίρι στο κόκκαλο, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και προτείνει ρεαλιστικές λύσεις τις οποίες πρέπει να τις έχουν ως μπούσουλα οι νέες Δημοτικές και Περιφερειακές Αρχές.
Θερμά συγχαρητήρια!