Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα
Ο θάνατος του Κίτσιο Μπίκα και οι Μπικαίοι της Βέλλιανης
Ιστορικά δρώμενα
Ο Κριμαϊκός πόλεμος
Ο Κριμαϊκός πόλεμος διεξήχθη μεταξύ της Ρωσίας και των συμμαχικών δυνάμεων, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, της Γαλλίας και της Αγγλίας.
Άρχισε το 1853 και τελείωσε το 1856 με νίκη των συμμαχικών δυνάμεων.
Ονομάστηκε δε κριμαϊκός πόλεμος, επειδή το κέντρο των μαχών κατά τα τελευταία έτη ήταν κυρίως η Κριμαία.
Η Ηπειρωτική Επανάσταση
Η Ηπειρωτική Επανάσταση ή Επανάσταση της Ηπειροθεσσαλίας άρχισε το Φεβρουάριο του 1854 εναντίον των Τούρκων και τελείωσε το Μάιο του ιδίου έτους με ολοκληρωτική ήττα των επαναστατών. Η αποτυχία της οφείλεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο είχε ταχτεί με το μέρος της ηττημένης Ρωσίας.
Ο θάνατος του Κίτσιο Μπίκα
Μοναχογιός ο Κίτσιος, γεννήθηκε στην Καταμάχη των Ιωαννίνων. Ο πατέρας του, ο Λάμπρος Μπίκας, σκοτώθηκεστην Ηπειρωτική Επανάσταση του 1854, πολεμώντας εναντίον των Τούρκων. Ο Θείος τουο Δημήτρης Μπίκας, μετά την αποτυχία της επανάστασης αυτής, νύχτα πήρε την οικογένειά του, τη χήρα του αδερφού του Λάμπρου, τη Λάμπραινα, με το γιο της τον Κίτσιο και την επίσης χήρα του άλλου αδερφού του, του Γιώργου, μαζί με τα παιδιά της, το Μάρκο (11 ετών) και τις δυο κόρες κι ήρθαν στο Μοναστήρι της Βέλλιανης, τη Μονή του Ιωάννου του Προδρόμου :
Ανάμεσα στο Δημήτρη Μπίκα και τον Ιερομόναχο Ηγούμενο Λεόντιο διεξήχθη η παρακάτω συζήτηση :
– Ηγούμενε, Λεόντιε, του είπε ο Δημήτρης. Έρχομαι από την Καταμάχη μαζί με την οικογένειά μου και τις οικογένειες των αδερφών μου, που σκοτώθηκαν, πολεμώντας εναντίον των Τούρκων. Άλλο εκεί δεν μπορούσαμε να μείνουμε. Φύγαμε νύχτα, και κανείς από τους χωριανούς μας δεν ξέρει ότι ήρθαμε εδώ. Μαζί μας έχουμε τα γίδια, τα ρούχα που φορούσαμε και όσα πράγματα χωρούσαν τα σακούλια μας.
– Τέκνο μου, το μοναστήρι μου δεν γλίτωσε από τη μανία των Τούρκων. Το έκαψαν κι άρπαξαν όλο το βιος του. Εγώ πήρα το δισκοπότηρο με τα Άγια Λείψανα και τα ’κρυψα στη Μονή της Μίχλας, στην Οσδίνα. Ύστερα επέστρεψα και τώρα μένω στο Μετόχι του στο Βοϊνίκο (σ.σ. σήμερα Προδρόμι). Το μοναστήρι για να επισκευαστεί θέλει χρήματα, τα οποία, ίσως, μου δώσουν οι Βελλιανίτες των Παξών, στην προστασία των οποίων βρίσκεται η Μονή της Βέλλιανης.
Οι Τούρκοι για να καταπνίξουν την Ηπειρωτική Επανάσταση κατάστρεψαν το χωριό μας, τη Βέλλιανη, κι όλα τα άλλα χωριά της περιοχής και σκότωσαν τους άνδρες τους ή τους πήραν αιχμάλωτους στα Γιάννενα . Μέσα σε αυτούς τους αιχμάλωτους ήταν και η μάνα μου, που ζούσε στη Σέλλιανη (σήμερα Αγία Μαύρα). Εσείς προσωρινά πάτε σε μια γράβα του βουνού και σιγά σιγά να εγκατασταθείτε κάτω από το Κάστρο. Εκεί μένουν οι Νταγκαίοι που και αυτοί ήρθαν εδώ από άλλο μέρος. Είναι καλοί άνθρωποι και δε θα σας δημιουργήσουν προβλήματα.
Ο Κίτσιο Μπίκας, παλικάρι δεκαοχτώ χρονών, φύλαγε τα γίδια του στα πλάγια του Κορύλα. Οι θείες του, ο ξάδερφός του ο Μάρκος και οι δυο ξαδέρφες του ασχολούνταν με διάφορες αγροτικές δουλειές. Κι ο Δημήτρης αφού ερεύνησε την περιοχή, πήγε στους Νταγκαίους :
– Πατριώτες, τους είπε… Έρχομαι από την Καταμάχη μαζί με την οικογένειά μου και τις δυο οικογένειες των σκοτωμένων αδελφών μου. Όταν άρχισε η Ηπειρωτική Επανάσταση, εμείς πήραμε τα όπλα και πήγαμε στο Λευτροχώρι όπου κλείσαμε τη Σκάλα της Παραμυθιάς. Οι Τούρκοι που ήταν στο χωριό το ’βαλαν στα πόδια. Μετά από δυο μέρες ήρθε ένα ασκέρι, το οποίο, αφού δεν μπόρεσε να μας καταλάβει, γύρισε στα Γιάννενα. Οι σφαίρες μάς τελείωσαν. Βοήθεια από την ελληνική κυβέρνηση δεν μάς έστειλαν. Τα τούρκικα στρατεύματα κατέλαβαν σιγά σιγά όλα τα γύρω χωριά. Το δικό μας η Καταμάχη αμυνόταν, αλλά τελικά καταλήφθηκε. Όλα τα σπίτια του τα έκαψαν. Τους περισσότερους άντρες τούς σκότωσαν και λίγοι που γλίτωσαν τούς πήραν αιχμάλωτους. Εγώ σώθηκα, αλλά πώς; ένας θεός το ξέρει. Ανέβηκα πάνω σε ένα ψηλό πουρνάρι, ενώ από κάτω περνούσαν οι Τουρκαλάδες με τα τουφέκια στη σκανδάλη. Για λίγο στάθηκε δίπλα μου μια τουρτούρα (τριγόνα, αγριοπερίστερο) κι όταν με είδε, πέταξε με θόρυβο. Ευτυχώς που δεν κοίταξαν προς τα φύλλα του πουρναριού. Αν κοίταζαν, μπορεί και να μέ έβλεπαν. Εκεί στο πουρνάρι κάθισα μέχρι το βράδυ. Ύστερα με προφύλαξη κατέβηκα και πήγα πάνω στο βουνό. Τα αδέρφια μου ο Γιώργος και ο Λάμπρος, τραυματισμένα πιάστηκαν αιχμάλωτοι και, επειδή δεν μπόρεσαν να αντέξουν τα βαριά βασανιστήρια, πέθαναν. Ύστερα πέταξαν τα νεκρά κορμιά τους στο δρόμο. Κρυφά τα πήρα και τα έθαψα χωρίς παπά στο μοναστήρι της Παναγίας. Ένας Τούρκος, που παλιά έμενε στο χωριό και τον είχα τσοπάνο στα γίδια, ήρθε κρυφά και μου είπε να φύγουμε το γρηγορότερο, γιατί θα έρθουν Τούρκοι στρατιώτες και δε θα αφήσουν κανέναν ζωντανό. Ακόμα και τα μικρά παιδιά θα εξοντώσουν, γιατί φοβούνται μήπως, όταν μεγαλώσουν, πάρουν εκδίκηση. Έτσι άρχισα να σκέφτομαι τη φυγή. Πού όμως να πήγαινα; Ζήτησα τη συμβουλή του ηγούμενου του μοναστηριού μας. Από δω να φύγετε αμέσως, μου είπε. Και, αν μπορέσετε, να πάτε στο μοναστήρι της Βέλλιανης. Εκεί είναι ο Ιερομόναχος Λεόντιος. Αυτός θα σάς βοηθήσει. Έτσι, φύγαμε νύχτα από το χωριό και ήρθαμε στο μοναστήρι της Βέλλιανης, το οποίο βρήκαμε όλο καμένο και τον ηγούμενό του να μένει στο Βοϊνίκο. Πήγα, τον βρήκα και μού συνέστησε να έρθω εδώ κοντά σας και να φτιάξω μια καλύβα, για να βάλουμε μέσα το κορμί μας. Άνοιξη είναι και ο καιρός σιγά σιγά θα ζεστάνει.
– Δημήτρη, του είπε ο πιο γέροντας των Νταγκαίων. Κι εμείς, για να γλιτώσουμε από τους Τούρκους, αναγκαστήκαμε να φύγουμε από το χωριό μας. Ένας Τούρκος ατίμασε μια αδερφή μας, η οποία δεν μπόρεσε να αντέξει την ατίμωση και πέθανε. Εμείς βρήκαμε τον Τούρκο, τού στήσαμε καρτέρι και τον σκοτώσαμε. Οι άλλοι Τούρκοι όταν έμαθαν το φόνο, ξεσηκώθηκαν κι ήθελαν να πάρουν το αίμα του πίσω. Εμείς αυτό το καταλάβαμε και φύγαμε από το χωριό μας. Πού να πηγαίναμε; Ήρθαμε στον ηγούμενο του μοναστηριού της Βέλλιανης και στην αρχή μάς έκρυψε στα κελιά του. Ύστερα, αφού αλλάξαμε το επίθετό μας, φτιάξαμε εδώ πρώτα μια καλύβα και μετά αυτό το σπίτι[1].
– Και ποιο είναι το χωριό σας και το πραγματικό σας επίθετο;
– Θα σου τα πούμε Δημήτρη. Πρώτα όμως πρέπει να γνωριστούμε πιο καλά.. Οι Τούρκοι έχουν όλα τα πόστα πιασμένα. Και πολλές φορές, για να επιτύχουν το σκοπό τους, δίνουν πολλά ανταλλάγματα. Ακόμα πληρώνουν και λεφτά.
– Δηλαδή πατριώτη πρέπει να προσέχω τι λέω; Μπορεί και οι πέτρες να έχουν μάτια κι αυτιά;
– Έτσι είναι. Ξέρεις πόσοι χριστιανοί, για να σώσουν την περιουσία τους, αλλαξοπίστησαν κι έγιναν Τούρκοι, παίρνοντας τούρκικα ονόματα κι επίθετα; Και όχι μόνο αυτό. Στράφηκαν και εναντίον των Χριστιανών. Τους πρόδωσαν τα σχέδια που είχαν εναντίον των Τούρκων. Κι αυτοί έγιναν μετά σκληρότεροι και από τους Τούρκους.
– Σ’ ευχαριστώ πολύ. Θα κάνω κι εγώ ό,τι κάνατε κι εσείς.
Έτσι ο Δημήτρης έφτιαξε μια μεγάλη καλύβα με χοντρά ξύλα που έκοψε από το δάσος του μοναστηριού και μέσα μπήκαν και οι τρεις οικογένειες. Ανατολικά από την καλύβα τους υπήρχε το σπίτι των Νταγκαίων και λίγο πιο πάνω η αρχαία βρύση της Ελέας με τις δυο μεγάλες πέτρινες κάνουλες, που έβγαζε από τα σπλάχνα του Κάστρου το άφθονο νερό, κατάλληλο για πόση, και αρκετό για το πλύσιμο των ρούχων και για το πότισμα των κήπων.
Ο Κίτσιος Μπίκας στα Τζαφύρια[2], όπου υπήρχαν δυο μεγάλα λιθάρια, έφτιαξε τα γρέκια για τα τριακόσια γίδια του. Δίπλα τους κατασκεύασε ένα μικρό χαγιάτι και κοιμόταν εκεί τα βράδια, έχοντας απ’ έξω το μεγάλο σκυλί, το Γκιοσούλη, που, όταν πλησίαζε ο λύκος, γκλαφούνιζε δυνατά και τον κυνηγούσε κι όταν περνούσαν ξένοι στο δρόμο (το μονοπάτι του Κορύλα), που οδηγούσε στα Σκάπετα (Σουλιωτοχώρια), λάγιαζε και δεν έβγαζε γκλαφουνιά.
Κάθε πρωί και κάθε βράδυ η Λάμπραινα, η μάνα του Κίτσιου, έβγαινε στη Ράχη, στην άκρη του χωριού, αγνάντια, και φώναζε :
Ω, ρε Κίτσιο.
Ω, ρε Κίτσιο.
Κι ο γκιοσούλης μόλις την άκουγε, γκλαφούνιζε χαρούμενος. Κι η Λάμπραινα καταλάβαινε ότι όλα ήταν καλά και γύριζε ήσυχη στις δουλειές της.
Ένα πρωί νωρίς πήρε το δρόμο για τη Ράχη. Το βράδυ είδε στον ύπνο της άσχημο όνειρο. Είδε πως ο Κίτσιος της παντρευόταν. Ο κόσμος τραγουδούσε και χόρευε. Και την ώρα που πήγαιναν να πάρουν τη νύφη, ο Κίτσιος χάθηκε. Τρόμαξε η Λάμπραινα. Ξύπνησε και το μυαλό της πήγε στο μοναχογιό της. Ο ύπνος δεν την ξαναπήρε. Και, μόλις χάραξε, βγήκε πάλι στη Ράχη κι άρχισε να φωνάζει :
Ω, ρε Κίτσιο.
Ω, ρε Κίτσιο.
Κι ο γκιοσούλης;
Ο γκιοσούλης, αντί να γκλαφουνίσει, όπως τις άλλες φορές, άρχισε να αργουλιέται. Ιδρώτας κρύος κύλησε στο πρόσωπό της. Ένα ρίγος πέρασε όλο το κορμί της. Το όνειρο που είδε στον ύπνο της, γύριζε με κάθε λεπτομέρεια στο μυαλό της. Κάτι κακό συνέβηκε στο παιδί μου, συλλογίστηκε. Τρέχοντας γύρισε στην καλύβα, και, παίρνοντας μαζί της τον κουνιάδο της, το Δημήτρη και το Νικόλα Ντάγκα, πήγαν στα γρέκια του Κίτσιου, φωνάζοντας συνέχεια το όνομά του. Τα γίδια του ήταν όλα κλεισμένα στα μαντριά κι ο Γκιοσούλης πιο κάτω, πάνω σ’ ένα μικρό τσιουμπάρι (μικρό φυσικό ύψωμα), που, μόλις τους άκουγε, αργουλιόταν.
Οι δυο άντρες και η Λάμπραινα έμειναν σκεφτικοί χωρίς να αλλάξουν αναμεταξύ τους κουβέντα. Καθένας έκανε τις σκέψεις του για τον Κίτσιο και μάλιστα όχι καλές. Ο Δημήτρης είπε κάτι σιγανά στο Νικόλα και οι δυο τους κατευθύνθηκαν προς το μέρος που ήταν ο Γκιοσούλης, αφήνοντας τη Λάμπραινα στα μαντριά. Μόλις έφθασαν εκεί, είδαν δίπλα του τη μαύρη κάπα να σκεπάζει κάτι που δε φαινόταν. Με τρόπο την τράβηξαν και αντίκρισαν από κάτω τον Κίτσιο σφ… στα τέσσερα κομμάτια. Το τσιουμπάρι που βρήκαν νεκρό τον Κίτσιο, οι Βελλιανίτες μέχρι πρόσφατα το ονόμαζαν το Κιβούρι[3] του Κιτσιο – Μπίκα.
– Και ποιος σκότωσε τον Κίτσιο;
Ο πιο γέροντας των Νταγκαίων φώναξε μια μέρα το Δημήτρη και σιγανά, πολύ σιγανά του είπε :
– Δημήτρη, όταν ήρθατε στη Βέλλιανη, έπρεπε να είχατε αλλάξει[4] ο επίθετό σας. Αν το ’χατε αλλάξει, ο Κίτσιος σήμερα θα ζούσε. …
Την πληροφορία αυτή οι Μπικαίοι, αν και όλοι την έμαθαν, δεν την είπαν σε κανέναν από τους απογόνους τους. Δεν άνοιξαν το στόμα τους για την αιτία του χαμού του Κίτσιου. Κι ο Κίτσιος, που χάθηκε στα δεκαοχτώ χρόνια της ζωής του, με ύπουλο τρόπο και στο σκοτάδι της νύχτας, δε λησμονήθηκε από τους συγγενείς του, τους Μπικαίους της Βέλλιανης, γιατί πολλοί απ’ αυτούς έφερναν, φέρνουν και θα φέρνουν το όνομά του, αν και δε γνωρίζουν με λεπτομέρεια την ιστορία του χαμού του.
Οι Βέλλιανίτες που πήραν το όνομα Κίτσιος (Χρήστος)
Στη μνήμη του Κιτσιο –Μπίκα οι παρακάτω Βελλιανίτες πήραν το όνομα Κίτσιος (Χρήστος) :
Ο Κίτσιο Μπίκας (1879 – 1933 ), γιος του Μάρκο Μπίκα και πατέρας του Θωμά και Σωτήρη Μπίκα. Έζησε και πέθανε στην Πάνω Βέλλιανη.
Ο Κίτισιος Μπίκας, γιος του Παναγιώτη Μπίκα, ράφτης το επάγγελμα, μετοίκησε στο Καλπάκι των Ιωαννίνων, όπου παντρεύτηκε, δημιούργησε οικογένεια και απεβίωσε.
Ο Κίτσιο Μπίκας, γιος του δάσκαλου Φώτο Μπίκα. Σκοτώθηκε στον εμφύλιο.
Ο Τάκης (Χρήστος, Κίτσιος) Μπίκας, γιος του Θωμά Μπίκα, συνταξιούχος σήμερα της αρχαιολογίας, (φύλακας αρχαιοτήτων)
Εκτός από τους ανωτέρω υπήρξαν και άλλοι Βελλιανίτες, οι οποίοι πήραν το όνομα Κίτσιος, αλλά απεβίωσαν σε νηπιακή ή εφηβική ηλικία.
Οι Μπικαίοι της Βέλλιανης
Ο Δημήτρης Μπίκας είχε μια κοπέλα, τη Μαρία, την οποία πάντρεψε με τον Φώτο Μπόρο από την Κορύστιανη ( Σήμερα Φροσύνη του Δήμου Σουλίου ). Και, επειδή ήταν φτωχός, τον πήρε σώγαμπρο και του έδωσε το επίθετό του, Μπίκας.
Από το Φώτο Μπόρο και τη Μαρία Μπίκα γεννήθηκαν δύο αγόρια :
Ο Παναγιώτης Μπίκας (πατέρας του Γκέλη Μπίκα και των άλλων Μπικαίων ) και ο Ιωάννης Μπίκας (1865 – 1928) (πατέρας του Τσίλη Γιάννη ( Μπίκα ).
Ο Μάρκος Μπίκας ανιψιός από αδερφό του Δημήτρη Μπίκα παντρεύτηκε τη Ζωίτσα από το σόι των Νταγκαίων της Βέλλιανης και απόκτησε μαζί της τέσσερα αγόρια το Θόδωρο (παππού του γράφοντος), το Λάμπρο (πεθερό του Παπαχρήστου – Φιλίππου), το Γιωργάκη (πεθερό του Νάσιο Αντωνίου) και τον Κίτσιο (πατέρα του Θωμά και Σωτήρη Μπίκα), τα οποία έζησαν και πέθαναν στην Πάνω Βέλλιανη και δυο κόρες, τη Βασίλω και τη Γκέλω, από τις οποίες η Βασίλω παντρεύτηκε τον Ιωάννη Νικολάου – παππού του Γιάννη Νικολάου.
Οι δυο αδερφές του Μάρκου Μπίκα παντρεύτηκαν στο Προδρόμι. Η μια τον Μήτο (Δημήτρη) Σιώζιο[5] (Σακαντέμη) κι η άλλη το Σιούλα Παππά[6].
Βιβλιογραφία
α. Σπύρου Γ. Μουσελίμη : « Ιστορικοί Περίπατοι ανά τη Θεσπρωτία », Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 53 κ. 54
β. Κωνσταντίνου Α. Βακαλόπουλου : « Ήπειρος », εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 458 :
γ. Ο Δρ. Χρ. Σιώζιος : « Το Προδρόμι Θεσπρωτίας », Ιωάννινα 2000, σελ.447
δ. Διονυσίου Α. Κόκκινου : « Ιστορία της Νεοτέρας Ελλάδας », εκδοτ. οίκος Μέλισσα, τόμος δεύτερος, σελ. 515
Μάριος Αναστασίου Μπίκας
[1] . το σπίτι των Νταγκαίων : Ο Χρήστος Ντάγκας, γιος του Μιχο – Ντάγκα : « Το σπίτι των προγόνων μου στην Απάνω Βέλλιανη επί τουρκοκρατίας ήταν το καλύτερο στο χωριό. Το 1912 μέρες έμεναν σ’ αυτό Τούρκοι στρατιώτες. Και επειδή κατάλαβαν ότι θα χάσουν τον πόλεμο, τού έβαλαν φωτιά και το ’καψαν ολόκληρο. Εγώ μέσα στα ερείπιά του είχα δει αργότερα τη γραντά (κεντρικός ξύλινος δοκός ) του που ήταν ολόκληρη και μισοκαμένη ».
[2] . Τζαφύρια : Τα Τζαφύρια βρίσκονται δυτικά και λίγα μέτρα από τη Γράβα του Μπούλμου. Εδώ, σύμφωνα με μαρτυρίες, είχαν φτιάξει τα μαντριά τους : Εκτός από τον Κίτσιο Λάμπρου Μπίκα, ο Γκέλης Φίλης Στεφάνου και ο Κωνσταντίνος Θεοδώρου Μπίκας (πατέρας του Τέλη Μπίκα)
[3]. Κιβούρι : Κιβούρι σημαίνει στα χωριά της Παραμυθιάς το μέρος που σκοτώθηκε κάποιος. Κι όποιος περνούσε από εκεί, έκανε το σταυρό του κι έριχνε μια μικρή πέτρα. Στη Βέλλιανη, εκτός από το Κιβούρι του Κίτσιο Μπίκα, υπάρχουν και οι εξής άλλες τοποθεσίες με την ονομασία Κιβούρι :
α. Το Κιβούρι της Βασίλνας, συζύγου του Βασίλη Φωτίου Παπαφώτη. Τη Βασίλνα την σκότωσε ο κεραυνός μαζί με τη φοράδα στην οποία ήταν καβάλα και επέστρεφε από την Παραμυθιά στην Πάνω Βέλλιανη. Η ίδια και η φοράδα ήταν έγκυες. Το Κιβούρι της Β. βρισκόταν λίγα μέτρα πιο πάνω από το παλιό σπίτι του Τσίλη Ντάγκα (πατέρα της Ελένης και σήμερα σύζυγος του Κωνσταντίνου Δημητρίου Λώλου
β. Το Κιβούρι του Σπύρο Σιούλα Γκάτζια. Το Σπ. Σ.Γ., αγροφύλακας στο Μοναστήρι της Βέλλιανης, τον σκότωσε ο Μπανιάς … Το κιβούρι του βρισκόταν στο κάστρο της Βέλλιανης και πλησίον στο Μπεντένι (ανάβαση).
γ. Το Κιβούρι του Γιάννη Κούρτη. Το Γιάννη τον βάρεσε Γερμανός Ναζί στη Μάχη του Κάστρου της Βέλλιανης ( 07.11.1943 ), κοντά στο Μπεντένι.
[4] . … έπρεπε να είχατε αλλάξει το επίθετό σας : Ο Δημήτρης Μπίκας δεν άλλαξε το επίθετό του στη Βέλλιανη και μάλιστα την εποχή που όλα τ’ άσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Η Γ. Π., Γραμματέας του πρώην Δήμου Σελλών (Καποδίστριας) : « Στο παλιό Μητρώο Αρρένων του Δ. Δ. Καταμάχης αναφέρονται τρία αδέρφια με το επίθετο Μπίκας : Ο Μάρκος (1891), ο Γεώργιος (1896) και ο Νικόλαος (1900). Και οι τρεις είχαν γονείς τον Μπίκα Ιωάννη και τη Βασιλική. Στην Καταμάχη το επίθετο Μπίκας έχει καταντήσει παρατσούκλι, γι’ αυτό και το άλλαξαν με το επίθετο Παπαδόπουλος ».
Όλα τα ονόματα των Βελλιανιτών που αναφέρονται στο Μητρώο Αρρένων της Καταμάχης τα συναντήσαμε και τα συναντάμε ακόμα και σήμερα στη Βέλλιανη.
[5] Ο Μήτο (Δημήτρης) Σιώζιος :
1. Ο Δρ. Χρ. Σιώζιος : Το Προδρόμι Θεσπρωτίας, Ιωάννινα 2000, σελ.447 : « 1. ΜΗΤΟ ΣΙΩΖΗΣ: # 1835 – ; (σύζ. Κόρη του Γιώργο Μπίκα) »
2
2. Η Κώτσιοκούρταινα : « Οι δυο αδερφές του Μαρκο Μπίκα παντρεύτηκαν στο Προδρόμι. Η μεγαλύτερη το Μήτο Σιώζο, ο οποίος έζησε 111 χρόνια ( ο Νικόλας Σιώζος και ο Θεόδωρος Μπίκας,, ήταν πρώτα ξαδέρφια.) και η άλλη το Σιούλα Παππά, παιδί του Παπαγιάννη ».
[6] . Ο Δρ. Χρ. Σιώζιος : Το Προδρόμι Θεσπρωτίας, Ιωάννινα 2000, σελ. 434 : « 1. ΣΙΟΥΛΑ ΠΑΠΠΑΣ – ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΑΠΠΑΣ του Ι. : # 1850 – ; (σύζ. Κόρη του Γιώργο Μπίκα, αδερφή του Μάρκο Μπίκα από τη Βέλλιανη ) ».