*Γράφει η Θάλεια Θεοδωρίδη
Γιατί τελευταία η Θεσπρωτία;
Σε πρόσφατη σύσκεψη της Υπουργού Πολιτισμού με τον Δήμαρχο Ιωαννιτών, η Υπουργός χαρακτήρισε ως καταλύτη της τοπικής ανάπτυξης τον πολυπολιτισμικό πλούτο των Ιωαννίνων. Αναμφισβήτητα τα Ιωάννινα φέρουν μια μεγάλη ιστορία και παράδοση που τα στοιχεία τους είναι ζωντανά στα μνημεία της πόλης, στους πεζόδρομους, στα μουσεία, στη λίμνη, αλλά και στη σύγχρονη αρχιτεκτονική. Δεν είναι τυχαίο που τα Ιωάννινα, βρίσκονται στη δεύτερη θέση τουριστικής επισκεψιμότητας, μετά την Πρέβεζα, στην Ήπειρο.
Στη Θεσπρωτία υπάρχουν καταγεγραμμένα από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, 4 Μουσεία, 22 αρχαιολογικοί χώροι-μνημεία, 8 παραδοσιακοί οικισμοί. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2022-2023, η Θεσπρωτία σημειώνει εξαιρετικά χαμηλότερη επισκεψιμότητα στους αρχαιολογικούς χώρους συγκριτικά με την υπόλοιπη Ήπειρο, με τα Γίτανα να δέχονται 2.710 επισκέπτες σε 12 μήνες, κυρίως τους θερινούς, με εισπράξεις 1.491 ευρώ και την αρχαία Ελέα 970 επισκέπτες και εισπράξεις 337 ευρώ. Το αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας δέχτηκε, αντίστοιχα, 2.862 επισκέπτες με εισπράξεις 3.598 ευρώ. Θα πρέπει να σημειωθεί βέβαια, ότι μόνο από τα σύνορα της Σαγιάδας εισήλθαν οδικώς στη Θεσπρωτία τον μήνα Αύγουστο 2023, 228.970 επισκέπτες και ο αριθμός αυτός δείχνει να είναι αντιστρόφως ανάλογος.
Η Θεσπρωτία είναι γεμάτη με ευρήματα και μνημεία: ερείπια αρχαίων πόλεων και οικισμών, τάφοι, ακροπόλεις, απομεινάρια βυζαντινών πόλεων, ιστορικά τοπόσημα κ.ά. Δεν αποτελεί όμως δημοφιλή προορισμό για αυτά τα ευρήματα, είτε λόγω κακής συντήρησης και προβληματικής προσβασιμότητας, είτε λόγω έλλειψης αποτελεσματικής προώθησης και προβολής του προϊόντος. Μνημεία όπως το Δυμόκαστρο και η Οσδίνα παραμένουν ανεξερεύνητοι προορισμοί, ενώ το μικρό Ενετικό Κάστρο της Ηγουμενίτσας, αντί να αποτελεί city brand παραμένει ουσιαστικά αναξιοποίητο.
Η ανάδειξη του πολιτιστικού αποθέματος
Το πολιτιστικό απόθεμα της Θεσπρωτίας δεν έχει την αναγνώριση που θα έπρεπε, παρόλο που θα μπορούσε να τονώσει και το τουριστικό προϊόν. Σε αρκετές περιπτώσεις δε, οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μνημεία είναι παραμελημένα και αφημένα στην τύχη τους. Όσο για τους παραδοσιακούς οικισμούς, είτε αργοπεθαίνουν αναξιοποίητοι είτε κινδυνεύουν να απολέσουν την αυθεντικότητά τους από τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις και τη φθορά. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι η παραμέληση των μνημείων και των αρχαιολογικών χώρων δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της Θεσπρωτίας. Θυμάμαι, πριν λίγο καιρό, την επίσκεψή μου στο Νιόκαστρο της Πύλου, ένα φρούριο απέναντι από την ιστορική νήσο Σφακτηρία, όπου τα αγριόχορτα έφταναν το ύψος των επισκεπτών. Το ίδιο σκηνικό και στην Αρχαία Μεσσήνη.
Περιφερειακή Πολιτιστική Πολιτική
Πέρα από τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μνημεία ο πολιτισμός ενός τόπου συνδέεται με την φυσική κληρονομιά, δηλαδή το φυσικό τοπίο, τη γεωποικιλότητα και τη βιοποικιλότητα, καθώς με την άυλη πολιτιστική κληρονομιά, τη λαογραφία, τη γλώσσα και τη γνώση. Η Θεσπρωτία διαθέτει έναν αμύθητο φυσικό πλούτο που εκτείνεται από τα χωριά της Μουργκάνας μέχρι την παράκτια ζώνη. Δυστυχώς, αυτή η συγκλονιστική φύση δεν έχει αξιοποιηθεί σε επίπεδο φυσιολατρικού τουρισμού ούτε κι έχουν αξιοποιηθεί τα λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία. Η Ιερά Μονή Γηρομερίου προσελκύει θρησκευτικό τουρισμό, που θα μπορούσε να δίνει ωστόσο, πολύ μεγαλύτερα νούμερα.
Σε επίπεδο Περιφέρειας δεν έχει αναπτυχθεί ως τώρα κάποια πολιτική με συνεκτικό σχεδιασμό που να ωφελήσει τον τόπο σε επίπεδο πολιτισμού αλλά και τουρισμού μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Γιορτή τσιπούρας στη Σαγιάδα, γιορτή μοσχαριού στον Τσαμαντά, γιορτή τηγανίτας στην Ηγουμενίτσα, βαρκαρόλα στην Πλαταριά, τοπικά πανηγύρια, συνήθως, χωρίς αυθεντικά στοιχεία τοπικής παράδοσης, γαστρονομίας κλπ, εκδηλώσεις παραδοσιακών χορών, όλα αυτά θα είχαν διαφορετικό πολιτιστικό αποτύπωμα, εάν δεν λειτουργούσαν κατακερματισμένα και εάν βρίσκονταν κάτω από έναν στρατηγικό στόχο στο πλαίσιο ενός συνολικού business plan: δημιουργία πολιτιστικής ταυτότητας και προσέλκυση ελλήνων και ξένων επισκεπτών.
Η διοργάνωση και καθιέρωση ενός ετήσιου Φεστιβάλ Σύγχρονης Τέχνης στους παραδοσιακούς οικισμούς, όπως στο Φοινίκι, θα μπορούσε να σηματοδοτήσει το ξύπνημα αυτών των περιοχών και το ζωντάνεμα ολόκληρης της Θεσπρωτίας. Εικαστικές και εφαρμοσμένες Τέχνες, μικρά κοντσέρτα, εκθέσεις φωτογραφίας, θεατρικές παραστάσεις, λογοτεχνικές βραδιές θα λειτουργούσαν ανατρεπτικά στη λήθη και στον μαρασμό.
Έρημος λιμήν
Η Ηγουμενίτσα, ως πρωτεύουσα, σαφώς και αντιμετωπίζει οξύ πρόβλημα πολιτιστικής ταυτότητας. Μια πόλη-πέρασμα που απλώνεται κατά μήκος του «έρημου λιμένα» κατά τον Θουκυδίδη, η οποία δεν διαθέτει καμία πολιτιστική υποδομή, αλλά και ούτε κάποια ελκυστική αρχιτεκτονική αισθητική. Κινηματογράφος, Δημοτικό Θέατρο, βιβλιοθήκη, γκαλερί, απουσιάζουν.
Ήταν καλοκαίρι του 2004, όταν έτυχε να συνομιλήσω με την Κάρμεν Ρουγγέρη τη γνωστή ηθοποιό και σκηνοθέτη. Είχε έρθει με τον θίασό της να παίξουν τον «Πινόκιο» στην Ηγουμενίτσα. Η παράσταση θα παιζόταν στον χώρο του λιμανιού, κυριολεκτικά πάνω στην άσφαλτο. «Γνώριζα πως η Ηγουμενίτσα είναι μια δύσκολη πόλη», μου είπε λυπημένη η κα Ρουγγέρη.
Είναι βέβαια αξιοθαύμαστο ότι, μόλις, πριν δύο χρόνια κάποιοι τολμηροί άνθρωποι δημιούργησαν ένα θέατρο μινιόν, το «Φάος», και σκόρπισαν μια αχτίδα πολιτισμού στη μικρή πόλη. Όπως επίσης, πολιτιστική συνεισφορά έχουν, οι αξιολογότατες παρουσιάσεις βιβλίων που διοργανώνουν τα βιβλιοπωλεία της πόλης. Ένα ακόμη, θετικό σημείο τα τελευταία χρόνια, αποτελούν οι αθλητικές διοργανώσεις που όμως χρειάζονται πιο σαφή στοχοθεσία και σύνδεση με τον τουρισμό. Το κόσμημα της πόλης είναι βέβαια το Αρχαιολογικό Μουσείο.
Do it like Δράμα
Το 1978 τα μέλη της Κινηματογραφικής Λέσχης Δράμας διοργανώνουν για πρώτη φορά το Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους, διάρκειας μιας εβδομάδας, έναν θεσμό που γνωρίζει ευρεία απήχηση στις αρχές του Σεπτέμβρη κάθε έτους. Το 2004 η Δράμα, δημιουργεί το δικό της χριστουγεννιάτικο θεματικό πάρκο, την «Ονειρούπολη» με τουλάχιστον δίμηνη λειτουργία, ενώ το 2005 εγκαινιάζεται το Dramaica Youth Festival για μια εβδομάδα μέσα στον Ιούλιο, βασισμένο σε μια ιδέα του τότε Δημοτικού Συμβουλίου Νέων. Χιλιάδες επισκέπτες κατακλύζουν κάθε χρόνο αυτούς τους προορισμούς και δεν είναι καθόλου τυχαία η δημιουργία νέων πολυτελών καταλυμάτων τα τελευταία χρόνια.
Η Δράμα, μια επαρχιακή πόλη των 42 χιλιάδων κατοίκων που, τόσο σε επίπεδο οικονομίας αλλά και σε επίπεδο πληθυσμιακής συρρίκνωσης των νέων, δοκιμάστηκε σκληρά κυρίως, μετά το 2000, εκτός από τις προσπάθειες που καταβάλλει με σχέδια ανάπτυξης της τοπικής οικονομίας, επενδύει και στον πολιτισμό με παράλληλη σύνδεση με τον τουρισμό. Το παράδειγμά της μπορεί να εμπνεύσει επιτυχώς όχι μόνο την Ηγουμενίτσα και κατ’ επέκταση τη Θεσπρωτία, αλλά οποιαδήποτε επαρχιακή πόλη. Ας μην διαιωνίζουμε λοιπόν, την έλλειψη του πολιτισμού με δικαιολογίες και προσδοκίες για το μακρινό μέλλον.
*Η Θάλεια Θεοδωρίδη/Thalia Theodoridi, είναι Επικοινωνιολόγος Μ.Α., με εμπειρία στο branding τουριστικών επιχειρήσεων, καθώς και εκπαιδευτικών και πολιτιστικών οργανισμών, εκπαιδευτικός και Εκπαιδεύτρια Ενηλίκων σε τμήματα Δημοσιογραφίας και Τουρισμού. Διευθύνει την επιστημονική ομάδα Σημειολόγιο Science & Culture Hub που δραστηριοποιείται στη διοργάνωση events σε θέματα αιχμής και είναι content manager & producer στο Advanced Media Institute , thalia.theodoridi@gmail.com