Με αφορμή την έκδοση της συλλογής διηγημάτων του «Γυναικών» [2010], ο Μιχάλης Γκανάς είχε μιλήσει στον Κώστα Κατσουλάρη για την επιστροφή του στον πεζό λόγο μετά από 30 χρόνια. «Ο έρωτας είναι τυφλός, κουφός και παμφάγος». Το σκίτσο της κεντρικής εικόνας είναι της Έφης Ξένου.
Συνέντευξη στον Κ.Β. Κατσουλάρη
Τριάντα χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη –και μέχρι πρόσφατα μοναδική– πεζογραφική προσπάθεια του Μιχάλη Γκανά, τη νουβέλα «Μητριά πατρίδα» (2007, επανέκδοση από τις εκδόσεις Μελάνι). Παρά τη σημαντική επιτυχία εκείνου του πρώτου βιβλίου, που περιέγραφε με πυκνό τρόπο την εμπειρία του συγγραφέα και της οικογένειάς του στην εξορία τους στην Ουγγαρία, ο Μιχάλης Γκανάς στη συνέχεια απομακρύνθηκε από τον πεζό λόγο. Έτσι, σήμερα είναι περισσότερο γνωστός ως στιχουργός, κυρίως για τις συνεργασίες του με την Ελευθερία Αρβανιτάκη, σε ορισμένους εξαιρετικά επιτυχημένους δίσκους, ενώ στο κοινό που αγαπά την ποίηση κατέχει ξεχωριστή θέση ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’70. Το «Γυναικών» (Μελάνι), η συλλογή διηγημάτων του που μόλις κυκλοφόρησε, αποτελείται από δεκάξι «μικρές και πολύ μικρές ιστορίες» με ηρωίδες «θηλυκά» διαφόρων ηλικιών, κοινωνικής τάξης ή… είδους.
Εδώ και λίγες εβδομάδες κυκλοφορεί μια συλλογή διηγημάτων, με κείμενα πυκνά, τρυφερά, συγκινητικά. Αφού η πεζογραφία φαίνεται να σας «βγαίνει», γιατί μια τόσο μακρόχρονη αποχή;
Γιατί γράφοντας τη «Μητριά πατρίδα» διαπίστωσα ότι δεν είμαι πεζογράφος. Με το υλικό που είχα στα χέρια μου, ένας πεζογράφος θα έγραφε ένα ογκώδες μυθιστόρημα, τουλάχιστον ή μια τριλογία: πριν από τον Εμφύλιο, κατά και μετά. Εγώ χρειάστηκα μόλις 60 σελίδες… Αλλά και το τελευταίο μου βιβλίο, το «Γυναικών», είναι μικρές ιστορίες γραμμένες από έναν ποιητή. Βέβαια, το έγραψα με πολύ κέφι, το χάρηκα και «γλυκάθηκα» από την υποδοχή του, πρέπει να πω. Δεν αποκλείεται να επανέλθω, λοιπόν, σε λιγότερο από 30 χρόνια…
Στα περισσότερα διηγήματα της συλλογής το βλέμμα είναι «αντρικό». Υπάρχει ωστόσο μια ιερότητα στην προσέγγιση της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, μια απόσταση, είτε πρόκειται για μια μεσόκοπη γυναίκα είτε για μια νεαρή αισθησιακή υπάλληλο. Αισθάνεστε ότι οι γυναίκες είναι «μια άλλη χώρα»;
Οι γυναίκες είναι σίγουρα «μια άλλη χώρα», θα έλεγα μάλιστα ότι –για μένα τουλάχιστον– είναι μια άγνωστη χώρα. Τα αντρικά στερεότυπα μας θέλουν «κατακτητές», «κυνηγούς», «δαμαστές» των γυναικών και άλλα ηχηρά παρόμοια, με τα οποία είμαι σίγουρος ότι γελάνε οι γυναίκες, κρυφά ή φανερά. Αυτή η «ιερότητα» που λέτε εκπορεύεται από το δέος ενός άντρα προς τις γυναίκες (αλλά και ενός συγγραφέα προς την τέχνη του), που δεν θα ήθελε να είναι κατακτητής ή δαμαστής, αλλά γητευτής. Είναι μια σχέση πολύ πιο πλούσια και βαθιά.
Σε ένα από τα διηγήματα περιγράφεται η αγάπη ενός άντρα για τη σκυλίτσα του. Το κείμενο καταλήγει σε μια ελεγεία για τη δύναμη της αγάπης, και μάλιστα από άνθρωπο προς ζώο. Τελικά, για εσάς η αγάπη –και όχι ο έρωτας– είναι το υψηλότερο ανθρώπινο συναίσθημα;
Μα ο έρωτας δεν είναι ανθρώπινο συναίσθημα, αλλά ένα τυφλό, κουφό και παμφάγο ένστικτο. Είναι αυτό που χρειάζεται η Ζωή (ή η Φύση, αν θέλετε) για να εξασφαλίσει τη διαιώνιση των ειδών. Η αγάπη είναι το ευγενέστερο ανθρώπινο συναίσθημα. Και, όπως όλα τα ανθρώπινα, θέλει φροντίδα, καθημερινή αφοσίωση, για να «πιάσει», να βλαστήσει και να ανθήσει. Η αγάπη, επίσης, δεν κάνει διακρίσεις, μπορείς να αγαπάς τους δικούς σου, τους κολλητούς σου, αλλά και τον πλησίον σου ή ένα σκυλάκι, όπως εμείς την Καρμέλα, ενώ στον έρωτα δεν υπάρχει άλλος παρά μόνον Αυτή ή Αυτός…
Επεκτείνοντας την προηγούμενη ερώτηση: Σας έχει απασχολήσει ποτέ η συμπεριφορά του ανθρώπου απέναντι στα ζώα; Η ύπαρξη των σφαγείων, για παράδειγμα, ή η βιομηχανική εκτροφή ζώων… Πώς γίνεται από τη μία να είμαστε ικανοί να συνδεθούμε τόσο στενά με ένα ζώο και από την άλλη να στέκουμε τόσο αδιάφοροι απέναντι στην κακομεταχείρισή τους;
Μεγάλωσα σε χωριό κι έχω να σας πω ότι κάθε Πάσχα έτρωγα το αγαπημένο μου αρνάκι, το «μανάρι» μου, μαγειρεμένο από τα χέρια της μάνας μου, που το αγαπούσε όσο κι εγώ. Και δεν ήμουνα «τέρας», ούτε εγώ ούτε ο αδερφός μου και τα άλλα παιδάκια. Έπρεπε να φάμε κρέας. Ήταν σπάνιο, θρεπτικό και νόστιμο. Σήμερα, βέβαια, μιλάμε για άλλη κλίμακα, η εκτροφή και η σφαγή των ζώων είναι μια τεράστια βιομηχανία. Μιλάμε όμως και για εκατομμύρια στόματα που έχουμε συνηθίσει όχι απλώς να τρώμε, αλλά να καλοτρώμε και να πολυτρώμε. Θέλω να πω ότι δεν μπορούμε να τα θέλουμε όλα δικά μας, τη στιγμή μάλιστα που η μισή ανθρωπότητα πεινάει.
Σε όλο σας το έργο, πεζογραφικό και ποιητικό, υπάρχει στο βάθος η νοσταλγία μιας αρχαϊκής κοινότητας, της κοινωνίας του χωριού, μιας εποχής όπου η ζωή των ανθρώπων ήταν κουρδισμένη στους ρυθμούς της φύσης, τις εναλλαγές των εποχών. Βρίσκετε κάτι από αυτά στη ζωή στη μεγαλούπολη ή το παιχνίδι είναι για πάντα χαμένο;
Η «επιστροφή στη Φύση» και στους ρυθμούς της είναι αδύνατη πλέον. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο μετά από μια μεγάλη καταστροφή, εφόσον υπάρχουν Φύση και άνθρωπος ακόμη. Οι μεγαλουπόλεις έχουν μέλλον. Σκέφτομαι συχνά ότι οι ποιητές, αργότερα, μπορεί να νοσταλγούν τις σημερινές πόλεις, όσο υπάρχουν ακόμη πόλεις, γιατί ποιητές θα υπάρχουν πάντα…
Εργαστήκατε για χρόνια στον χώρο της διαφήμισης. Πιστεύετε ότι αυτή η εμπειρία σάς βοήθησε ως ποιητή ή μήπως σας όπλισε με εκφραστικά μέσα που υποκρύπτουν ευκολίες, όπως για παράδειγμα ο γρήγορος και άμεσος εντυπωσιασμός που χαρακτηρίζει το διαφημιστικό μήνυμα;
Όταν μπήκα στη διαφήμιση, ήμουν ήδη 45 ετών. Λιγάκι δύσκολο να με επηρεάσει αποφασιστικά στην ποίησή μου, πολύ περισσότερο μάλιστα που δεν την αγάπησα τη διαφήμιση, δεν με συνεπήρε, ούτε ήμουνα στην πρώτη γραμμή. Την ευχαριστώ πολύ βέβαια, γιατί μου έδωσε ψωμί (ψωμί, όχι παντεσπάνι) και την ευκαιρία να γνωρίσω, να εκτιμήσω και να αγαπήσω αρκετούς ανθρώπους.
Θα επιχειρούσατε ποτέ, όπως έκαναν άλλοι ποιητές, να γράψετε ένα μυθιστόρημα; Ή το διήγημα είναι πια το όριο της ποιητικής σας;
Μολονότι νιώθω πιο άνετα στη μικρή φόρμα, δεν θα έλεγα όχι σε ένα εκτενέστερο αφήγημα. Έχω κάτι στα σκαριά μάλιστα, που μπορεί να φθάσει και τις 180 με 200 σελίδες! Δεν είναι μυθιστόρημα πάντως, κανονικό μυθιστόρημα δεν θα μπορούσα να γράψω. Όταν μια ζωή σκηνοθετείς λέξεις, είναι δύσκολο να επινοήσεις και να κινήσεις χαρακτήρες. Όχι πως είναι εύκολο το πρώτο, δεν υπάρχει πιο δύστροπο είδος από τις λέξεις. Οι ήρωες ενός μυθιστορήματος μπορούν να έχουν πολλά ή λίγα στοιχεία από τον συγγραφέα, που σημαίνει ότι αυτός έχει από κάπου να πιαστεί, για να χτίσει τον χαρακτήρα τους. Οι λέξεις δεν σε βοηθάνε, γιατί η σημασία τους –η τρέχουσα τουλάχιστον– είναι κοινό κτήμα, κι εσύ καλείσαι να τις κάνεις δικές σου, να διαβάζει ο αναγνώστης τη λέξη «αυγό» και να νιώθει ότι αυτό το αυγό είναι το δικό σου αυγό, ή καλύτερα είναι το δικό σας αυγό.
Σε χώρα μυστική, όπου γυναίκες υφαίνουν τα σύνορά της με τα λεπτά νήματα της αγάπης, όπου αθέατες στοιχειώνουν, κυβερνούν ή γκρεμίζουν: Γυναίκες σε καφέ, στον απέναντι δρόμο, μπροστά σε έναν υπολογιστή, στη βρεγμένη θάλασσα της μνήμης, Αιγοκερίνες, γυναίκες με το όνομα Κυμοθόη, γυναίκες στο τηλέφωνο, μα πάντα γυναίκες, μέσα στη μοναξιά και στον έρωτα, στην απόγνωση και στη χαρά τους.