Ο νους μου τριγυρίζει στα καμένα,
σ’ όλα τα δάση τα κατεστραμμένα.
Σπίτια πολλά κι’ εκείνα ρημαγμένα,
ζώα πολλά, κάηκαν τα καημένα!
Κουφάρια δέντρων, ολόρθα στέκουν.
Μοιάζουν σαν νά ‘ναι πτώματα
και ο αγέρας τώρα, δεν θροϊζει
μέσα απ’ τα φυλλώματα.
Ο ουρανός θολός, σκοτεινιασμένος,
η γη καψαλισμένη, μέσ’ στις στάχτες,
ο αέρας φορτωμένος από κάπνα
κι’ ακόμα σιγοκαίνε κάποιες κάφτρες.
Οι άνθρωποι, βουβοί και δακρυσμένοι,
γι’ αυτά που ερήμωσαν οι φλόγες με μανία,
πόνος βαρύς ραγίζει τις καρδιές τους,
μοιάζει η σκηνή μ’ ασπρόμαυρη ταινία.
Θάμπωσε το γαλάζιο τ’ ουρανού,
το σμαραγδένιο πράσινο του δάσους.
Σίγουρα κάποιοι εμπρηστές βρεθήκαν,
σύγχρονοι Νέρωνες πάλι γεννηθήκαν.
Δίχως συνείδηση, χωρίς ευαισθησία,
ρημάξανε τον τόπο, τους ανθρώπους.
Και δε λογάριασαν το θάνατο της φύσης,
ούτε όσα έφτιαξαν οι άνθρωποι με κόπους.
Πώς να σταθούν και πώς να επιβιώσουν
οι άνθρωποι χωρίς επιχειρήσεις;
Δίχως τα κτήματα, δίχως τα ζωντανά σου,
χωρίς το δάσος, πώς τάχα να επιζήσεις;
Τί μένει τώρα στα μέρη που καήκαν;
Πόνος και δάκρυ, λυγμός και μοναξιά.
Κι’ ίσως ο μόνος δρόμος που τους μένει,
είναι η μαύρη, η πικρή η ξενιτιά!
Της δικαιοσύνης ο <<πέλεκυς>>,βαρύς ας πέσει
κι ας τιμωρήσει τους ενόχους με βαριές ποινές,
μήπως παραδειγματιστούν και κάποιοι,
για να μην έχουμε και άλλους μιμητές!!
23 -8 -2021
Ελένη Κύρκου-Σαφάκα