Του π. Ηλία Μάκου
Κατά καιρούς, όπως αυτές τις ημέρες, έρχεται στο προσκήνιο το θέμα της αλβανικής εγκληματικότητας στην Ελλάδα και ακούγονται και γράφονται διάφορα.
Να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή τη θέση μας. Η παραβατικότητα, κατά τη γνώμη μας, δεν έχει να κάνει με τη χώρα προέλευσης των ατόμων, αλλά με το χαρακτήρα τους και τα βιώματά τους.
Και Έλληνες διαπράττουν εγκλήματα, όπως και Αλβανοί, αλλά και άλλοι αλλοδαποί, που ζουν στην Ελλάδα. Δεν θα τα βάλουμε στη ζυγαριά να τα ζυγίσουμε, για να δούμε ποιοι και γιατί κάνουν τα περισσότερα, γιατί αυτό δεν έχει νόημα.
ο σημαντικό είναι να παταχθεί η εγκληματικότητα απ΄ όπου και αν προέρχεται…
Το ζήτημα, λοιπόν, των εγκλημάτων, σε μια κοινωνία, που γενικά έχει πάρει τον κατήφορο και οι ψυχικές αντιστάσεις έχουν ισοπεδωθεί, δεν σχετίζεται με τη γεωγραφία, αλλά με τα άτομα και τις επιλογές, που κάνουν στη ζωή τους, ως αποτέλεσμα, τις περισσότερες φορές, της προσωπικότητάς τους.
Δεν είναι ορθό να ρίχνουμε με ευκολία το ανάθεμα στους Αλβανούς χαρακτηρίζοντάς τους συλλήβδην εγκληματίες, γιατί δεν ισχύει κάτι τέτοιο, ακόμη και στατιστικά αν δει κανείς το ζήτημα.
Ότι ορισμένοι από αυτούς παρανομούν ποικιλότροπα και εγκληματούν, δεν σημαίνει ότι πρέπει να στιγματιστούν όλοι.
Σε καμία περίπτωση δεν επιχειρούμε να δώσουμε άλλοθι στα κακοποιά στοιχεία, που η τιμωρία τους οφείλει να είναι παραδειγματική, αλλά κοιτάμε και στην άλλη πλευρά της όχθης, χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι από την πολυπληθή έλευση αλλοδαπών στην Ελλάδα, κυρίως από το ’90 και μετά, μεταλλάχθηκαν οι συνθήκες και προέκυψε κλίμα ανασφάλειας.
Όμως η πλειοψηφία των Αλβανών στη χώρα μας είναι φιλήσυχοι πολίτες, που προσπαθούν να βγάλουν έντιμα και με μόχθο ένα μεροκάματο για να επιβιώσουν αυτοί και οι οικογένειές τους σε δουλειές, που κάποιοι Έλληνες δεν καταδεχόμαστε να εργαστούμε (!) και ας μας μαστίζει η ανεργία…
Είναι δημόσια η ομολογία παραγωγών εσπεριοειδών στην Ήπειρο, ότι “αν δεν υπήρχαν οι Αλβανοί εργάτες γης, θα είχαμε σχεδόν σβήσει”.
Μερικοί από αυτούς έστησαν εδώ τις επιχειρήσεις τους και είναι υποδειγματικοί επαγγελματίες και δημιούργησαν και περιουσιακά στοιχεία μάλιστα μέσα από την εργασία τους.
Άλλοι επέστρεψαν στη χώρα τους και με τα χρήματα, που κέρδισαν εδώ, έφτιαξαν σπίτια και επιχειρήσεις στην Αλβανία.
Και ανεξάρτητα από την πολιτική, που ακολουθεί το κράτος τους απέναντι στην Ελλάδα, εκφράζονται με τα καλύτερα λόγια για τους Έλληνες και με δάκρυα στα μάτια λένε ότι “δεν ξεχνάμε την Ελλάδα”.
Και μάλιστα δεν είναι λίγοι αυτοί, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, που στις οικίες τους και τα καταστήματά τους στην Αλβανία υψώνουν την ελληνική σημαία.
Έτυχε να δούμε με τα μάτια μας τέτοιες περιπτώσεις, όχι στο νότο της Αλβανίας, όπου ζει η Ελληνική Μειονότητα, αλλά στο βορρά της Αλβανίας.
Σε άλλο περιστατικό Αλβανός αστυνομικός στα Τίρανα, μιλώντας φαρσί ελληνικά, μας διευκόλυνε, χωρίς να μας γνωρίζει, λέγοντάς μας, ότι “εγώ έφαγα ψωμί στην Ελλάδα, δούλεψα στην Πλάκα, και δεν είμαι αχάριστος στους Έλληνες”.
Είναι ριζωμένες στην καρδιά τους οι αναμνήσεις, όταν ρακένδυτοι και ξυπόλητοι και πεινασμένοι έφτασαν στην πατρίδα μας και βρήκαν εδώ ανοιχτές και ζεστές αγκαλιές, δεν περιφρονήθηκαν, αλλά αναδείχθηκαν, ενώ την ίδια στιγμή η χώρα μας χρηματοδότησε πολλά έργα υποδομής στην Αλβανία.
Και μοιάζει αντιφατικό να κατηγορούμε τους Αλβανούς για εγκληματικές πράξεις και την ίδια στιγμή να τους θέλουμε για βοσκούς.
Είναι ενδεικτικό ότι μεγάλη ανησυχία εκφράζουν κτηνοτρόφοι σε ακριτικές περιοχές της Ελλάδας, και μάλιστα καλούν την κυβέρνηση να παρέμβει, για το γεγονός ότι μειώθηκαν δραματικά τα τελευταία χρόνια, ειδικά από τον κορωνοϊό και μετά, οι Αλβανοί τσομπάνηδες. Και είναι πλέον δυσεύρετοι.
Κτηνοτρόφοι, που στηρίζονταν σ’ αυτούς, πλέον έχουν δυσκολίες.
Γιατί συνέβη αυτό; Η πανδημία ήταν μια αφορμή να αναθεωρήσουν κάποιες συνήθειές τους και να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή.
Έτσι κάποιοι από αυτούς, που έρχονταν στην Ελλάδα για δουλειά, βρήκαν σε άλλες χώρες μεγαλύτερα μεροκάματα, καλύτερες συνθήκες κοινωνικής πρόνοιας για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.
Και η αλήθεια είναι ότι ήταν πολύ χρήσιμοι, καθώς εγχώριοι δεν προθυμοποιούνται γι’ αυτή τη δραστηριότητα, αλλά ούτε και υπόλοιποι αλλοδαποί τα καταφέρνουν.
Οι Αλβανοί αποδείχθηκαν εξοικειωμένοι µε το ορεινό και δυσπρόσιτο περιβάλλον και ικανοί να ανταπεξέλθουν στα ακραία καιρικά φαινόµενα, ενώ αγαπούν τη φύση και είναι καλοί οδηγοί του κοπαδιού.
Έτσι ο ρόλος τους στη διατήρηση της κτηνοτροφίας είναι σηµαντικός, όπως και η ανθρώπινη παρουσία τους είναι κρίσιμη για τη διατήρηση µιας ζωντανής, παραγωγικής υπαίθρου.
Συμπερασματικά να τονίσουμε ότι αναμφίβολα ανάμεσα στους Αλβανούς, υπάρχουν κακοποιά στοιχεία, όπως και μεταξύ των Ελλήνων και των ανθρώπων όλων των εθνοτήτων.
Αυτό, που χρειάζεται είναι να σκεφθούμε σοβαρά και νηφάλια και να προβληματιστούμε κατάλληλα.
Και να δημιουργήσουμε ως Πολιτεία και ως κοινωνικό σύνολο τα απαραίτητα εσωτερικά αντισώματα, που θα σταθούν εμπόδιο στην είσοδο των δηλητηρίων.
Αλλά και στον περιορισμό των πλαδαρών και αφύσικων ατόμων, που έχουν μάθει στη ροπή προς το κακό, σαν μέσο για ανέσεις, για χλιδή των απολαύσεων και για αποθέωση των ενστίκτων, από τους οποίους προκύπτουν οι στυγνοί εγκληματίες.
Προς το έγκλημα ρέπουν οι δειλοί, ενώ οι γενναίοι αντιστέκονται και αποφεύγουν ό,τι επαίσχυντο και παλεύουν στη ζωή τους με αξιοπρέπεια.
Τα εγκληματικά στοιχεία, τους ενόχους, όποια και αν είναι η προέλευσή τους, οφείλει η κοινωνία να μην τα ανέχεται, να τα αποδοκιμάζει, έστω και αν καταφέρνουν να ξεφεύγουν από τα…δίχτυα της δικαιοσύνης.
Οι κοινωνίες πάντα έκρυβαν στα σπλάγχνα τους ύποπτα και αντικοινωνικά στοιχεία και ανάλογα με το βαθμό της ηθικής της ευαισθησίας έπαιρνε θέση απέναντί τους.
Τα γεγονότα της καθημερινής ζωής επιβεβαιώνουν πως όσο η αρετή θα περιφρονείται και το ήθος θα παραμερίζεται, τόσο το κακό θα θεριεύει και οι άνθρωποι θα δοκιμάζουμε την πικρή εμπειρία της επικυριαρχίας του.
Πηγή: Εφημερίδα “POLITICAL”