Μια λεμονιά μες στην αυλή,
στης ‘ξώπορτας την άκρη,
μονάχη της εφύτρωσε,
πάσχιζε να ψηλώσει!
Μα στο μικρό μας το χωριό,
το λιγοστό νεράκι
δεν έφτανε για πότισμα,
διψούσαν οι ανθρώποι!
Η κόρη όμως του σπιτιού,
η μοσχαναθρεμένη,
τη λεμονιά αγάπησε
και φίλη της την κάνει!
Και την ποτίζει στα κρυφά
από το μερτικό της,
στάλα τη στάλα το νερό,
μήπως και τη μαλώσουν!
Η λεμονιά μεγάλωνε
κι ομορφοστολιζόταν
κι έβγαζε άνθη και κλαδιά
και σειόταν και λυγιόταν!
Άνθισαν τα λουλούδια της
κι όλα μοσχοβολούσαν
και μαζευτήκαν μέλισσες
τη γύρι να τρυγήσουν!
Γίναν λεμόνια ζουμερά
και μοσχομυρισμένα,
που οι χωριανοί ζητούσανε
να γιατροπορευτούνε!
Μεγάλωνε η λεμονιά,
μεγάλωνε κι η κόρη,
τη λεμονιά της πότιζε,
μη μαραθεί και σβήσει!
Κι ήρθε καιρός που έφτασε
όμορφο παλικάρι,
την κόρη ερωτεύτηκε,
γυναίκα του τη θέλει!
Αρχίζουν γλέντια και χαρές,
τον γάμο ετοιμάζουν
κι η λεμονιά, λεμονανθούς
ευωδιαστούς χαρίζει,
για να φτιαχτούν πανέμορφα
τα στέφανα της κόρης!
Τα βλέπει η κόρη, χαίρεται,
τη λεμονιά αγκαλιάζει
και με συγκίνηση πολλή,
τάμα βαρύ της τάζει!
Εγώ γλυκειά μου λεμονιά,
ποτέ δεν θα ξεχάσω
την ξακουστή σου ευωδιά,
τους ζουμερούς καρπούς σου!
Θα στέλνω στάμνες με νερό,
όλοι να σε ποτίζουν,
να ζεις και να μοσχοβολάς,
καρπούς να μας χαρίζεις!!!
Υ.Γ. Τώρα, υπάρχει άφθονο νερό
στο χωριό, αλλά λιγόστεψαν
οι άνθρωποι! Η λεμονιά όμως
συνεχίζει να ζει!!!
15 – 5 – 2023
Ελένη Κύρκου-Σαφάκα