Γράφει ο Παύλος Τζοβάρας
Κατά καιρούς εκπονήθηκαν από τους εκάστοτε Υπουργούς Δικαιοσύνης πολυνομοσχέδια με διατυμπανιζόμενη φιλοδοξία την αποτελεσματικότερη και ταχύτερη απονομή της Δικαιοσύνης και ανομολόγητο στόχο, να καταλείπει αποτύπωμα η άλλως μη ανιχνεύσιμος παρουσία τους. Έπρατταν όμως χωρίς περίσκεψη. Επρόκειτο για εκτεταμένες, βεβιασμένες, περιστασιακές και άστοχες παρεμβάσεις που ευτέλισαν το νομοθετικό πεδίο και επέτειναν την κακοδαιμονία και τη σύγχυση. Το μεν οσάκις ο αδιακόπως διογκούμενος όγκος ποινικών δικογραφιών αμιλλάτο τα… Πελασγικά τείχη, επιχειρείτο αντιεπιστημονική, αποσπασματική, κατάδηλα έκνομη και εξωθεσμική παρέμβαση ιδιότυπης αποσυμφόρησης με αθεμελίωτες αποποινικοποιήσεις, βραχύβιες παραγραφές και αποχρωματισμό κακουργηματικών δράσεων
Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται και η αστόχαστη μεταρρυθμιστική φρενίτιδα που κατέλαβε τον νυν υπουργό δικαιοσύνης, ο οποίος αρκούμενος κυρίως στην προσωπική του εμπειρία, ως άλλος Δον Κιχώτης, από υπερχειλίζουσα επιστημοσύνη και αθεράπευτο εγωκεντρισμό, χωρίς ίχνος σοβαρής διαβούλευσης έσπειρε θύελλες και ενέπλεξε την δικαστηριακή πράξη σ’ ένα ατελείωτο «ράβε – ξήλωνε» με αποτέλεσμα η πομπωδώς εξαγγελθείσα νομοθετική του πρωτοβουλία να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα απ’ όσα πιθανόν να έλυνε και νομοτελειακά να φυλλορροήσει μαζί με τις όποιες ελπίδες είχαν καλλιεργηθεί.
Οι ως άνω επιλεκτικές αναφορές που περιλαμβάνονται στο βιβλίο μου υπό τον τίτλο «Στη φλεγομένη και μη καιομένη βάτο της δικαιοσύνης» και σε άρθρο μου με τίτλο «Η παθογένεια του δημοσίου βίου της Χώρας» καταδεικνύουν με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο την εναγώνια προσπάθεια να αποκατασταθεί η δικαιική τάξη και αναδεικνύει το καθήκον παντός θεμιστοπόλου να μη θεάται αδιάφορος και ασυγκίνητος την καθυπόταξη της δικαιοσύνης στα κελεύσματα της κρατικής εξουσίας, να μην ανέχεται τον ευτελισμό της, να εκρήγνυται και να εξεγείρεται κάθε φορά που δεν ανταποκρίνεται στις υψηλές της παραδόσεις και απιστεί στην πραγμάτωση της θείας αποστολής της.
Αφορμή για τη διατύπωση της εν λόγω αυστηρής κριτικής αποτίμησης, υπήρξε ρεπορτάζ της εφημερίδας «Τα Νέα» που είδε το φως της δημοσιότητας στις 24/12/24, το οποίο ανέφερε ότι η παρατεταμένη και εντεινόμενη κωλυσιεργία στην έκδοση των δικαστικών αποφάσεων και εντεύθεν του αδιεξόδου που ελλοχεύει για την κανονικότητα της δικηγορικής τάξης, οδήγησε τον νυν υπουργό δικαιοσύνης να εισηγηθεί μέτρα «δραστικά» μεταξύ των οποίων και την κατ’ ανώτατο όριο… εξάλεπτη (6΄) διάρκεια της αγόρευσης των συνηγόρων και για την ισότητα του νόμου, την αντίστοιχη επίσης εξάλεπτη διάρκεια της εισαγγελικής αγόρευσης για την ανάπτυξη της κατηγορίας
Μάλιστα η ίδια εφημερίδα, στον υπέρτιτλο της είδησης όλως εμφατικά κάνει λόγο για «επανάσταση στα δικαστήρια»! (Ομολογουμένως αναίμακτη θα προσέθετα υπερθεματίζοντας στην αμετροέπεια, στη σύγχυση, στη θυμηδία).
Υπό τον όρο ότι όντως το δημοσίευμα αντανακλά τις μύχιες σκέψεις και ορθοτομεί τη φιλοσοφία του κ. υπουργού, μπορεί να υποστηριχθεί αβιάστως ότι πρόκειται για «αδολεσχίες και φληναφήματα» που κατ’ ουδέν συνεισφέρουν, τουναντίον δυναμιτίζουν την κανονικότητα της δίκης και μορφοποιούν την εικόνα μιας ισοπεδωτικής Βαβέλ που θα ανατινάξει συθέμελα το δικαιικό μας σύστημα.
Υπάρχουν περιπτώσεις που ένας δεινός αγορητής και επιδέξιος ρήτορας, επενδύοντας στη νομική συγκυρία, μπορεί να συστοιχηθεί πλήρως επαφιέμενος στην κρίση του δικαστηρίου, ιδίως μετά προηγηθείσα απαλλακτική πρόταση του εισαγγελέως της έδρας, ενώ εξ ετέρου διαισθανόμενος ότι παρά την σθεναρά επιχειρηματολογία του δεν εκάμφθησαν οι αντιστάσεις των δικαστών, ακαταπόνητος, θα αποδυθεί επιστρατεύοντας και αναλώνοντας κάθε ικμάδα του, να παραδώσει «λευκόν» τον εντολέα του
Αν πιστεύει ο νυν υπ. δικαιοσύνης ότι υπάρχουν κλεψύδρες νέου τύπου που κατ’ ουσίαν ακυρώνουν με το επαίσχυντο εξάλεπτο τη μυσταγωγία της δίκης, πλανάται οικτρά και πρέπει να αναθεωρήσει πάραυτα. Τα περίφημα εξάλεπτα τίποτα άλλο δεν πιστοποιούν αρά την ύπαρξη ενός προσχηματικού πλαισίου ότι… ετηρήθη ο τύπος.
Συνειρμικά έρχεται στο νου μας το περισπούδαστο άρθρο του Γ. Μαγκάκη «Ο συνήγορος: Μια παράδοξη κατάκτηση του πολιτισμού» στο οποίο αναφέρει ότι η υπεράσπιση στην ποινική δίκη σηματοδοτεί υψίστη νομική και πολιτισμική κατάκτηση.
Κατά ταύτα η τυχόν εμμονή του υπ. δικαιοσύνης στις περίεργες μεταρρυθμιστικής υφής εκλάμψεις του τίποτε άλλο δεν σηματοδοτεί παρά την ίδρυση μιας υποβοηθούμενης δικονομικής άφεσης και τεκμαιρόμενης απεμπλοκής.
Άλλωστε δεν πρέπει να παροράται το γεγονός ότι ο πρόεδρος του δικαστηρίου που διευθύνει τη συζήτηση, όταν κρίνει ότι εξαντλήθηκε το σκέλος της αγόρευσης, οφείλει να παρέμβει, συνήθως με ευγενική παρότρυνση στον συνήγορο για συντόμευσή της, άλλως αν διαπιστώσει ότι ο αγορητής αναμασά τα ίδια και πλατυάζει ατερμόνως του αφαιρεί το λόγο.
Το πρόβλημα με τις καθυστερήσεις εκδόσεων των δικαστικών αποφάσεων, είναι όντως υπαρκτό και τείνει να εξελιχθεί σε γάγγραινα, που αφυδατώνει και νεκρώνει κάθε ιστό στον πολύπαθο χώρο της δικαιοσύνης. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι ατυχώς πολλοί δικαστές δεν ασκούν ευόρκως τα καθήκοντά τους, οχυρούμενοι πίσω από ένα καθιδρυμένο απαράδεκτο κατεστημένο, εις τρόπον ώστε να μην διαχωρίζεται η «ήρα από το στάρι», με την απομάκρυνση των επίορκων απ’ το δικαστικό σώμα, παρότι υπάρχουν περιπτώσεις προκλητικής και αδιανόητης κωλυσιεργίας που εξικνείται ακόμα και πέραν της τετραετίας!.. Προσέτι μέχρις ότου συγκληθούν τα δικαστικά συμβούλια και τιμωρηθούν με αποπομπή, εξακολουθούν να λυμαίνονται και να λεηλατούν μισθούς και επιδόματα. Μια κακοδαιμονία που αναπαράγεται συνεχώς και καρκινοβατεί υποσκάπτοντας τα θεμέλια στης δικαιοσύνης οδηγώντας την σε πλήρη αποδόμηση.
Είναι πλέον ηλίου φαεινότερον ότι η περιλάλητη μεταρρύθμιση, ως ανεμένετο, αστόχησε, αφού το τέλος της ήταν προδιαγεγραμμένο ως χρονικό ενός προαναγγελθέντος νομικού ατυχήματος. Αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά ότι όσοι ομνύουν πως μόνο αυτοί κατέχουν την πάσα αλήθεια, τίποτα άλλο δεν πετυχαίνουν παρά να οδηγήσουν την δικαιοσύνη σε νέες απρόβλεπτες περιπέτειες.
Είναι να μελαγχολεί κανείς αναλογιζόμενος ότι ο μόνος υπ. δικαιοσύνης που προσέφερε υπηρεσία ήταν και παραμένει ο Γεώργιος Κουβελάκης που με τον ν. 2172/93 κατήργησε τη θανατική ποινή και εξάγνισε τον χώρο της δικαιοσύνης από μια ανήκουστη βαρβαρότητα, να απαντά η πολιτεία στο έγκλημα με έγκλημα, ήτοι με μια «τελετουργική» θανατική καταδίκη.
Όλοι όσοι έσπευσαν με ασύγγνωστη προχειρότητα να αφήσουν το αποτύπωμά τους, τίποτα απολύτως δεν συνεισέφεραν, αλλά παρασυρμένοι από έπαρση και αλαζονεία, πάσχισαν ματαιοπονούντες να υπηρετήσουν ένα υπεροπτικό, υπερτροφικό και ναρκισσιστικό εγώ στο βωμό μια υπερφίαλης και νεφελώδους κοσμοθεωρίας και μιας κατά πάντα στείρας και αδικαίωτης ουτοπίας.
Παύλος Τζοβάρας
πρ. Πρόεδρος Δ.Σ. Θεσπρωτίας
Ηγουμενίτσα, 10/01/2025