Η φαινομένη εκτίναξη του δείκτη εγκληματικότητας και ο ανομολόγητος εκφυλισμός του κράτους δικαίου

Share Button

Ο αφύσικος καταιγισμός παρανοϊκών αντικοινωνικών συμπεριφορών και αδιανόητων εγκληματικών φαινομένων με στυγερές και αποτρόπαιες ανθρωποκτονίες και βδελυρά κακουργήματα αναγόμενα στη γενετήσια σφαίρα αλλά και ο πνιγηρός απόηχος από την απαράδεκτη, εμμονική, πομπώδη και θλιβερή αναπαραγωγή τους, από το σύνολο σχεδόν του ούτως ή άλλως βεβαρημένου τηλεοπτικού μας πεδίου, με ανήκουστο βανδαλισμό ψυχών και σωμάτων και κατακρεούργηση θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων, αποτελεί εκφυλιστική έκφανση του δημόσιου βίου και απροκάλυπτη ομολογία απόλυτης χρεωκοπίας που παραπέμπει σε υποπολιτισμικά περιβάλλοντα, τα οποία πιστεύαμε ότι αποτελούσαν μακρινό παρελθόν και είχαν τελεσίδικα εκλείψει.

Παρίσταται όθεν ανάγκη να εστιάσουμε σε δύο ερωτήματα, όπως δικαιολογούνται και υπαγορεύονται από την παράθεση του τίτλου του παρόντος, γιατί μόνο μια προσεκτική και υπεύθυνη προσέγγιση στα πλαίσια του νόμου και μια έντιμη θεώρηση με βάση τα πορίσματα της επιστήμης, μπορεί να τεκμηριώσουν τις απόψεις και να αναδείξουν την αλήθεια:

  1. Η επιχωριάζουσα δήλη εγκληματικότητα, ακόμα και στην ακραία εκδοχή της, συνιστά πρωτόγνωρη και απροσμέτρητων διαστάσεων εφιαλτική παθογένεια που απειλεί ευθέως να δυναμιτίσει τα θεμέλια της κοινωνίας;
  2. Τα μ.μ.ε. και ιδιαίτερα η πανίσχυρη τηλεόραση με τις υπερεξουσίες που διαθέτει και την ακαταμάχητη δύναμη της εικόνας με την οποία ευχερώς μπορεί να εγκλωβίσει και χειραγωγήσει τους εξ ημών πλέον αδαείς και ευάλωτους, εναρμονίζεται και λειτουργεί ως επιτάσσει ο δημόσιος χαρακτήρας της και το εύρος των επιταγών του άρθρ. 15§2 Σ, κυρίως εν αναφορά με τους ορισμούς του κράτους δικαίου και τη ρητή και θεμελιώδη διατυπωμένη μόλις στο αρθρ. 2§1Σ διάταξη περί σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, όπως αρμόζει σε ευνομούμενο κράτος και στο δημοκρατικό μας πολίτευμα;

Και μπορεί ο μέσος πολίτης να πειράται να ερμηνεύσει τον ορυμαγδό βίας, φρίκης και αίματος ανασύροντας ως την κύρια αιτία της κακοδαιμονίας που μας μαστίζει τα εκ της πανδημίας δεινά (covid-19) και τα βλαπτικά παράγωγά τους, μια τέτοια προσέγγιση όμως που παραγνωρίζει την ανθρώπινη φύση είναι προδήλως άστοχη, ελλειπτική, αδιέξοδη και αθεράπευτα αντιεπιστημονική.

Όπως σε παλαιότερο άρθρο μου με τίτλο «Στον αστερισμό του εγκλήματος» σημείωνα, κάθε εποχή εκλύει την ανάλογη ποσότητα εγκληματικής ύλης, ως δικλείδα αποσυμπίεσης της συσσωρευμένης λάβας στον σειόμενο και διαρκώς δονούμενο χάρτη της εγκληματικότητας. Κατά τον Καθηγητή της εγκληματολογίας Ιωάννη Δασκαλόπουλο: «Το έγκλημα δεν πρόκειται να εκλείψει ποτέ. Είναι οριακή κατάσταση ανθρωπίνως ανυπέρβλητη. Όσο υπάρχουν άνθρωποι θα υπάρχει έγκλημα. Αποτελεί καρκίνωμα στον κοινωνικό μας ιστό και η κοινωνία ανελίσσεται φέρουσα την πληγή».

Είναι η οδυνηρή στιγμή που ο άνθρωπος αποκόπτεται από την αγέλη. Θραύει τον κοινωνικό του δεσμό, προκαλεί τη ρήξη. Μέσα σ’ ένα καταθλιπτικό και δυστοπικό περίγυρο με κοινωνικές αντιπαραθέσεις και υπερχειλίζουσα οξύτητα, ναυαγισμένες προσδοκίες και προδομένα όνειρα που ζητούν εκδίκηση, επακόλουθο είναι να ευνοούνται και να εκκολάπτονται ανεξέλεγκτες συμπεριφορές που αμαυρώνουν τον πολιτισμικό μας δείκτη.

 

Προσέτι, παρέθετα χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτρόπαιων και φρικαλέων εγκλημάτων, όπως του φοιτητή που κατακρεούργησε στενά συγγενικά του πρόσωπα, πέντε τον αριθμό και αφού τεμάχισε τα μέλη τους τα έβαλε σε σακούλες και τα πέταξε σε σκουπιδότοπο στην Κεραμωτή Καβάλας. Καθώς και του ταϋλανδέζου μπάτλερ που εξόντωσε με σατανικό τρόπο και απύθμενη σκληρότητα διαδοχικά τα μέλη μιας τετραμελούς οικογένειας στην Κηφισιά υποχρεώνοντας τα επόμενα θύματα να θεώνται την θανάτωση των προηγηθέντων οικείων τους…

Πλήθος ισχυρών «ισοδυνάμων» στα οποία ευχερώς δύναται να συμπεριλάβει κανείς: Το έγκλημα στα Γλυκά Νερά, τον ομαδικό βιασμό και τη θανάτωση φοιτήτριας στη Ρόδο, το αποδιδόμενο σε μητέρα στην Πάτρα που φέρεται να προέβη στη θανάτωση ενός (;) παιδιού της, βιασμοί ανηλίκων και κακοποιητικές συμπεριφορές «ευυπόληπτων» κύκλων και δραστών υπεράνω υποψίας, επιβεβαιώνουν σε κάθε εποχή και σήμερα το προφανές.

Αψευδής μάρτυς των ανωτέρω αποτελεί η επίκληση της ιστορίας της εγκληματικότητας στη χώρα μας και η αρνητική παράμετρος που την συνοδεύει. Διήκει όντως μια ατελείωτη διαδρομή αβάσταχτου πόνου και ανήκουστης βαρβαρότητας που στιγμάτισαν ανεξίτηλα τις πληγείσες τοπικές κοινωνίες. Και βέβαια η ομοβροντία επάλληλης  εγκληματικής δράσης δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία. Η διεθνής «βιβλιογραφία» όχι μόνο δεν υπολείπεται αλλά εξακόντισε τη θηριωδία σε δυσθεώρητα ύψη εκπέμποντας το ανατριχιαστικό μήνυμα ότι τα τάρταρα και η άβυσσος μπορεί να είναι και δίπλα μας… Γιατί πώς να απαλείψει από τη μνήμη του κανείς τον παρανοϊκό και μισάνθρωπο Νορβηγό δολοφόνο Μπρέιβικ που το 2011 αποβιβάστηκε  πάνοπλος στο Νησί Ουτόνγκα και σκόρπισε τον τρόμο και τον θάνατο σε 77 άτομα, τραυματίζοντας ακόμα περισσότερα χωρίς τίποτα να μπορέσει να τον ανασχέσει ή τους ανισόρροπους εισβολείς στα σχολεία στις Η.Π.Α. που άνοιξαν πυρ εκτελώντας αλύπητα και αδιακρίτως νεαρά βλαστάρια, μαθητές κάθε ηλικίας, καθώς και τα τυφλά τρομοκρατικά χτυπήματα με τοποθέτηση βόμβας σε αεροπλάνα και τόσα άλλα «ανδραγαθήματα» διεστραμμένων υπανθρώπων;

Η φαινομένη εκτίναξη του δείκτη εγκληματικότητας είναι κατά ταύτα ψευδής και απατηλή, τεχνηέντως γιγαντωμένη από μεγεθυντικούς και παραμορφωτικούς φακούς στην υπηρεσία μιας αδίστακτης τηλεόρασης που ομνύει στην τρομολαγνεία και στον εντυπωσιασμό ως μοχλό διεκδίκησης της πρωτιάς στην τηλεθέαση. Η όποια κακουργηματική δυναμική είναι η συνήθης και αναμενόμενη σε κάθε εποχή και τίποτε άλλο δεν πιστοποιεί παρά την αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι από γενέσεως και δημιουργίας του κόσμου η ανέλιξη της ανθρωπότητας υπακούει στο dna των πρωτοπλάστων και μοιραία στην αέναη διαδρομή του χρόνου εσαεί στο αποτύπωμά μας θα ανιχνεύεται η αιμάσσουσα πορεία που χάραξε ο Κάιν.

Το κράτος δικαίου οφείλει να διαπνέεται και να εμφορείται από τους πυλώνες του Καταστατικού χάρτη, την αναγνώριση της λαϊκής κυριαρχίας ως θεμέλιο του πολιτεύματος, την διάκριση των εξουσιών, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την αρχή της νομιμότητας και τον έλεγχο των πράξεων των κρατικών οργάνων. Παράλληλα να λειτουργεί ακολουθώντας το απαύγασμα των συνταγματικών κανόνων αναγορεύοντας ως υπέρτατη αρχή την ισχύ και εφαρμογή του νόμου με ισότητα αδιακρίτως έναντι πάντων.

Παρ’ ημίν, καταφανής είναι η αδυναμία εμπέδωσης του κράτους δικαίου και διάχυτη η αντίληψη ότι όχι απλώς ανάταση δεν υπάρχει αλλά φθίνουσα πορεία που το έχει οδηγήσει σε παρατεταμένη περίοδο χειμερίας νάρκης. Αυτό επιμαρτυροί η συστηματική συρρίκνωσή του στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του και η απεμπόληση κυριαρχικών δικαιωμάτων που προοιωνίζουν δεινά και συντείνουν στην σταδιακή αποδόμησή του.

 

Η ελληνική κακοδαιμονία που ταλανίζει τον τόπο, εκπηγάζει όχι από την έλλειψη θεσμικών ερεισμάτων και αντίστοιχων νομικών κανόνων, αλλά από την ολοκληρωτική κατίσχυση των μιντιακών μέσων και την ανάδειξη της τηλεόρασης ως ηγεμονεύουσας δύναμης που χωρίς απολύτως καμιά νομιμοποίηση επεδόθη απροκάλυπτα με καθεστωτική αντίληψη στην εγκαθίδρυση, στη χώρα της εσπερίας, «τηλεοπτικής» δημοκρατίας κατά πλήρη περιφρόνηση του ισχύοντος νομικού status.

Η τηλεόραση με τη διαχρονική, κατά το μάλλον ή ήττον, ανοχή και ενοχή όλου του πολιτικού φάσματος μπορεί απροκάλυπτα και χωρίς προσχήματα να εισδύει σε αλλότριους χώρους, να σφετερίζεται εδάφη που δεν της ανήκουν, τα οποία σπεύδει… να προσαρτήσει στην αυτοκρατορία της, γιατί με το ομολογουμένως αλάνθαστο κριτήριο που διαθέτει, εκτιμά ότι στο χρηματιστήριο της ενημέρωσης άλλα πιο εύπεπτα και ελκυστικά προϊόντα ερεθίζουν περισσότερο την κοινή γνώμη, εξάπτουν ασφαλέστερα νοσηρές φαντασίες και μαγνητίζουν αποτελεσματικότερα ανώριμα πλήθη. Προσέτι δε, ως η επικαιρότητα προστάζει, νέμεται προνομιακά πεδία και αντιποιείται αρχές και εξουσίες, παρότι άλλα επιτάσσουν ο δημόσιος χαρακτήρας της και η κοινωνική της αποστολή.

Η δαιμονιοποίηση της τηλεόρασης εκκινεί από την ηγεμονική της αντίληψη ότι ο κόσμος της ανήκει ως φέουδο και τον χρησιμοποιεί ως άθυρμα για επίδειξη της μεγαλομανίας της. Δεν τον αφήνει ν’ ανασάνει ούτε στιγμή. Τον έχει αποστεώσει αφαιρώντας του κάθε ίχνος παραγωγικής ικμάδας και μεταβάλει σε πειθήνιο ενεργούμενό της κατά τους ορισμούς και τις εντολές ασύδοτων μιντιαρχών.

Τον τελευταίο καιρό βιώνουμε την απίστευτη παρακμή και τον ευτελισμό της που την έχουν περιαγάγει στο τελευταίο σκαλί, στου κακού τη σκάλα. Η ελληνική τηλεόραση συνεχίζει… να «διαβάζει» τις ημερήσιες πολιτικές και αθλητικές εφημερίδες και άλλα έντυπα και περιοδικά, λες και απευθύνεται σε κατεξοχήν αγράμματους και αναλφάβητους. Παράλληλα έχει στήσει εκπομπές και δημιουργήσει πρωινές, μεσημβρινές και απογευματινές ζώνες, με αμφιβόλου ποιότητας και αξιοπιστίας «πρωινάδικα» και «μικρομάγαζα» στα οποία κρατά σε ομηρεία ανυποψίαστους τηλεθεατές που ως Κίρκη τους μεταμορφώνει σε άμορφη μάζα, παθητικούς δέκτες, μοιραίους και άβουλους αργόσχολους χωρίς να προσμένουν κάποιο θαύμα. Σ’ αυτές τις ανούσιες και οχληρές εκπομπές σιτίζεται εσμός προσώπων και διαπρέπουν περισπούδαστοι «ειδικοί» που καλούνται να προσφέρουν τα φώτα τους με εξασφαλισμένη την διαφήμισή τους και την ευρεία δημοσιοποίηση της ταυτότητας και της εικόνας τους ως κατόχων… μεταπτυχιακού της T.V.

Το αρνητικό πρόσημο που χαρακτηρίζει την τηλεόραση, σχηματοποιείται σε αξίωμα ως ακολούθως: Όσο μεγαλύτερη ευκαιριακή ακροαματικότητα επιτυγχάνει, τόσο αστοχεί και αναντίστοιχη εμφανίζεται στην εκπλήρωση της κοινωνικής και πολιτισμικής της αποστολής. Και παρότι κατά το πλείστον μονοπωλεί την είδηση, την πληροφορία, την ενημέρωση, την εικόνα, την εμβέλεια και εν γένει την κοινωνική ζωή, δεν απέφυγε τον εκτροχιασμό της, γιατί ανήγαγε την μετριότητα σε χρυσό κανόνα πλοήγησής της, αυτοπαγιδεύτηκε στην ασημαντότητα των θολών μηνυμάτων που εξέπεμψε και μετέτρεψε την κολοσσιαία δύναμη με την οποία πριμοδοτήθηκε σε χαμηλές πτήσεις, ανώριμη και ανίκανη να διαχειριστεί την ποιότητα, τον πλουραρισμό, τον πολιτισμό, την πρόοδο και να κτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης.

Εσχάτως με αφορμή βαριές ποινικές εκτροπές και απεχθείς εγκληματικές πράξεις που απασχόλησαν την κοινή γνώμη και προκάλεσαν το κοινό περί δικαίου αίσθημα, επέπρωτο να ζήσουμε την πάσα αθλιότητα, βάναυση προσβολή στην αξιοπρέπεια του μέσου πολίτη. Και τούτο διότι η πολυμήχανη τηλεόραση εθεώρησε καλλίστη την ευκαιρία να συμμετάσχει με πρωταγωνιστικό ρόλο στο ανακύψαν νέο λαμπρό πεδίο δόξας και επεδόθη σε ανίερη και πρωτοφανή εκμετάλλευσή του, φιλοτεχνώντας απίστευτο σκηνικό διαρκών εκπομπών αναπαραγωγής των φαινομένων διεξαγωγής «δικών» στις οθόνες της, με τηλεδικαστές και τηλεεισαγγελείς, στρατιά ειδικών και ειδημόνων, πραγματογνωμόνων και τεχνικών συμβούλων, ψυχιάτρων και ψυχολόγων, ακόμα και δημοσιογράφων ντετέκτιβ για να αναδείξουν και καλύψουν τις επίζηλες νέες αμφιβόλου συνταγματικότητας δραστηριότητές της.

Και βέβαια δεν θα μπορούσε να απουσιάζει και να μην «λαμπρύνει» με την παρουσία της, η μεγάλη του γένους σχολή των… «γνωστών ποινικολόγων», που θεσμικά έκθετη, κατά παράβαση των υψηλών παραδόσεων του δικηγορικού μας σώματος και με βαρύτατες ευθύνες των οικείων δικηγορικών συλλόγων στους οποίους ανήκουν, με την ασύγγνωστη παράστασή τους και την αποκλίνουσα και εκκεντρική «συνηγορία» τους υπερθεματίζουν ανεπιγνώτως, ως πολιορκητικοί κριοί, την καθιέρωση της… τηλεοπτικής δίκης.

Η απερίσκεπτη συμπεριφορά των τηλεαστέρων, που ασύδοτοι κατά πάντα συνωθούνται κατά κόρον στα πρωινάδικα μικρομάγαζα της τηλεόρασης για να διατυπώσουν ως «αυθεντίες» και «επιτομή» της ποινικής δίκης τις περισπούδαστες απόψεις τους, αποτελεί πυορρούσα πληγή και κακόηθες σύμπτωμα αλαζονείας και έπαρσης που αφυδατώνει τον αυθεντικό δικανικό λόγο, προσβάλλει και αδικεί το ύψιστο λειτούργημα του πολιτισμού μας και αναιρεί τον υπερασπιστικό λόγο, μια φωνή που έρχεται από πολύ μακρυά και προώρισται να μην σιγήσει ποτέ.

Αλήθεια, ποιο κενό διέγνωσαν και σπεύδουν να το καλύψουν; Μήπως οι διαπράξαντες τα εγκλήματα δεν συνελήφθησαν;  Δεν άσκησε την δέουσα ποινική δίωξη ο αρμόδιος εισαγγελέας; Δεν παραπέμφθηκαν οι κατηγορούμενοι στον ανακριτή; Δεν εκλήθησαν νομοτύπως σε απολογία; Δεν διατάχθηκε η προσωρινή τους κράτηση; Δεν ορίστηκε δικάσιμος για την εκδίκαση της υπόθεσής τους; Και μάλιστα δύο από τις πολύκροτες αυτές υποθέσεις δεν είναι ήδη σε εξέλιξη, ολίγον πριν την ολοκλήρωσή τους;

Εντεύθεν ανακύπτει το ερώτημα: Η τηλεόραση, εν τη απείρω παντοδυναμία της αποδέχεται και αναγνωρίζει το ισχύον νομικό καθεστώς; Σέβεται και συμμορφούται στις επιταγές του δικαίου; Εάν η απάντηση τεκμαίρεται καταφατική, γιατί «αρνείται» το αναφαίρετο συνταγματικό δικαίωμα στους φυσικούς δικαστές να ασκήσουν απερίσπαστοι το δικαιοδοτικό τους έργο και με αλλεπάλληλες έκνομες και αμετροεπείς παρεμβάσεις της μολύνει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της δίκης, επιτείνει την σύγχυση και συστηματικά κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη δικαιοσύνη;

Από πού αντλεί το δικαίωμα να λαμβάνει αντίγραφα απολογιών κατηγορουμένων και καταθέσεις μαρτύρων, ακόμα και στο στάδιο ανάκρισης εν εξελίξει; (Δεν παραλείπω ν’ αναφέρω ότι πριν την τροποποίηση του αρθρ. 241 Κ.Π.Δ. η  ανάκριση ωρίζετο ως «μυστική», πλην όμως οι αλλεπάλληλες διαρροές υπήρξαν τόσο συχνές και εκτεταμένες που προκαλούσαν δικαιολογημένα ερωτηματικά στους πολίτες και έφερναν σε δεινή αμηχανία τους κατά νόμο υπεύθυνους εισαγγελείς και ανακριτές για την αδράνεια τους. Έτσι με το Ν. 4620/2019 η οικεία διάταξη τροποποιήθηκε και πλέον η ανάκριση χαρακτηρίζεται «έγγραφη και χωρίς δημοσιότητα»).

Πώς νομιμοποιείται το μονότονα επαναλαμβανόμενο σκηνικό αναπαραγωγής «δικών» επί εκκρεμών ποινικών υποθέσεων με ευρεία χρήση και δημοσιοποίηση στοιχείων της προδικασίας και εσμό προσκεκλημένων ως ειδικών και ειδημόνων, για να αναλύσουν την προσωπικότητα του ούτως ή άλλως απολειπομένου κατηγορουμένου και να προσδιορίσουν ερήμην του τα κίνητρα και τα ελατήρια της πράξης του, χωρίς να «ακουστεί», καίτοι ως κεντρικό πρόσωπο της δίκης έχει πάντα το λόγο τελευταίος,  ως να αγνοεί ο κάθε μιντιακός κολοσσός ότι σε προηγμένες έννομες τάξεις βάση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών (αρθρ. 26 Σ) «η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια: οι αποφάσεις της εκτελούνται στο όνομα του ελληνικού λαού» και στα αρθρ. 96-97 Σ ρητώς ορίζεται ότι τα κακουργήματα δικάζονται από μεικτά ορκωτά δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους.

Πού βρίσκει έρεισμα η αναντίρρητα εξωθεσμική παραβίαση και ισοπέδωση του τεκμηρίου αθωότητας που δεν είναι ένα απλό σχήμα λόγου αλλά θωρακίζει και προστατεύει κάθε κατηγορούμενο απ’ αρχής της ποινικής του περιπέτειας έως εξαντλήσεως όλων των βαθμών δικαιοδοσίας του δικαστικού του αγώνα και μέχρις ότου τελεσίδικα και αμετάκλητα διαγνωσθεί η ενοχή του, ως επιτάσσει το άρθρ. 71 Κ.Π.Δ.;

Προσέτι, όπως έχω σημειώσει σ’ άλλο άρθρο με αφορμή ανάλογα απαράδεκτα περιστατικά, η εικόνα ενός δέσμιου προσαγόμενου κατηγορουμένου να φωτογραφίζεται, να βιντεοσκοπείται, να πολιορκείται από δεκάδες μικρόφωνα χωρίς τη συναίνεσή του και ενώ πασχίζει ν’ εξασφαλίσει την ελάχιστη προφύλαξη, να βομβαρδίζεται ανηλεώς, με επίμονες και ανακριτικού χαρακτήρα ερωτήσεις, ακόμα και αν πρόκειται για τον απεχθέστερο εγκληματία, καταδεικνύει την ελλειπτική δικαϊκή κανονικότητά μας και μας μετατάσσει ανέκκλητα από άποψη ευνομίας στη ζώνη των υποανάπτυκτων κοινωνιών.

Το μέτρο προστασίας που επιφυλάσσει μια πολιτεία στους διωκόμενους και υπό καταναγκασμό τελούντες, προσδιορίζει το πολιτιστικό επίπεδό της και αντανακλά τη στερεότητα ή τη σαθρότητα των δομών της. Το περιλάλητο τεκμήριο αθωότητας που ρητώς κατοχυρώνεται από το άρθρο 6§2 της Ε.Σ.Δ.Α. δεν ευδοκιμεί σε άγονα νομικά εδάφη και παρηκμασμένες έννομες τάξεις. Τι κι αν υπάρχει ασφαλές περίγραμμα νομικής προστασίας (ν.2172/93, ν.3090/2002, ν.4569/19); Τι και αν απειλούνται σοβαρές ποινικές κυρώσεις και επιβολή υψηλών χρηματικών ποινών; Τα μ.μ.ε. με ευθύνη και ανοχή της πολιτείας είναι κράτος εν κράτει, υπεράνω νόμων.

Στο άρθρ. 15§1 Σ ορίζεται ότι «ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού  συμβουλίου ραδιοτηλεόρασης». Το Ε.Σ.Ρ. ιδρύθηκε το 1989 για να αδειοδοτήσει και εποπτεύσει την λειτουργία ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών και της δημόσιας τηλεόρασης. Στα 33 χρόνια από την ίδρυσή του, ανταποκρίθηκε στο ρόλο του ως θεματοφύλακα της συνταγματικής λειτουργίας, άσκησε την κυρωτική διαδικασία σε περιπτώσεις που προδήλως τα αδηφάγα μ.μ.ε υπερέβησαν τα εσκαμμένα και κυρίως δικαίωσε τις προσδοκίες του μέσου πολίτη; Αν κρίνουμε από τις προπαρατεθείσες αστοχίες και ασχήμιες στα όρια της αθλιότητας και την καταπάτηση του υφιστάμενου κώδικα δεοντολογίας, ανενδοίαστα μπορεί να γίνει λόγος για ένα πλήρως αδρανοποιημένο Ε.Σ.Ρ. που, ως μη έδει, περιέργως και επιμόνως σιωπά. Και παρότι στο Ε.Σ.Ρ. συμμετέχουν στις κορυφαίες θέσεις επίτιμα μέλη του Α.Π., φρόνιμο θα ήταν, να προβλεπόταν και αντίστοιχη θέση εισαγγελέα, αποκλειστικά αρμόδιου επί του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου που θα παρεμβαίνει σε κάθε βαριά εκτροπή τους, ώστε να περισταλεί το ταχύτερο και ν’ αποτραπεί αποτελεσματικά η διολίσθησή τους σε αδιέξοδες καταστάσεις πριν ο εξωθεσμικός τους κατήφορος αποβεί κατά πάντα μη αναστρέψιμος. Διαφορετικά, ποιος εντέλλεται να ασκήσει την «ποινική δίωξη» για να επιληφθεί το Ε.Σ.Ρ. που ούτως ή άλλως δεν μπορεί να εμφανίζεται με διπλή ιδιότητα και ως κατήγορος και ως κριτής των αχαλίνωτων τηλεοπτικών εκτροπών και συναφών «ατοπημάτων»;

Η έντονη αντιθεσμική δυσανεξία της τηλεόρασης, υπαγορεύεται από τον ασύμβατο χαρακτήρα της να μην υπακούει σε κανονιστικά πλαίσια λειτουργίας, διακατεχόμενη δε από το σύνδρομο της ύβρεως ως ανεξέλεγκτης υπερεξουσίας να διατυπώνει κυρίαρχη άποψη επί παντός του επιστητού, να μην αναγνωρίζει ζωτικό χώρο εκτός της εμβέλειάς της ακόμα  και αν ορθώνονται συνταγματικά τείχη και παραβιάζοντας ανενδοίαστα το άβατο της δικαιοσύνης να «λεηλατεί» μια συνταγματικά θεσπισμένη εξουσία χωρίς να της ζητείται και χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν.

Τον τελευταίο καιρό φανερή και όχι συγκεκαλυμμένη είναι η προσπάθεια διείσδυσής της στον ευαίσθητο χώρο της δικαιοσύνης που πάντα γοήτευε και σαγήνευε τα πλήθη, αφού τόσο ως ιδέα όσο και ως βίωμα φωλιάζει στην ψυχή του λαού μας. Ο ανεπίτρεπτος σφετερισμός των δικαιικών πραγμάτων την οδήγησε αναπόδραστα σε ευτελείς απομιμήσεις δικαστηριακών πρακτικών και στην αναπαραγωγή κακεκτύπων και συχνά αναζωπυρώνει την γκρίζα ατμόσφαιρα με δήθεν αποκλειστικές πληροφορίες ανταποκριτών της και με δημοσιογράφους ντετέκτιβ που καμώνονται πως ρίχνουν φως στο τούνελ… Μετέτρεψε όλη την χώρα σε απέραντο τηλεοπτικό δικαστήριο.

Αλήθεια, πόσα περιθώρια μπορεί να έχει ο δύσμοιρος τηλεθεατής για να καταναλώσει ακόμα μεγαλύτερη ποσότητα από την χιλιομασημένη τροφή που καθημερινά του σερβίρουν για την υπόθεση της τραγωδίας στην Πάτρα;

Πόσα αποσπασματικά εδάφη από τις απολογίες των κατηγορουμένων ως δολοφόνων της φοιτήτριας στη Ρόδο πρέπει να ακούσει για να τα εμπεδώσει ο μέσος πολίτης, ως εάν επρόκειτο να αποφανθεί ο ίδιος για την περί της ενοχής κρίση του και την προσήκουσα ποινική μεταχείρισή τους. Εκτός εάν η θεσμική αυτή απρέπεια δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί και μην εκπλαγεί κανείς αν κληθούν… σε γκάλοπ να δώσουν την ψήφο τους για την τύχη των κατηγορουμένων και το ύψος της ποινής που πρέπει να τους επιβληθεί.

Η ελληνική τηλεόραση νομοτελειακά πλέον οδεύει χωρίς αντιστάσεις στην παρακμή και στον μαρασμό. Κομίζει την ανυποληψία. Σηματοδοτεί έναν απόλυτα χρεοκοπημένο κόσμο. Εικόνα ντροπιαστική για μια τηλεόραση που δεν μας εκφράζει και ανάξια μιας Ελλάδας που δεν μας ταιριάζει. Μιας χώρας σε βαθιά καταστολή, σε αποδρομή, σε ολισθηρό και χωρίς φρένα κατήφορο.

Η ποινική εμπλοκή κάθε κατηγορουμένου και ο δραματικός δικαστικός αγώνας που στη συνέχεια θα κληθεί να δώσει υπαγορεύει να διασφαλίζονται στο ακέραιο οι εγγυήσεις της δίκαιης δίκης και ο πλήρης σεβασμός των δικαιωμάτων του.

Ομοίως και ο τρόπος που θα επιλέξει να αμυνθεί, είτε αρνούμενος την κατηγορία είτε ασκώντας το δικαίωμα σιγής ή εκδηλώνοντας ειλικρινή μεταμέλεια και ό,τι άλλο υπαγορεύει ως έσχατη εφεδρεία το ένστικτο της αυτοσυντήρησής του, είναι επίσης απόλυτα θεμιτός. Η απαγγελία όμως της καταδικαστικής απόφασης που επισύρει τον εγκλεισμό του στη φυλακή πέραν από το ισχυρό σοκ που προκαλεί, επιφέρει μια αγεφύρωτη ρωγμή στην ύπαρξή του και συνιστά ένα οδυνηρό προσωπικό μαρτύριο ικανό να συνθλίψει και να εξουθενώσει ακόμα και τον πλέον ισχυρό. Κατά συνέπεια οι λαοσυνάξεις (για τις οποίες μεγάλη ευθύνη βαραίνει την τηλεόραση) και το πλήθος που συνέρρευσε στον περιβάλλοντα του δικαστηρίου χώρο εν αναμονή της απαγγελίας της δικαστικής κρίσης, ακόμα και αν επρόκειτο για την υπόθεση του ναζιστικού μορφώματος (που είχε «προαναγγελθεί» και ήταν αναμενόμενη) και οι ξέφρενοι πανηγυρισμοί με καπνογόνα και κροτίδες, αποτελεί όνειδος για το κράτος δικαίου και είναι μια μαύρη σελίδα στα δικαστικά δρώμενα της χώρας, που θα περάσει καιρός για να ξεχαστεί και να σβήσει. Γιατί ακριβώς σ’ αυτές τις περιπτώσεις οφείλει το κράτος δικαίου να προβάλλει την δικαστική αρετή, να αντιτάξει τον πολιτισμό της δίκης, την θεσμική του υπεροπλία, τον σεβασμό στο πρόσωπο παντός κατηγορουμένου, ακόμα και να εκφράσει την συμπάθεια του για την δυσμενή έκβαση της δικαστικής του περιπέτειας, νοηματοδοτώντας στην πράξη την ευπρέπεια, την σύνεση, την καταλλαγή, την έλλειψη εμπάθειας και εν τέλει το μεγαλείο της δικαιοσύνης.

Ολισθηρό δρόμο επίσης επέλεξε και δαιμόνια ενέσπειρε ο τηλεοπτικός φακός και στην υπόθεση της κατηγορουμένης γυναίκας από την Πάτρα, που ακόμα και αν διέπραξε την κορυφαία κτηνωδία που της αποδίδεται (την οποία παρά ταύτα έστω και προσχηματικά πεισματωδώς αρνείται και επομένως ισχύει και στην περίπτωσή της το τεκμήριο της αθωότητας) τα θλιβερά περιστατικά που αναπαρήχθησαν κατά κόρον στις οθόνες όλων των καναλιών, όπως η απειλή λιντσαρίσματος από εξαγριωμένα πλήθη και η αναγραφή στους τοίχους και στα παράθυρα του σπιτιού της αποκρουστικών και απειλητικών ακραίων συνθημάτων, τα οποία μάλιστα απαθανάτιζαν στα κινητά τους, ως απτή πιστοποίηση ότι «ήταν και αυτοί εκεί», εκφραστές μιας ηθικής ανωτερότητας που ο ασυγκράτητος και υπερχειλίζων αποτροπιασμός τους επέβαλε να πάρουν οι ίδιοι τον νόμο… στα χέρια τους, αποτελεί μνημείο χυδαιότητας σε βάρος όλων των υπεραγανακτισμένων «αδιαφθόρων», που όπως στην περίπτωση των Εστιάδων, έτρεξαν «να δουν και να χορτάσουν» και απροκάλυπτης βαρβαρότητας και κυνισμού των αδίστακτων μ.μ.ε. [1]

Αλλά αν έπρεπε να κλείσω με την κατά τη γνώμη μου αλγεινοτέρα θεσμική εκτροπή από τα «έργα και τις ημέρες» της τηλεόρασης, χωρίς δισταγμό θα επικαλούμουν τα όσα ευτράπελα συμβαίνουν σε εν εξελίξει ποινική υπόθεση στην οποία ο κατηγορούμενός καίτοι εκπροσωπείται στη δίκη από συνήγορο της επιλογής του, προφανώς παρασυρμένος από την αίγλη του υπερασπιστικού λειτουργήματος, και υπολαμβάνοντας αφελώς ότι μπορεί ο ίδιος να ανταποκριθεί στα καθήκοντα συνηγόρου του εαυτού του, υποδυόμενος ρόλο που δεν συναρτάται με το θεατρικό σανίδι (κακέκτυπο υπερασπιστή) παντελώς ανυποψίαστος επεδόθη επί μακρόν σε εξαντλητική εξέταση μάρτυρος, «αντιποιούμενος» αλλότριο έργο που αδυνατεί να κατανοήσει και δη το λειτούργημα του συνηγόρου υπεράσπισης, που έρχεται από πολύ μακρυά, ως θαυμαστό πολιτιστικό επίτευγμα και αποτελεί την πεμπτουσία της ποινικής δίκης.

Κράτος δικαίου και μ.μ.ε., δυο ασύμβατοι κόσμοι. Ο ένας ευλαβείται τον νόμο, από τον οποίο και αντλεί τη δύναμή του. Ο άλλος επισείει τα ισοπεδωτικά ποσοστά τηλεθέασης, ως τρόπαιο της επικυριαρχίας του. Είναι πλέον καιρός οι διιστάμενες δύο «κοσμοθεωρίες» να συναγάγουν την ιστορική συνιστώσα: Καμιά έκπτωση στις αρχές και της αξίες που απαρασάλευτα υπηρετεί το κράτος δικαίου και γενναία αυτοκριτική αυτοκαθαρμού των μ.μ.ε. σε μια διαδικασία ώσμωσης πολιτισμού και δημοκρατίας, ως μόνη δίοδος ώστε η ηγεμονεύουσα δύναμη να διώξει από πάνω της ό,τι πιο μαύρο και πιο γκρίζο σκιάζουν τον απέραντο ορίζοντά της.

Δεν διατηρώ υψηλές προσδοκίες, ούτε διακατέχομαι από την ψευδαίσθηση ότι με το παρόν άρθρο θα μπορούσα, ως άλλος Δαυίδ, να αφανίσω την «κακή πλευρά» του μιντιακού γίγαντα Γολιάθ, αλλά ευελπιστώ ότι η προσπάθεια μου θα καταγραφεί όχι ως μια φωνή της ερημίας, αλλά ως ειλικρινής και εναγώνια πρόσθετη παρέμβαση στην προσπάθεια και πολλών άλλων, που υπό προϋποθέσεις μπορεί να εκριζώσει τις χρόνιες κακοδαιμονίες της, να εξυγιάνει τις τηλεοπτικές οθόνες από νοσογόνους ιούς και να καταστήσει ευάερα τα τηλεοπτικά παράθυρα, προς δε να γεννήσει έναν αναγκαίο και γόνιμο δημόσιο προβληματισμό, για να δρομολογηθεί μια νέα περίοδος αποκατάστασης και ενδυνάμωσης της λειτουργίας του πολλαπλώς βαλλόμενου και οιονεί ανυπεράσπιστου κράτους δικαίου.

          Ηγουμενίτσα, 05-05-2022

Παύλος  Τζοβάρας,             

π. Πρόεδρος Δ.Σ. Θεσπρωτίας, επίτιμο μέλος του Δ.Σ. Κερκύρας

[1] Εξόχως αρνητική παράμετρο αποτελεί η απαράδεκτη και κατάδηλα αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της αστυνομικής δύναμης που ήταν επιφορτισμένη με την τήρηση της τάξης και την προστασία της φερομένης ως παιδοκτόνου και των απειλουμένων συγγενών της, η οποία κατά παράβαση του καθήκοντός της όχι μόνο δεν απομάκρυνε πάραυτα το αλλαλάζον πλήθος και δεν προστάτευσε ως ώφειλε παντάπασι τους απειλούμενους αλλά οιστρηλατημένη από τα παραπλανητικά κελεύσματα των ασύδοτων μ.μ.ε. που βομβάρδιζαν… αμάχους, συντονίστηκε στον ρυθμό του αμαθούς όχλου και περιορίστηκε σε «διακριτική» επιτήρηση! Ο δημόσιος βίος πρέπει να κανοναρχείται από τις επιταγές του κράτους δικαίου και την απαρέγκλιτη εφαρμογή του νόμου. Αν όντως, αποδειχθεί ότι η φερομένη ως παιδοκτόνος εγκλημάτισε κατά τον σατανικό τρόπο που της αποδίδεται, αρμόδια να το πουν και να το κρίνουν είναι όχι η φλύαρη και ανεύθυνη τηλεόραση, αλλά μόνο τα δικαιοδοτικά όργανα της πολιτείας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *