Του Αντώνη Μπέζα
Ο πρωθυπουργός της Αλβανίας επέλεξε, όχι τυχαία, την ημέρα που συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τη σύλληψη και τη φυλάκιση του εκλεγμένου Δημάρχου Χιμάρας Φρέντι Μπελέρη για να ξεκινήσει από την Ελλάδα την περιοδεία του στις αλβανικές κοινότητες της Ευρώπης.
Στην ομιλία του στο Κλειστό του Γαλατσίου, μεταξύ των άλλων, έθεσε εμμέσως πλην σαφώς και το λεγόμενο θέμα των Τσάμηδων, κάνοντας τις ακόλουθες αναφορές: «…Οι μετανάστες βίωσαν την ταπείνωση όπως σε μια παλιά εποχή αναγκαστικής μετανάστευσης των προγόνων μας από την βόρεια Ελλάδα… Αντιμετωπίσατε κάθε είδους βάναυσες εκφράσεις της αλαζονείας του πλούσιου γείτονα προς τον φτωχό γείτονα. Ζήσατε τον εξευτελισμό των Τσάμηδων του τέλους του 20ου αιώνα, όταν τους πήραν από τα σπίτια τους με τα ρούχα τους την νύχτα, για να απελαθούν στην Αλβανία».
Ο Έντι Ράμα γνωρίζει βέβαια ιστορία. Τα τελευταία όμως χρόνια η Αλβανία, για να στηρίξει διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας (στην περίπτωση των Τσάμηδων επιστροφή περιουσιών και αποζημιώσεις) αλλά και ως αντίβαρο στην ελληνική εθνική μειονότητα, «ξαναγράφει» συστηματικά την ιστορία της χρησιμοποιώντας την προπαγάνδα των Τσάμηδων και αποκαθιστώντας πολιτικά τους συνεργάτες του φασισμού.
Η πραγματικότητα είναι προφανώς διαφορετική.
Ανθελληνική δράση υπάρχει ήδη από τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-13 καθώς ένοπλα τμήματα άτακτων Τσάμηδων έκαψαν ελληνικά χωριά και πολέμησαν στο πλευρό του τουρκικού στρατού κατά την απελευθέρωση της Ηπείρου. Με την προσάρτηση της Αλβανίας από τους Ιταλούς, το 1939, οι Τσάμηδες χρησιμοποιήθηκαν από το φασιστικό καθεστώς της Ρώμης για να δικαιολογήσουν την εισβολή στην Ελλάδα ενώ Αλβανοί και φυγόστρατοι Τσάμηδες συμμετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις των Ιταλών με 18 τάγματα πεζικού πρώτης γραμμής. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο πρωθυπουργός της Αλβανίας Σιεφγκέτ Βερλιάτσι σε διάγγελμα προς τον αλβανικό λαό ανέφερε ότι «Το όνειρο των προγόνων μας, η ιερότερη ελπίδα των χρόνων της νεότητος και της ακμής πραγματοποιήθηκαν. Οι αλβανικοί πληθυσμοί της Τσαμουριάς επιστρέφουν στους κόλπους της Αλβανικής Πατρίδος».
Οι υποσχέσεις που έδωσαν στην Αλβανία οι δυνάμεις του Άξονα, μετά την εδραίωση της ιταλικής κατοχής στην Ήπειρο (Μάιος 1941), για τη στήριξη των εδαφικών της βλέψεων κατά της Ελλάδας είχαν σαν αποτέλεσμα η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού των Τσάμηδων να υποστηρίξει ενεργά τις κατοχικές δυνάμεις.
Ο ισχυρισμός ότι με τον φασισμό συνεργάστηκαν εκπρόσωποι της τσάμικης κοινότητας και υπάρχει μόνο «ατομική ευθύνη» είναι ιστορικά λανθασμένος. Από τη μελέτη των γερμανικών στρατιωτικών αρχείων και των εκθέσεων προς τις ελληνικές αρχές προκύπτει ότι η κινητοποίηση της τσάμικης κοινότητας υπέρ των κατοχικών δυνάμεων υπήρξε γενικευμένη. Οι Τσάμηδες εξουδετέρωσαν την ελληνική διοίκηση, εγκατέστησαν τοπική κυβέρνηση (Ξίλια) με ύπατο αρμοστή και αντίστοιχα όργανα καθώς και πολιτοφυλακή (Μιλίτσια) και διέπραξαν τρομακτικά εγκλήματα σε βάρος αμάχων (καταστροφή χωριών Φαναρίου κλπ) αλλά και των επικεφαλής της τοπικής κοινωνίας (εκτέλεση 49 προκρίτων Παραμυθιάς, δολοφονία νομάρχη Γ. Βασιλάκου κλπ). Με τις πράξεις τους αυτές υπονόμευσαν κάθε προοπτική μελλοντικής συνύπαρξης με τους χριστιανούς.
Η βία που ασκήθηκε εκ μέρους τους εναντίον του ελληνικού πληθυσμού, εμπεριείχε ασφαλώς εθνοτική, πολιτισμική και θρησκευτική διάσταση. Όμως, δεν εκδηλώθηκε εξ αιτίας αυτών των διαφορών. Ο κεντρικός της πυρήνας ήταν πολιτικός και αφορούσε το σχέδιο προσάρτησης της ευρύτερης περιοχής, μέχρι τον Άραχθο ποταμό, στη «Μεγάλη Αλβανία».
Ο Ναπολέων Ζέρβας, ηγέτης της οργάνωσης ΕΔΕΣ στην Ήπειρο, είναι πράγματι ο άνθρωπος που διέλυσε την αλβανική διοίκηση στη Θεσπρωτία σε πολιτικό, αστυνομικό και στρατιωτικό επίπεδο. Ο Ζέρβας, όμως, προχώρησε στην εξουδετέρωση των κατασταλτικών μηχανισμών των Τσάμηδων όχι με ατομική του πρωτοβουλία αλλά σε συναντίληψη με το συμμαχικό παράγοντα. Το καλοκαίρι του 1944 ο ΕΔΕΣ δεν εκπροσωπούσε τον κατοχικό Έλληνα πρωθυπουργό αλλά τις συμμαχικές δυνάμεις και αποτελούσε μέρος της ελληνικής αντιφασιστικής αντίστασης.
Είναι γεγονός ότι η εκκαθάριση από τους ένοπλους και η εκκένωση της Θεσπρωτίας από τους αμάχους Τσάμηδες, δεν υπήρξε παντού αναίμακτη. Εκτός από αυτούς που έχασαν τη ζωή τους μετέχοντες σε συγκρούσεις με τα ελληνικά αντιστασιακά τμήματα, σκοτώθηκαν και μουσουλμάνοι πολίτες. Στις περιπτώσεις όμως αυτές, μιλούμε κατά κύριο λόγο για μεμονωμένες αντεκδικήσεις εκ μέρους συγγενών των θυμάτων από το χριστιανικό πληθυσμό.
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τέτοιες μορφές «δικαιοσύνης», όταν έφυγαν φιλικές στον εθνικοσοσιαλισμό μειονότητες, δεν παρατηρήθηκαν μόνο στη Θεσπρωτία. Συγκρίνοντας με τα θύματα παρόμοιων αντεκδικήσεων, όπως στους Σουδήτες της Τσεχίας, σε καμία περίπτωση δεν τεκμηριώνεται η «γενοκτονία» που ισχυρίζεται η αλβανική πλευρά. Όσον αφορά στους αμάχους Τσάμηδες, που οικειοθελώς αποχώρησαν με τους Γερμανούς, από την αλληλογραφία που διασώθηκε προκύπτει ότι ο Ζέρβας είχε δώσει σαφείς εντολές στις δυνάμεις του ΕΔΕΣ να προστατεύσουν τα γυναικόπαιδα στην ασφαλή έξοδό τους από τη Θεσπρωτία.
Οι Τσάμηδες εγκαταστάθηκαν αρχικά στη νότια Αλβανία και στη συνέχεια στην υπόλοιπη ενδοχώρα, σε πρόχειρα παραπήγματα, εγκαταλελειμμένες οικοδομές, εκκλησίες και αποθήκες του ιταλικού στρατού και πολλοί από αυτούς πέθαναν από κακουχίες και ασιτία. Λόγω της συνεργασίας τους με τον φασισμό αποτελούσαν μια νέα περιφρονημένη κοινωνική τάξη. Στις 25 Μαρτίου 1949 το Κ. Κ. Αλβανίας αποφάσισε τη στρατολόγηση και την επάνοδό τους στην Ελλάδα αλλά μερικές εκατοντάδες μόνο Τσάμηδων ανταποκρίθηκαν.
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οργάνωσαν στην Αλβανία εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και για το λόγο αυτό πολλοί συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας ή παρέμειναν για δεκαετίες στις αλβανικές φυλακές. Ο επίλογος του τσάμικου γράφτηκε με το διάταγμα 1654/19.4.1953, με το οποίο το αλβανικό κράτος απέδωσε επίσημα την αλβανική ιθαγένεια στους Τσάμηδες που κατοικούσαν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας. Οι χιλιάδες νεκροί που επικαλείται η αλβανική πλευρά δεν προέκυψαν από υποτιθέμενες «θηριωδίες» των Ελλήνων. Είναι κυρίως τα θύματα ενός ιδιότυπου αλβανικού εμφύλιου, της εχθρικής, δηλαδή, αρχικά στάσης και των σφοδρών διώξεων στη συνέχεια του καθεστώτος Χότζα εναντίον του τσάμικου πληθυσμού.
Η ειρηνική σχέση με την Αλβανία είναι μονόδρομος, όμως η πιο στέρεα βάση για την ελληνοαλβανική φιλία είναι η παραδοχή της αλήθειας που δεν έχει καμία σχέση με την προπαγάνδα του αλβανικού αλυτρωτισμού. Η Αλβανία είναι εκείνη που πρέπει να εκφράσει την ειλικρινή της λύπη για τα εγκλήματα των Τσάμηδων κατά του χριστιανικού πληθυσμού και όχι το αντίθετο!
(*) Ο Αντώνης Μπέζας είναι πρώην υπουργός και βουλευτής Θεσπρωτίας και συγγραφέας του βιβλίου «Τσάμηδες- Διεκδικήσεις και η Αλήθεια» (2019)