Ένα περίεργο όνειρο!

Share Button

Τί όνειρο ήταν τούτο Θεέ μου;
Πώς τόλμησα να τ’ ονειρευτώ;
Είδα πως ήμουνα ζωγράφος
με μια παλέτα να κρατώ!

Είχε τα χρώματα θεσπέσια,
τ’ ουράνιου τόξου, λαμπερά
κι εγώ κρατώντας το πινέλο,
ζωγράφιζα την ομορφιά!

Πρώτα, ζωγράφισα τον ήλιο,
με χρώμα λαμπερό χρυσό
και πάνω του έναν γαλάζιο,
έναν καθάριο ουρανό!

Τη θάλασσα έκανα κατόπι
κι αυτήν γαλάζια, αστραφτερή,
που καθρεφτίζεται ο ήλιος
κι οι γλάροι λούζονται σ’ αυτή!

Πράσινα έκανα λιβάδια,
με άνθη πολύχρωμα πολλά
και αργοκύλιστα ποτάμια,
μ’ ασημοπράσινα νερά!

Στα δάση, πράσινα τα δέντρα,
μ’ έναν ανάλαφρο βοριά,
για να λικνίζονται τα φύλλα,
γύρω τους να πετούν πουλιά!

Και ζωγραφίζω, ζωγραφίζω,
μέχρι που να ρθει το πρωί,
μέχρι που λιώνει το πινέλο,
η παλέτα, χάνεται κι αυτή!

Τελειώνει κάποτε η νύχτα
και ξημερώνει η αυγή!
Όμως τα μάτια μου αντικρίζουν
μια άχρωμη, παγωμένη γη!

Ο ήλιος, σαν ξεθωριασμένος,
πάνω σε γκρίζο ουρανό,
άνθη και δέντρα μαυρισμένα,
ποτάμια με θολό νερό!

Η θάλασσα αγκομαχάει,
τα ψάρια χάθηκαν κι αυτά,
εξαφανίστηκε το χρώμα
και όλα είναι σκοτεινά.

Πώς καταφέραμε, μου λέτε,
να καταστρέψουμε τη γη
κι από πολύχρωμη κι ωραία,
την κάναμε τόσο θολή;

Βάλε το χέρι Σου Θεέ μου,
να γίνει πάλι, εξ αρχής,
γιατί αν έτσι συνεχίσει,
θ’ αφανιστούμε κι όλοι εμείς!!!

Ελένη Κύρκου- Σαφάκα

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *