Του π. Ηλία Μάκου
Ο λαός θέλει να αποδεικνύουμε εμείς οι κληρικοί ότι δεν είμαστε υποκριτές και συμφεροντολόγοι και δεν καπηλευόμαστε τη θρησκεία αποβλέποντας σε υλικά ή άλλα οφέλη, αλλά άξιοι ποιμένες και πνευματικοί καθοδηγητές.
Αν υπάρχει “σφιχταγκαλιασμός” με το κράτος και τα κόμματα, η Εκκλησία δεν θα μπορεί να παίξει το ρόλο, που της αρμόζει, στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας.
Δεν θα μπορεί να παρεμβαίνει στα γενικότερα κοινωνικοηθικά προβλήματα του καιρού μας.
Δεν θα μπορεί να θρονιαστεί στις καρδιές των ανθρώπων, αλλά θα θεωρείται υποταγμένη στην κοσμική εξουσία.
Και δημιουργούνται, σε μερίδα πολιτών, παρεξηγήσεις ακόμη και αυτονόητων πραγμάτων.
Πολύ πρόσφατα ήρθε νομοσχέδιο στη Βουλή και προστέθηκαν στις υπάρχουσες 6.000 μόνιμες οργανικές θέσεις κληρικών, που προέβλεπε ο νόμος και άλλες 2.311 μόνιμες οργανικές θέσεις, δηλαδή ο πραγματικός αριθμός των κληρικών που υπηρετούν σήμερα στην Εκκλησία της Ελλάδος.
Και αυτό χωρίς να επιβαρυνθεί ο κρατικός προϋπολογισμός ούτε ένα ευρώ, αφού ήδη μισθοδοτούνται αυτοί οι κληρικοί
Παρόλα ταύτα υπήρξαν διαφωνίες και αντιδράσεις, που στη συγκεκριμένη περίπτωση και με τα υπάρχοντα δεδομένα, δεν τις θεωρούμε δικαιολογημένες.
Ωστόσο μπαίνει ένα γενικότερο θέμα, που έχει να κάνει με την εξάρτηση Εκκλησίας και κράτους, αλλά και της στάσης της απέναντι στα κόμματα.
Προσωπική μας άποψη είναι ότι από την εμπλοκή της με το κράτος ή τον τυχόν σχετισμό της με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε τρόπο, με κόμματα, φανερή ή υπόγεια, αυτή βγαίνει ζημιωμένη.
Γι’ αυτό ένας χωρισμός κράτους-Εκκλησίας με δίκαιους κανόνες και ορθές προϋποθέσεις και όρους δεν είναι μη συζητήσιμος.
Το θέμα δεν είναι αν “βολεύονται” ή αν “δεν βολεύονται” οι παπάδες, αλλά το πόσο ελεύθερη και ζωντανή είναι η Εκκλησία.
Μπροστά στη σημερινή επικίνδυνη ηθικά και πνευματικά πραγματικότητα, μπροστά στο αχαλίνωτο κατρακύλισμα, μπροστά στην κοινωνική μόλυνση, η Εκκλησία πρέπει να λειτουργεί σαν στήριγμα και ποδηγέτης.
Να διαμαρτύρεται συνετά, όταν η ανάγκη το καλεί. Και να ελέγχει φρόνιμα, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν.
Όλα αυτά με ηρεμία και αγάπη. Με φρόνηση και διάκριση, με σοφία αληθινή. Χωρίς φωνές βίαιες, χωρίς φανατισμούς, χωρίς ύβρεις και λέξεις βαριές, χωρίς ακρότητες και στενοκεφαλιές, αλλά και χωρίς δεσμεύσεις. Με ευρεία την αντίληψη, με φωτεινή τη σκέψη και το λόγο.
Στην Ελλάδα, μια χώρα, όπου οι κάτοικοί της στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι Ορθόδοξοι, ορισμένες καταστάσεις είναι ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι αυτονόητες.
Η πίστη δεν είναι μια περιθωριακή παράμετρος, αλλά μπορεί να διακονήσει το ιδεώδες της μεταμόρφωσης της κοινωνίας, μέσα από τις χριστιανικές αξίες της αλήθειας, της δικαιοσύνης, της ισότητας και της ελευθερίας.
Ο ρόλος της Ορθοδοξίας, η οποία εκ των πραγμάτων δεν έχει κανένα εσωτερικό και αναλλοίωτο δεσμό με τα σχήματα διακυβέρνησης, αλλά αναγνωρίζει και σέβεται τους θεσμούς, δεν υπάρχει η δυνατότητα να παραθεωρηθεί και να περιφρονηθεί.
Η Ορθοδοξία στην Ελλάδα δεν είναι μια αφηρημνένη έννοια, αλλά είναι ένας πυλώνας πνευματικής οικοδόμησης και ανθρωπιστικής στήριξης, στενά συνυφασμένος με τα ψυχικά βιώματα των Ελλήνων.
Από αυτή αντλούν παρηγοριά και ελπίδα οι περισσότεροι Έλληνες. Έτσι, εκ των γεγονότων, όλα τα ζητήματα, που ανακύπτουν με την πολιτεία, σ’ αυτό το πλαίσιο οφείλουν να κατανοούνται και να επιλύονται.
Πηγή: Εφημερίδα POLITICAL