Κάθε τόπος λατρεύει τη δική του Παναγία. Από κουβέντες ήξερα στη Θεσσαλονίκη την Παναγία Δεξιά, απ’ όπου περνούσαμε τις Δευτέρες με τη μαμά, τη Φανερωμένη της Κυζίκου, την οποία ανέφερε συχνά η νουνά μου και την Παναγία της Μηχανιώνας, όπου πηγαίναμε κάθε καλοκαίρι με καραβάκι στο πανηγύρι της.
Όταν το 1954 βρέθηκα στη Σαγιάδα της Θεσπρωτίας, σε ηλικία που η παιδική ψυχή δεν έχει ακόμη διαβρωθεί από διδασκαλίες, έμαθα για μια άλλη θαυματουργή Παναγία, την Παναγία του Γηρομερίου.
Η Σαγιάδα είναι ένα χωριό απέναντι από την Κέρκυρα, στα σύνορα με την Αλβανία. Τον 18ο αιώνα ήταν κέντρο παραγωγής αμπάδων, χοντρών υφασμάτων για τις λαϊκές τάξεις, που εξάγονταν από τη σκάλα της, το αποκαλούμενο από τους Σαγιαδηνούς σκάλωμα.
Στην καταστραμμένη από τους Γερμανούς Σαγιάδα, το χωριό του θείου μου, οι γυναίκες δεν είχαν όνομα. Τις φώναζαν με το όνομα του άντρα τους. Αν ήταν χήρες με το όνομα του παιδιού τους.
Όσοι κάτοικοι επέστρεψαν εκεί μετά την καταστροφή εγκαταστάθηκαν προς τη θάλασσα μέσα σε πρόχειρες καλύβες κοντά στα κτήματά τους. Εκεί φιλοξενηθήκαμε κι εμείς. Σε μια καλύβα με μοναδικά έπιπλα ένα ξύλινο κρεβάτι, ένα τραπέζι και δύο τρεις καρέκλες. Το σπίτι είχε πάτωμα από χώμα σκεπασμένο με ψάθα κι ένα τζάκι στην άκρη που χρησίμευε και για μαγείρεμα.
Στο κτήμα της ανιψιάς του θείου μου, που ήταν γεμάτο ελιές και συκιές, τριγυρνούσαν κότες και κοτοπουλάκια. Το φαγητό μας ήταν ψωμί με λάδι, πατάτες τηγανητές, αυγά και ψάρια, που διέθετε άφθονα η λιμνοθάλασσα της Σαγιάδας. Στις γιορτές η ανιψιά του θείου μου έσφαζε και καμιά κότα κι έφτιαχνε σούπα.
Στο πάνω χωριό που ήταν κτισμένο ψηλά στην πλαγιά εντυπωσιάστηκα από τα κουφάρια των καμένων πέτρινων σπιτιών και τη στέρνα που είδα στην αυλή του σπιτιού του θείου μου.
Τη θερινή ρουτίνα εκείνου του καλοκαιριού του 1954 διέκοψε ο ερχομός του Δεκαπενταύγουστου.
Όμως τη γαλήνη του χωριού συντάραξαν την επομένη τα κλάματα και οι φωνές των μανάδων που πληροφορήθηκαν ότι το φορτηγό έπεσε σε χαράδρα και τα περισσότερα παλικάρια τραυματίστηκαν και διακομίστηκαν στο νοσοκομείο Φιλιατών. Το ότι δεν σκοτώθηκε κανείς όλοι το απέδωσαν σε θαύμα της Παναγίας.
Τη βυζαντινή εκκλησία του Γηρομερίου και το μοναστήρι έμελλε να επισκεφτώ δέκα χρόνια αργότερα, το 1963, μαζί με τον θείο μου που επέστρεψε στη γενέτειρά του ύστερα από σαράντα χρόνια απουσίας.
Χάρη σε εθελοντές του ΟΗΕ η Σαγιάδα είχε αποκτήσει πλέον σπίτια και οι συνθήκες ζωής είχαν βελτιωθεί. Ο θείος μου που υπηρέτησε στον στρατό περίπου δέκα χρόνια, από το 1912 έως το 1922, έπρεπε να εκπληρώσει στην Παναγία του Γηρομερίου το τάμα του, έναν τενεκέ λάδι, για τη σωτηρία του στις μάχες της οπισθοχώρησης του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία.
Φτάσαμε στο Γηρομέρι με ταξί και ανεβήκαμε με τα πόδια στο μοναστήρι. Η ανιψιά του θείου μου, η Αρετή, ζαλώθηκε τον τενεκέ στην πλάτη μέχρι την εκκλησία. Μόλις τελείωσε η λειτουργία άρχισαν τα κλαρίνα.
ΠΗΓΗ: https://shortstories.gr/