Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα
Το πότισμα των κήπων στην Κάτω Βέλλιανη
Η ίδρυση της Κάτω Βέλλιανης (σήμερα Χρυσαυγή)
Η Κάτω Βέλλιανη ιδρύθηκε από τους κατοίκους της ΄Ανω Βέλλιανης, οι οποίοι μετακινήθηκαν δυτικά προς τις παρειές του όρους Κορύλα. Η ίδρυσή της άρχισε το 1920 και ολοκληρώθηκε περίπου το 1960. Την εποχή αυτή τα σπίτια της άρχιζαν από το σημερινό συνοικισμό των Παπαφωταίων και εκτείνονταν προς τα ανατολικά, με τελευταία οικία του Γκέλη Παναγιώτη (Μπίκα).
Το 1980 εγκαταστάθηκαν στην Κ.Β. οι δύο τελευταίες οικογένειες της Άνω Β.. Οι οικογένειες ήταν του Γιάννη Αλεξίου, σήμερα του Κώστα Αλέξη (γιου του) και της Φώτω Γιάνναινας. Η εγκατάστασή τους έγινε σε οικόπεδα που τους παραχώρησε η κοινότητα της Βέλλιανης, επί προεδρίας του Ευάγγελου Αθανασίου Αντωνίου.
Η ύδρευση
Μέχρι το 1960 οι κάτοικοι της Κ.Β. υδρεύονταν, περίπου μέχρι τις αρχές Αυγούστου, από τις μικρές πηγές του Λάκκου της Γαλατσίδας : του Πόρου, του Πλάτανου του Μύλου, της Μπουρίμας[1] ή Μπουριμιού του Μίχο Ντάγκα και του Μουσχουλιού. Από τον Αύγουστο όμως και μέχρι τον Οκτώβριο, που άρχιζαν τα πρωτοβρόχια, μόνο από τη μεγάλη πηγή του Βουτρά ή Βουτυρά η οποία βρισκόταν έξω από την κοίτη του Λάκκου της Γαλατσίδας. Και, κατά τη διάρκεια του χειμώνα επειδή οι ανωτέρω μικρές πηγές καλύπτονταν από τα μεταφερόμενα υλικά του Λ. τ. Γ., υδρεύονταν κυρίως από το νερό του, αφού καθαριζόταν καλά από τα μολυσμένα υλικά.
Γενικά η μεταφορά του ποσίμου ύδατος γινόταν με τα δοχεία μπινιότες, μπότια, βουτσέλες, μπούκλες, γκιούμια και παγούρια.
Η άρδευση
Οι κάτοικοι της Κάτω Βέλλιανης μετά το 1950 αρδεύονταν από το νερό του Λάκκου της Γαλατσίδας και των ανωτέρω πηγών, που βρίσκονταν ανεβαίνοντας αριστερά αυτού.
Τα χωμάτινα αυλάκια ποτίσματος
Στα μέσα της άνοιξης με προσωπική Εργασία οι Βελλιανίτες άνοιγαν όλα τα κεντρικά χωμάτινα αυλάκια ποτίσματος :
– Το αυλάκι του πάνω μαχαλά
Το αυλάκι του πάνω μαχαλά άρχιζε από τη μεγάλη πηγή Βουτρά, περνούσε κάτω από το μεγάλο Λιθάρι της Δέσης (βόρεια και πλησίον του σπιτιού του Γκέλη Παναγιώτη), στην κορυφή του κτήματος του Γρηγόρη και Γάκη Μπίκα, στα μέσα περίπου από το περιβόλι του Ναστάση Μπίκα, δεξιά από το σημερινό δρόμο που κατεβαίνει από την αρχαία Ελέα, κάτω από το κτήμα του Σπύρου Λώλου, (σήμερα του γιου του Νίκου) και κατέληγε στους κήπους του Νικόλα Κούρτη (σήμερα του γιου του Ιωάννη) και του Γιάννη Νικολού (σήμερα δεν υπάρχει). Κάτω από το σημερινό σπίτι του Σπύρο Λώλου με τσακίστρα κατέβαινε στο περιβόλι του Μήτρο Λώλου ή της Λάμπρως (μάνας του Μήτρου Λώλου) και στη συνέχεια κατέληγε στον κήπο του Χαρίση Μπίκα .
Ο Τσίλης και ο Μίχο – Ντάγκας πότιζαν τον κήπο τους από αυλάκι που άρχιζε από την αρχή του κτήματος του Γρηγόρη Μπίκα. Ο δε Τσίλη Ντάγκας επί πλέον πότιζε τον κήπο που συνόρευε κυρίως με το κτήμα του Ναστάση Μπίκα, από αυλάκι που άρχιζε από τη σημερινή κεντρική είσοδο του Ν.Μ.
– Το αυλάκι του Γάκη Ντάγκα
Το αυλάκι του Γάκη Ντάγκα άρχιζε από τη δέση του Λάκκου της Γαλατσίδας, που βρισκόταν κάτω από το μεγάλο Λιθάρι της Δέσης (β.π. κ.) και πήγαινε στο κτήμα του (σήμερα του γιου του Φώτου ), ποτίζοντας τους κήπους πάνω από τις πηγές του Μουσκουλιού και της Μπουρίμας ή μπουριμιού του Μίχο Ντάγκα[2] ως και προς το Λάκκο του Γραβιά.
Το αυλάκι αυτό είναι το ίδιο αυλάκι που παλιά περνούσε το νερό και έθετε σε λειτουργία τον αλευρόμυλο και τον ταμπακόμυλο στον παλιόμυλο, ερείπια των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα.
Από εδώ το χωμάτινο αυτό αυλάκι κατέβαινε πίσω από το σπίτι του Παπαχρήστου, αργότερα του Παπαδημήτρη, και κατέληγε στους κήπους της Σωτήρη Γιώργαινας και της κόρης της, Φώτως, συζύγου του Χρήστου Παπά (Παπαφώτη ) και αργότερα των γαμπρών του, Μήτσιο Αληγιάννη και Μάρκου Σερίφη.
Το χωράφι του Παπαδημήτρη που βρισκόταν δυτικά και κάτω από το σπίτι του, εκεί υπήρχαν και πολλές πορτοκαλιές, ποτιζόταν και από τα στραγγίδια του Λάκκου της Γαλατσίδας με αυλάκι που άρχιζε από τη μικρή δέση που υπήρχε στη ρίζα του Μεγάλου Πλάτανου στον Παλιόμυλο (σήμερα ο Μεγάλος αυτός Πλάτανος δεν υπάρχει)
(Πληροφορίες : η Τασία, κόρη του Παπαχρήστου (Φιλίππου) και σύζυγος του Κωνσταντίνου Αηδόνη ως και η Φωτεινή, ανιψιά της από τον αδερφό της Σωτήρη (Φιλίππου ) και σύζυγος του Κωνσταντίνου Μήτση.
– Το αυλάκι του Μύλου ή του κάτω μαχαλά[3]
Το αυλάκι του ποτίσματος του Μύλου ή του κάτω μαχαλά άρχιζε από τη συμβολή του Λάκκου του Γραβιά με το Λάκκο της Γαλατσίδας. Περνούσε το σημερινό κεντρικό δρόμο που ανεβαίνει στο νεκροταφείο του Αγίου Γεωργίου και στην αρχαία Ελέα και έθετε σε λειτουργία τον αλευρόμυλο του Τσίλη Γιάννη (Μπίκα). Μετά τον αλευρόμυλο, στις εκεί κάποτε λεύκες έστριβε δεξιά και, συναντώντας πάλι τον κεντρικό δρόμο, από την αριστερή πλευρά του, έφθανε στους κήπους του Σωτήρη και Θωμά Μπίκα. Στο σημείο που το αυλάκι του Μύλου διέσχιζε τον κεντρικό δρόμο, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, επειδή η μεγάλη ποσότητα του νερού καθιστούσε δύσκολο το πέρασμα του, ο Τσίλη Γιάννης είχε κατασκευάσει μικρό ξύλινο γιοφύρι.
Το νερό του ανωτέρω αυλακιού μέχρι το Μύλο πότιζε τα πεζούλια της Λάμπρως (ό.α.) και του Τσίλη Γιάννη και στη συνέχεια τον κήπο του Χαρίση Μπίκα (σήμερα του γιου του Κωνσταντίνου), τον κήπο του Τ. Γ. στα Χαλίκια, του Νάσιο Αντωνίου (αργότερα του γιου του Λάκη) και του Σωτήρη και Θωμά Μπίκα .
– Το αυλάκι των Παπαφωταίων
Το αυλάκι των Παπαφωταίων άρχιζε από την ομώνυμη δέση, ακριβώς κάτω από την ψησταριά Ε.Ο.Κ. του Κωνσταντίνου Μιχαήλ, περνώντας πάνω από το πρώτο μαγαζί του Θωμά Μπίκα (πατέρα του Τάκη Μπίκα), το δρόμο που πήγαινε στο σχολείο, πάνω από την αποθήκη του Κώστα Παπαφώτη και έφτανε στο συνοικισμό τους.
Οι δέσες
Δέση είναι το κλείσιμο της κοίτης του Λάκκου της Γαλατσίδας με σκοπό το νερό της μερικώς ή ολικώς να οδηγείται προς ορισμένη κατεύθυνση. Δέσες στο Λάκκο της Γαλατσίδας υπήρχαν :
Πάνω και λίγα μέτρα από τη μεγάλη πηγή του Βουτρά, κάτω από το μεγάλο Λιθάρι της Δέσης, στη συμβολή του Λάκκου του Γραβιά και του Λάκκου της Γαλατσίδας, στον Παλιόμυλο και των Παπαφωταίων.
Από όλες δε τις δέσες η μεγαλύτερη ήταν η δέση των Παπαφωταίων, η οποία, επειδή συγκέντρωνε όλα τα στραγγίδια (νερό) των πηγών του Λάκκου της Γαλατσίδας, σχημάτιζε μικρή λίμνη μέσα στην οποία ζούσαν νεροχελώνες, νερόφιδα και πολλά βατράχια. Η δέση αυτή παρέμεινε πάντα κλειστή και την άνοιγαν μόνο οι μεγάλες κατεβασιές του Λάκκου.
Η τσακίστρα
Τσακίστρα ονόμαζαν το άνοιγμα του κεντρικού αυλακιού, με σκοπό το νερό του να εισέρχεται όλο στον υπό πότισμα κήπο, κλείνοντας παράλληλα στο σημείο αυτό το εν λόγω αυλάκι, ώστε να διακόπτεται τελείως η ροή του νερού.
Ο κάθε κήπος είχε το λιγότερο μία τσακίστρα, την οποία έκλεινε με πέτρες και άλλα υλικά ο γείτονας που στη συνέχεια με τη σειρά του έπαιρνε το νερό.
Η Βρύση της Βάβως
Η βρύση της Βάβως βρίσκεται λίγα μέτρα πάνω από το σπίτι του Χρήστο Σωτήρη (Ντάγκα), αργότερα του γαμπρού του Παπακώστα (Φιλίππου). Το νερό της, επειδή δε στέρευε καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ο Χρήστος Σωτήρης το συγκέντρωνε σε παλιά ειδική δεξαμενή και πότιζε τον κήπο του.
Ο κήπος το Στεφο – Φίλη
Ο κήπος του Στεφο – Φίλη στο παλιό σπίτι του ποτιζόταν από την πηγή Πουρί, που βρισκόταν πάνω από τον Παλιόμυλο και μέσα στο κτήμα του. Το νερό της αρκετό, δε στέρευε καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Από την πηγή αυτή το Σεπτέμβριο που άνοιγε το Σχολείο και όλες οι άλλες πηγές στέρευαν, ο δάσκαλος έστελνε δυο μεγάλους μαθητές και γιόμιζαν το γκιούμι με νερό για πιει και για μαγείρεμα. (Πληροφορίες : Ιωάννης Γεωργίου Σταύρου,μαθητής την εποχή εκείνη στο Δημοτικό Σχολείο της Βέλλιανης και αργότερα μαθηματικός της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ). Στην ανωτέρω πηγή ο γιος του Στεφο – Φίλη, ο Χρήστος (Τακη – Στέφος) είχε κατασκευάσει μεγάλη τσιμεντένια δεξαμενή, με το νερό της οποίας πότιζε όχι μόνον το κήπο, τις πολλές πορτοκαλιές και λεμονιές, αλλά και το μοναδικό τότε στη Βέλλιανη και στη γύρω περιοχή φυτώριο ελαιοδέντρων.
Οι κήποι των αδελφών Μπικαίων και των αδελφών Κώστα και Λάμπρου Ντάγκα
Τα κτήματα του Γκέλη Παναγιώτη Μπίκα ( πατέρα του Λευτέρη) πάνω από το σπίτι του Γάκη Μπίκα και των αδελφών του (Τσίλη, Γιάννη, Κώτσιου και της Σόφως, χήρας του Χρήστου Κοκκίνη με την κόρη της Κωστάντω ) στη Ραχούλα, ως και των αδελφών Κώστα και Λάμπρου Ντάγκα, λόγω υψομέτρου του εδάφους τους, δεν διατηρούσαν κατά τους καλοκαιρινούς μήνες κήπους, με κηπευτικά, που η καλλιέργεια τους χρειάζονταν πότισμα.
Ο χωρισμός του νερού ποτίσματος
Από τα μέσα περίπου της Άνοιξης το νερό ποτίσματος το μοίραζαν σε δύο ίσα (;) μέρη :
– Το πρώτο μέρος του νερού αποτελούνταν από το μισό νερό του Λάκκου της Γαλατσίδας, που το χώριζαν στη δέση του Βουτρά και το νερό της ομώνυμης πηγής. Με το νερό αυτό πότιζε μόνο ο πάνω μαχαλάς
– Με το άλλο ήμισυ του νερού του Λάκκου τ. Γ. και με τα στραγγίδια[4] του πότιζαν ο Γάκη Ντάγκας, μαζί με τις άλλες τρεις οικογένειες (Παπαχρήστου (Φιλίππου), Σωτήρη Γιώργαινας και του Χρήστο Παπα (Παπαφώτη), ο κάτω μαχαλάς και οι Παπαφωταίοι.
Η κάθε οικογένεια την εποχή αυτή έπαιρνε το νερό για τέσσερις (4) ώρες, αρχίζοντας από τις 06.00 το πρωί.
Πληροφορίες : Αριστοτέλης Κωνσταντίνου Μπίκας
Το νερό γινόταν ένα, όπως έλεγαν
Η ένωση των δύο μερών του νερού ποτίσματος άρχιζε περίπου με την αρχή του καλοκαιριού, όταν το διοικητικό συμβούλιο της Βέλλιανης διαπίστωνε ότι το νερό λιγόστευε τόσο πολύ, ώστε χωρισμένο δεν επαρκούσε για το πότισμα των κήπων. Την εποχή αυτή τη δέση[5] του Βουτρά την έκλειναν εντελώς, όταν πότιζε ο πάνω μαχαλάς, ενώ την άνοιγαν όταν έπαιρνε το νερό το υπόλοιπο χωριό. Επίσης έριχναν στην κοίτη του λάκκου και το νερό της πηγής του Βουτρά, αν και στην πλησίον της κοίτης πήγαζε νερό, προερχόμενο από φλέβα της εν λόγω πηγής.
Την εποχή αυτή η κάθε οικογένεια με τη σειρά της έπαιρνε το νερό επίσης για τέσσερις (4) ώρες.
Το πιο δύσκολο πότισμα
Το πιο δύσκολο πότισμα των κήπων ήταν αυτό που συνέπιπτε στις ώρες από 02.00 μετά τα μεσάνυχτα έως τις 06.00 το πρωί.
Στις ώρες αυτές, αλλά και στα άλλα ποτίσματα της νύχτας, για το πότισμα χρησιμοποιούνταν δύο άτομα. Το ένα, συνήθως παιδί που κρατούσε τη φωτιά (πυροφάνι), έτσι την έλεγαν, για να βλέπει το άλλο άτομο (κυρίως άνδρας ή γυναίκα) που κανόνιζε τη ροή του νερού, ώστε να ποτίζονται όλα τα κηπευτικά. Πολλές φορές μέσα στον κήπο έβρισκαν χελώνες, φίδια ή τζιάπες, τα οποία αμέσως σκότωναν, επειδή προκαλούσαν καταστροφή στα κηπευτικά.
Εδώ πρέπει να τονιστεί, ότι ο πατέρας μου, όταν πότιζε μετά τα μεσάνυχτα, έπρεπε αμέσως με το τέλος του ποτίσματος, εξαντλημένος και άυπνος, να μεταβεί για το μαστραλίκι.
Τα μικρομαλώματα
Πολλές φορές οι Βελλιανίτες μάλωναν αναμεταξύ τους για το νερό του ποτίσματος. Τα μαλώματα αυτά περιορίζονταν κυρίως σε λογομαχίες γύρω από την αιτία, όπως :
– Το πάρσιμο του νερού όχι ακριβώς στην ώρα του, αλλά νωρίτερα, ορισμένα λεπτά. Η κάθε οικογένεια που είχε το νερό και η επόμενη που το έπαιρνε, φρόντιζε να έχει στο σπίτι της ρολόι. Την εποχή αυτή δεν είχαν όλες οι οικογένειες ωρολόγια.
– Τη ροή μικρής ποσότητας νερού από την τσακίστρα ενός κήπου, του οποίου ο ιδιοκτήτης του δεν είχε σειρά για πότισμα.
Ο υπεύθυνος του νερού ποτίσματος
Στη Βέλλιανη υπεύθυνος για το νερό του ποτίσματος ήταν το κοινοτικό συμβούλιό, το οποίο σε συνεδρίαση αποφάσιζε για όλες τις λεπτομέρειές του. Εκτελεστής δε της απόφασης αυτής ήταν ο εκάστοτε αγροφύλακας.
(Πληροφορίες ο Αριστοτέλης Κωνσταντίνου Μπίκας)
Η παραγωγή των κηπευτικών
Η καλλιέργεια των κηπευτικών ήταν αποκλειστική δουλειά της μάνας. Η μάνα, εκτός από τις άλλες δουλειές του σπιτιού, μεγάλωμα των παιδιών, πλύσιμο των ρούχων, καθαρισμό του σπιτιού, μαγείρεμα φαγητού (μεσημέρι και βράδυ), ζύμωμα ψωμιού, μεταφοράς καυσόξυλων (θυμωνιά), είχε και το σκάψιμο των κήπων, τη σπορά και φύτεμα των κηπευτικών ( πατάτες, αγγουριών, φασουλιών, κρεμμυδιών, ντομάτες, μελιτζάνες κ.λπ. ) και την όλη καλλιέργεια και περιποίηση αυτών. Γιατί, όπως έλεγε η μάνα « Ο κήπος σε θέλει πάντα μέσα »
Εκτός των ανωτέρω είχε τις κότες τις οποίες τάιζε και πρόσεχε από τις αλεπούδες, και τα γεράκια και τα μικρά κοπάδια γιδιών ή προβάτων και γελαδιών ως και των φορτωτικών ζώων (αλόγων, μουλαριών και γαϊδουριών).
Τα κηπευτικά ως πηγή εσόδων
Τα κηπευτικά που παρήγαγαν οι κήποι των Βελλιανιτών συνέβαλαν όχι μόνο στην καθημερινή διατροφή της οικογένειας, αλλά και στην αύξηση των οικονομικών τους. Την εποχή αυτή δεν είχε έρθει ακόμα στη Βέλλιανη το ηλεκτρικό ρεύμα. Και ως εκ τούτου, επειδή δεν υπήρχαν τα ψυγεία και οι καταψύξεις, η μάνα μαγείρευε τα κηπευτικά, παίρνοντάς τα απευθείας από τον κήπο.
Στη Βέλλιανη, εξαιτίας των πολλών νερών και της εργατικότητας των κατοίκων της, κάθε οικογένεια είχε το περιβόλι όλα τα οπωροφόρα δέντρα και τον κήπο. Τα φρούτα και τα λαχανικά αυτά όχι μόνο έφταναν για τις ανάγκες του σπιτιού, αλλά περίσσευαν και για πούλημα. Ο κήπος από το τέλος του χειμώνα, μέχρι το φθινόπωρο ήθελε πολύ δουλειά. Ήθελε σκάψιμο, αυλάκιασμα, φούσκιμα, φύτεμα, σκάλισμα, βοτάνισμα, πότισμα και φράξιμο από τα ζώα και τις κότες. Σε πολλούς κήπους έβαζαν και σκιάχτρα σε ομοίωμα ανθρώπου, για να μην πλησιάζουν τα τσιροπούλια και τα διάφορα ζώα.
Όλες σχεδόν οι Βελλιανίτισσες της εποχής εκείνης, κάθε Σάββατο, αλλά και πολλές φορές και μισοβδόμαδα, φορτωμένες με φρέσκα κηπευτικά και ώριμα φρούτα, πήγαιναν στην αγορά της Παραμυθιάς και τα πουλούσαν, Με τα χρήματα που εισέπρατταν, αγόραζαν όλα τα ψώνια του σπιτιού κι έβαζαν κι ένα ποσό στην άκρη για ώρα ανάγκης.
Η συχωρεμένη μάνα μου, η Ναστάση Μπίκαινα (1904-1990) εισέπραττε από την πώληση των κηπευτικών στην αγορά της Παραμυθιάς, κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, περισσότερα από όσο εισέπραττε ο κτίστης πατέρας μου (Ναστάσης Μπίκας 1900-1995).
Η μάνα όταν έγερνε προς τη δύση ο ήλιος, πήγαινε στον κήπο και εκεί μάζευε τα κηπευτικά, τα οποία ήθελε να πουλήσει την άλλη μέρα, και τα μετέφερε στην αυλή του σπιτιού της (στου Γκέλη Μάγκου). Εδώ τα έλεγχε πολύ προσεκτικά, τα ράντιζε με κρύο νερό και τα τοποθετούσε σε κασόνια, σακκούλια ή σακκουλοπάνες. Όταν εμείς τα παιδιά πηγαίναμε δήθεν να τη βοηθήσουμε, δεν μάς άφηνε να πλησιάσουμε, αν πρώτα δεν πλέναμε καλά τα χέρια. Κι αν δεν τα πλέναμε, με αυστηρότητα μάς έλεγε : « Μην τα μαλάζετε (τα πιάνετε). Άπλυτα δεν κάνει να τα πλησιάσετε ». Κι αν εμείς είχαμε πιάσει κάποιο με άπλυτα χέρια, το έπαιρνε αμέσως και το έβαζε στην άκρη και δεν το έπαιρνε μαζί της, γιατί, όπως έλεγε, « θα μαγάριζε όλα τα άλλα και θα τής έμεναν απούλητα ». Μόλις ξημέρωνε, τα φόρτωνε, άλλα στο γομάρι, το στύλο του σπιτιού, και άλλα στο κορμί της και ξεκίναγε για την αγορά.
Όταν έφθανε στην Παραμυθιά, σ’ ένα κεντρικό σοκάκι της (δρομάκι), αφού ξεφόρτωνε, πήγαινε το γομάρι της στο χάνι του Νικόλα Κλη. Εκεί για τη φύλαξή του, μέχρι το μεσημέρι πλήρωνε μία (1) δραχμή.
Και η μάνα μου, αν και δεν ήξερε να γράφει και να διαβάζει, ήξερε όμως να λογαριάζει, να προσθέτει και να δίνει κανονικά τα ρέστα στον αγοραστή. Πορτοφόλι δεν είχε. Για πορτοφόλι χρησιμοποιούσε τη μία άκρη του μαύρου μαντιλιού της, που φορούσε στο κεφάλι. Κι αν της έμεναν ορισμένα πουλήματα απούλητα, τα άφηνε στο χάνι του Νικόλα Κλη και την άλλη μέρα, αφού πήγαινε ξανά στην αγορά με άλλα φρέσκα κηπευτικά, προσπαθούσε να τα πουλήσει. Και, όσα της έμεναν απούλητα, τα έφερνε στο σπίτι και τα έριχνε για τροφή στις κότες.
Προτού αναχωρήσει με το γομάρι της για τη Βέλλιανη, αγόραζε από το παντοπωλείο του Μητσιο – Κρυστάλλη, ό,τι χρειαζόταν για το σπίτι. Τα άλλα μικροπράγματα οι Βελλιανίτες τα αγόραζαν από το μαγαζί του Θωμά Μπίκα, όπως πετρέλαιο για τη λάμπα, λαμπογυάλια, σπίρτα κ.λπ.
Το φθινόπωρο τα κηπευτικά ελαττώνονταν. Την εποχή αυτή πουλούσαν αχλάδια, μολόκοκα (μισή δραχμή το ποτηράκι), όψιμα σύκκα, καρύδια, κ.ά.. Και το χειμώνα; Το χειμώνα μέσα στα κρύα μάζευαν λαψάνες στα χωράφια, φύονταν μόνες τους, και, αφού τις καθάριζαν μια μια και τις έπλυναν στο λάκκο της Γαλατσίδας, τις πουλούσαν στην αγορά.
Οι βραστές λαψάνες με μπόλικο φρέσκο λάδι, λεμόνι, τυρί φέτα και λειψό ψωμί, αποτελούσαν γεύμα, το οποίο ακόμα και σήμερα επιθυμούν πολλοί.
Το μάτιασμα και τα πουλήματα
Όταν η μάνα φόρτωνε τα πουλήματα, έκανε αργά το σταυρό της και μουρμούριζε τη φράση : « Να ’χω καλό ξεπούλημα ». Στο δρόμο όποιος τη συναντούσε, τη χαιρετούσε και της ευχόταν καλό ξεπούλημα. Τον πρώτο δε που απαντούσε, τον έβαζε πάντα κατάνι για την πώληση των κηπευτικών και το βράδυ που επέστρεφε στο σπίτι ο πατέρας, του έλεγε : « Ναστάση, σήμερα βρήκα στο δρόμο τον τάδε ή την τάδε και είχα καλό ή κακό ξεπούλημα ». Ήξεραν οι Βελλιανίτισσες το γούρι όλων των χωριανών κατά σόγια και, ξεκινώντας για την αγορά, με τη συνάντηση του πρώτου χωριανού, γνώριζαν εκ των προτέρων την τύχη των πουλημάτων τους.
Πληροφορίες : Η Φρόδω (Αφροδίτη), κόρη του Σωτήρη Μπίκα και σύζυγος του Ευάγγελου Αθανασίου Αντωνίου, η Φωτεινή, κόρη του Σωτήρη Φιλίππου και σύζυγος του Κωνσταντίνου Μήτση, (εγγονή του Παπαχρήστου – Φιλίππου ), η Τασία (Αναστασία), κόρη του Παπαχρήστου – Φιλίππου και σύζυγος του Κωνσταντίνου Αηδόνη, ο Αριστοτέλης Κωνσταντίνου Μπίκας, ο Γεώργιος Νικολάου Κούρτης, ο Ιωάννης Αναστασίου Μπίκας και ο Κωνσταντίνος Δημητρίου Λώλος, η Βάσω του Βαγγέλη Παπαφώτη και σύζυγος του Γιάννη Νικολάου και ο Χρήστος Θωμά Μπίκας (Τάκη Μπίκας.
Μάριος Αναστασίου Μπίκας
[1]. μπουρίμα ή μπουρίμι : μικρή γούρνα, εντός της οποίας συγκεντρωνόταν το πηγάζον προς πόση κρύο νερό. Κατά τις βραδινές ώρες του καλοκαιριού της εποχής εκείνης στη μπορίμα του Μίχο Ντάγκα συγκεντρώνονταν, κυρίως, κορίτσια, για να πάρουν με τη σειρά τους σε δοχεία κρύο νερό, προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν για πιει και για όλες τις άλλες οικιακές ανάγκες.
[2] . Μπουρίμα του Μίχο Ντάγκα : η ονομασία της οφείλεται στο γεγονός ότι η οικογένεια του Μίχο Ντάγκα την προστάτευε και την περιποιούνταν σε περίπτωση που οι κατεβασιές του Λ. της Γαλατσίδας την κάλυπταν με τα μεταφερόμενα υλικά.
[3]. Με βάση το νερό του ποτίσματος ως Κάτω Μαχαλά, θεωρούνταν οι οικογένειες από το σπίτι του Τσίλη Γιάννη ως του Θωμά Μπίκα.
[4]. στραγγίδια : στραγγίδια ονόμαζαν το νερό των πηγών που βρίσκονταν παράπλευρα του Λ. τ. Γ. και χύνονταν εντός της κοίτης του.
[5]. Η δέση του Βουτρά : Το νερό, που έφθανε μέσω της κοίτης του Λάκκου της Γαλατσίδας στη δέση του Βουτρά, προερχόταν από τις πηγές Κίσσαρα, Πετρουνοβάτη και Πλατανάκή.