Αφιέρωμα/ Ραδιοφωνική ομιλία: Μάρκος Μπότσαρης

Share Button

Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα

Ραδιοφωνική ομιλία ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ

του στρατηγού  Δ. Μπότσαρη, 23.03.1954.

Εφημερίδα Κήρυξ των Ιωαννίνων : Παρασκευή 7 Μαΐου 1954

(Πρώτο μέρος)

«΄Ετσι αρχίζει, σύμφωνα με την Ηπειρωτική πίστη, το ιστορικό έπος του Χρηστοβασίλη «για το μεγάλο – όπως γράφει – έργο του μεγάλου Σουλιώτη Μάρκου Μπότσαρη». Αλλ’ ο μεγάλος Σουλιώτης είναι και μεγάλος θείος τού τώρα ομιλούντος και δεν στέκει σε μένα, μολονότι απεδέχθη την ευγενή παράκληση του εθνικού ιδρύματος της ραδιοφωνίας, να υμνήσω τον ήρωα.

΄Αλλοι, το έθνος και εκλεκτοί ΄Ελληνες και ξένοι το έχουν κάμει.  Η ιστορία, η ποίησις, η ζωγραφική, η γλυπτική, η λογοτεχνία, η παράδοσις, ο θρύλος το ανέλαβαν. Από όλα αυτά θα αναφέρω όλιγα χαρακτηριστικά σημεία.  Το βάπτισμα του πυρός έλαβε ο Μάρκος 14ετής στη μεγάλη θυσία του 1804 – ύστερα από το Ζάλογγο – στο Σελτσο, γη γνωστή « ως χαλασμός των Μποτσαραίων ». Στην άνισο αυτή γιγαντομαχία σκοτώθηκε ο θείος του Νικήτας, τα αδέρφια του Γιάννης και Ελένη του Κίτσου, τα εξαδέρφια του Ελένη και Γιάννης του Νότη, που ύστερα από 5 τραύματα αναίσθητος ηχμαλωτίσθη. Εκεί πληγώθηκε κι έπειτα απέθανε η μητρυιά του. Εκεί σχεδόν αφανίσθηκε η φάρα των Μποτσαραίων.

΄Επειτα ο Μάρκος έζησε πολλά χρόνια στην αυλή του Αλή πασά και εμορφώθη υπό Γάλους εκπαιδευτάς. Τότε ο διορατικός τύραννος είπε για το σοβαρό Μάρκο το γνωστό :

«Αυτός εκεί που δεν μιλεί, πολλή Τουρκιά θα φάει»

Ο Μάρκος έζησε εις την Κέρκυραν, την Ιταλία και υπηρέτησε εις το Γαλλικό στρατό, όπου ο Κίτσος ήταν ανώτερος αξιωματικός. Ο πατέρας του εδολοφονήθη στην ΄Αρτα από το Γώγο Μπακόλα, όργανο του Αλή.  Θλιμμένος ο Μάρκος λαχταρά το Σούλι. Τα χρόνια περνούν. ΄Υστερα από διαφόρους αποπείρας οι Σουλιώται, όταν ο Αλής εστασίασεν κατά της Πύλης, έρχονται από τους Ιονίους νήσους στην ΄Ηπειρο υπό το Νότη, κατόπιν Σουλτανικής προσκλήσεως που αποδεικνύεται απατηλή. Στρέφονται τότε προς τον Αλή και του στέλνουν το Μάρκον προς συνεννόηση.

Από την επομένη ανοίγει τα φτερά του ο αετός του Σουλίου, δια να πετάξει από νίκης εις νίκη. Όπως λέγει ο Πουκεβήλ που εγνώριζε καλά τους Μποτσαραίους, περιμένει να ξημερώσει για να αναγγείλει φανερά ότι θα χτυπήσει το σουλτανικό στρατό. Αναπετάσει τη σημαία του Σταυρού, διατάσει γενικό πυρ με πολεμική ιαχή, παρελαύνει προς τον εχθρό, τον προκαλεί και επί τέλους καταλαμβάνει  τους Βορυάδες και το Σούλι. Έπειτα, ενώ ο πολέμαρχος θείος του Νότης οργανώνει το ελεύθερο Σούλι δια το μεγάλο αγώνα, ο Μάρκος ορμά εις τους Κουμτζάδες κυριεύει μεγάλη εφοδιοπομπή, καταλαμβάνει τα Πέντε Πηγάδια, πολιορκεί και εκπορθεί το φρούριο της Ρηνιάσας, βαδίζει κατά της ΄Αρτας, όπου κινδυνεύοντα σπεύδει να τον ενισχύσει ο γέρο Νότης, παραβιάζει το γιοφύρι της ΄Αρτας, μπαίνει στην πόλη και προσβάλει το κάστρο, κτυπώντας, κατά την παράδοση, την πύλη με το τσεκούρι, αλλά επί τέλους, προδωμένος αναγκάζεται να αφήσει την ΄Αρτα.

Ο Μάρκος νικά εις Δραμεσούς, Κοσμηρά, Ραψίστα και αλλού. Αστραπή η ορμή του και κεραυνός το κτύπημα.  «΄Οπου Μάρκος και νίκη».

Μετά το έναυσμα του Σουλίου αναφλέγεται σαν σήμερα η Ελλάς το 1821. Ο Μάρκος συναντάται με την Κυβέρνηση και αποφασίζεται η ατυχής υπό το Μαυροκορδάτο εκστρατεία. Ο ήρως γυρίζει στα Πέντε Πηγάδια για να σπεύσει στο Σούλι, όπου ο πολέμαρχος Νότης διεξήγεν απεγνωσμένον άνισον αγώνα. Τότε φαίνεται του Μάρκου η Χριστινική αρετή.  Δι’ αγάπη της πατρίδος συγχωρεί τον φονέα του πατρός του Γώγο, τον φιλεί και τον ονομάζει πατέρα. Όμως τώρα ο φονεύς γίνεται και προδότης. Η μάχη του Πέτα παρά τη νίκη έξοδος των Σουλιωτών από το Σούλι, ο Μάρκος ακολουθεί το Μαροκορδάτο στο Μεσολόγγι, αφού αντέστη στον εχθρικό στρατό. Είναι γνωστά τα στρατηγήματα με τα οποία παραπλανά τον Ομέρ Βριώνη έως να εξοπλισθεί και να οχυρωθεί στο Μεσολόγγι, ως και οι αγώνες του και η προσωπική του, συμβολή στο θρίαμβο των Χριστουγέννων του 1822. Αλλοίμονο, είναι τα τελευταία Χριστούγεννα του Στρατάρχου της Δυτικής Ελλάδας.  Ετοιμάζεται τώρα δια την αθανασία ο ήρως.  Η στρατιά του Σκόντρα Πασά προχωρεί από τα Αγραφα προς το Καρπενήσι. Ο Τζελαλεδίν ήδη έφθασεν. ΄Ελληνες και Φιλέλληνες πεθαίνουν μαζί .

Την συμφορά του Πέτα ακολουθεί ο κίνδυνος που είναι θανάσιμος, αλλά ο Μάρκος θα τον ματαιώσει. Φιλεί και σχίζει το δίπλωμά του που ανέπνεεν φθόνο στους άλλους. Γράφει εις τον Λόρδον Βύρωνα στην Κεφαλληνία :

«  Το γράμμα σας με ενέπλησεν χαράς. Πολυάριθμος στρατός μας απειλεί. Απόψε σκοπεύω κάτι να επιχειρήσω. Μη βραδύνετε πολύ να έλθετε… ». Το  « κάτι » αυτό είναι η νίκη και η θυσία του.  Αποχαιρετίζει τους άλλους του φίλους και στέλλει τον Θεοείκελον εξάδελφόν του Τούσαν, τον ιδανικότερον ήρωα, προσφωνεί τα παλικάρια του :  « Ο Θεός μάς βλέπει αδέρφια και μάς ευλογεί » και ορμά στο Καρπενήσι, συντρίβει και αποσυνθέτει τον εχθρικό στρατό, αλλά πληρώνει με τη τίμια ζωή του, την 10ην Αυγούστου 1823, το προς την πατρίδα χρέος.  Ο γίγας Τούσας και οι άλλοι, μαχόμενοι ως λέοντες, τον απεκόμισαν θνήσκοντα.  Κοντά στο Ζυγό ξεψύχησε ο αετός στα 33 του χρόνια .

«Όταν κανένας ήρωας σκοτώνεται ή πεθαίνει, σβυέται ένα αστέρι υπέρλαμπρο στον ουρανό επάνω»

( Για την ακρίβεια της αντιγραφής   Μάριος Αναστασίου Μπίκας )

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *