Αφιέρωμα: Παλιά Πρωτοχρονιάτικα ήθη και έθιμα

Share Button

Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα

 

Παλιά Πρωτοχρονιάτικα ήθη και έθιμα

Πότε γιορταζόταν η Πρωτοχρονιά στους Προ και Μετά Χριστό αιώνες ;

–  Στους ειδωλολάτρες  γιορταζόταν  την πρώτη (1η)  Ιανουαρίου.

–  Στους Ρωμαίους  γιορταζόταν πριν από το 153 π. Χ την πρώτη (1η ) Μαρτίου και μετά το 153 π.Χ. την πρώτη ( 1η ) Ιανουαρίου.

–  Στη χριστιανική εκκλησία γιορταζόταν  την έκτη (6ην ) Ιανουαρίου, την εικοστή πέμπτη  (25η ) Μαρτίου,  την πρώτη ( 1η  ) Σεπτεμβρίου, την εικοστή πέμπτη (25η ) Δεκεμβρίου και μετά τα  τέλη του έκτου ( 6ου  ) μ.Χ.  αιώνα την πρώτη (1η) Ιανουαρίου  .

Παλιά πρωτοχρονιάτικα ήθη και έθιμα

Παρακάτω παρατίθενται ορισμένα πρωτοχρονιάτικα ήθη και έθιμα, που τηρούνταν στα χωριά  Καρυώτι, Βέλλιανη, Προδρόμι και Καμίνι – Ζερβοχώρι, περίπου, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950 :

α.  Η βασιλόπιτα

Ανήμερα της  Πρωτοχρονιάς, εορτής του ΄Αη Βασίλη, μαγείρευαν τη Βασιλόπιτα. Πρώτα έβραζαν σε κατσαρόλα το αρνίσιο ή κατσικίσιο κρέας, κομμένο σε μικρά κομμάτια. ΄Υστερα σε  μεγάλο ταψί, στο οποίο είχαν απλώσει τρία ή τέσσερα πέτρα (φύλλα),  έριχναν σπυρωτό  ρύζι. Στη συνέχεια τοποθετούσαν  τα κομμάτια του βραστού κρέατος (τα κοψίδια ) σε ίση απόσταση το ένα από το άλλο, έριχναν το καλά πλυμένο αργυρό νόμισμα, συνήθως τάλιρο και δίπλωναν με τέχνη τα φύλλα, που εξείχαν του ταψιού. Τέλος έχυναν μέσα στο ταψί το νερό από το βραστό κρέας, σκεπάζοντάς το με τη γάστρα. Όταν η πίτα ψηνόταν, την έβαζαν πάνω στο σινί (χαμηλό, στρογγυλό τραπέζι). Εκεί ο πατέρας  τη γύριζε τρεις φορές. Στη συνέχεια  την έκοβε σε κομμάτια, δίνοντας το πρώτο κομμάτι στην Παναγία, το δεύτερο στο Χριστό, το τρίτο στον εαυτό του, το τέταρτο στη μάνα και τα υπόλοιπα στα παιδιά. ΄Ολοι έτρωγαν το κομμάτι  τους  μέσα στο ταψί.  Αν όμως το τάλιρο βρισκόταν στο κομμάτι της μάνας, η μάνα χωρίς να γίνεται αντιληπτή, το έβαζε στο κομμάτι του μικρότερου παιδιού ή του παιδιού που ήταν αδιάθετο.

Και,  όποιος έβρισκε το τάλιρο,  θεωρούνταν ο τυχερός της χρονιάς.

Η Φώτη Παπαφώταινα (Σταυρούλα Αθανασίου)  μαγειρεύει τη Βασιλόπιτα  (1996) στην οικία της στη Βέλλιανη.
(1)  Η φωτογραφία είναι από το Αρχείο του Μ.Α.Μ.
Δεξιά διακρίνονται :  Το βεργί, το λαδοδοχείο και πάνω στο καλοριφέρ το ραδιόφωνο.

 

Η Φώτη Παπαφώταινα γεννήθηκε στην Πετροβίτσα του Δήμου Σουλίου.  Από την ηλικία των έξι ετών ο θείος της Χρήστος Αθανασίου, επειδή ήταν ορφανή από πατέρα και η μάνα της είχε ξαναπαντρευτεί, την έδωσε στην Παραμυθιά ψυχοπαίδι στο Σωτήρη Νίλη (Τριανταφύλλου), όπου, μετά το θάνατο του Σ.Ν.  μεγάλωσε κοντά στον αδερφό του το Γάκη Νίλη. Μετά το τέλος του Β΄. παγκοσμίου πολέμου για τρία χρόνια παρακολούθησε μαθήματα ραπτικής σε Σχολή  της Παραμυθιάς. Όταν ο Γάκη Νίλης  στεφάνωσε στη Βέλλιανη τον Κώστα Βασιλείου Παπαφώτη, γνώρισε το Φώτη Βασιλ. Παπαφώτη, τον οποίο αρραβώνιασε και στη συνέχεια παντρεύτηκε. ΄Ηταν τότε ηλικίας μόλις δεκαεπτά χρόνων. Μαζί του απόκτησε το Θωμά, τον Κώστα και την Κατίνα. 

(Βλέπ. Μάριου Αναστασίου Μπίκα : « Οι Παπαφωταίοι της Βέλλιανης »,  Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 164 κ. 165 )

β.  Η πίτα του τσοπάνου

Την Πρωτοχρονιά  έφτιαχναν πίτα με κοφτό σιτάρι, το οποίο έκοβαν  στο χειρόμυλο. ΄Υστερα,  αφού το έβραζαν ελαφρώς, το ζεματούσαν με βούτυρο, ρίχνοντας μέσα και  τριμμένο τυρί. Τέλος το μίγμα αυτό, την πίτα, την έβαζαν σε ένα ταψί, την έψηναν στη γάστρα και στη συνέχεια την πήγαιναν να τη φάει ο τσοπάνος που φύλαγε τα πρόβατα ή τα γίδια.

γ.  Τα κουλούρια

Την Πρωτοχρονιά έφτιαχναν κουλούρια με σταρένιο ζυμάρι, ζωγραφίζοντας πάνω τους σταυρούς και σκηνές από την κτηνοτροφική ζωή. Αφού τα τοποθετούσαν σε ένα ταψί και τα έψηναν στη γάστρα, ανά ένα τα έβαζαν πάνω στα κεφάλια των ζώων.  Όταν το κουλούρι έπεφτε και στεκόταν ανάποδα, το ζώο θα χανόταν (ψοφούσε)  μέσα σ’ ένα χρόνο. Αν  όμως στεκόταν  στην κανονική του  θα ζούσε.

δ.  Το πουρνάρι

Την Πρωτοχρονιά χαράματα ένας από την οικογένεια, αφού πρώτα πλενόταν, πήγαινε κι έκοβε ένα πουρνάρι, το οποίο έφερνε στο σπίτι.   Ύστερα, κόβοντάς το σε  μικρά κλαριά,  τα έριχνε στη φωτιά, λέγοντας με το τσίρισμα των φύλλων :

Τόσα αρνιά, τόσα κατσίκια.

Αρνιά, κατσίκια, θηλυκά

και παιδιά αρσενικά.

Τα παραπάνω έθιμα, β, γ, δ,  μού τα είπε ο Βελλιανίτης Ιωάννης Βασιλείου Μπίκας, γαμπρός μου από αδελφή.  (Βλέπ. π.κ. φωτογραφία (2) )

Ο Βελλιανίτης  Ιωάννης Βασιλείου Μπίκας, γαμπρός μου απ’ αδελφή.
(2)  Η παρούσα φωτογραφία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Faceboοc της Βέλλιανης,  αναγγέλλοντας το  θάνατό  του, 27.11.2023
Τη φωτογραφία μού την έστειλε ο ανιψιός μου Αναστάσιος Ναπολ. Μπίκας (μαθηματικός Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης)
Επιμέλεια φωτογραφίας Κωνσταντίνος Γεωργίου Τάχιας (Καρυωτίτης, Πανεπιστήμιο Στουτγκάρδης Γερμανίας)

 

Δεκαετία 1960. Βελλιανίτες χορεύουν μπροστά στο πρώτο μαγαζί του Θωμά Μπίκα.
Από τα αριστερά : Ο Κώστας Βασιλείου Ντάγκας (Κωστα – Ντάγκας), όπισθεν ο Μάρκος Σερίφης, ο παπά Δημήτρης, ο Βασίλης Κωνσταντίνου Παπαφώτης (Τσιλη – Παπαφώτης) και ο Σπύρος Ευαγγέλου Γεωργίου (Σπυρο – Γκέλης)
(3) Η φωτογραφία είναι από το Αρχείο του… (;)

 

ε. Η πρωτοχρονιάτικη χαρτοπαιξία

Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς ορισμένοι Βελλιανίτες και Καρυωτίτες[1] συγκεντρώνονταν στο μικρό πρώτο μαγαζί του Βελλιανίτη Θωμά Μπίκα κι έπαιζαν χαρτιά με χρήματα.  Στην Ελλάδα το κουμάρι, όπως λέγεται κοινώς, ή η χαρτοπαιξία, απαγορεύεται αυστηρά.  Το βράδυ όμως της παραμονής της Πρωτοχρονιάς οι υπεύθυνοι της τήρησης του Νόμου έκλειναν τα μάτια, γιατί το έθιμο καταργεί το Νόμο, όπως λέει και η παροιμία.

Από νωρίς, λοιπόν, μαζεύονταν άντρες και αγόρια, ηλικίας πάνω των δεκαπέντε ετών (;), στο μαγαζί[2], όπου, μόλις νύχτωνε, σχημάτιζαν  παρέες κι έπιαναν από ένα τραπέζι με τις ανάλογες καρέκλες, παίζοντας  εικοσιένα,  τριάντα ένα,  ραμί ή άλλα κερδοφόρα παιχνίδια.  Τα έξι περίπου τραπέζια που είχε το μαγαζί, γέμιζαν από παίχτες.  Σε άλλα τραπέζια έπαιζαν οι μεγάλοι και σε άλλα οι μικροί. Σε  άλλα οι επαγγελματίες παίχτες και σε άλλα οι αρχάριοι, οι καινούργιοι στο κουρμπέτι, όπως έλεγε κι ο Γιώργος (Γ.Β.Μ.).  Όποιος κέρδιζε τη βραδιά αυτή, θεωρούνταν ο τυχερός της ερχόμενης χρονιάς, ενώ όποιος έχανε, ο  άτυχος.

Η χαρτοπαιξία άρχιζε για όλους με τον ερχομό του σκότους και συνεχιζόταν για τους μικρούς και τους μεγάλους μη επαγγελματίες μέχρι τα μεσάνυχτα. Για τους λίγους, τους τεχνίτες, παρατεινόταν μέχρι το γιόμα και πολλές φορές και μέχρι το πρωί της μεθεπομένης ημέρας. Επειδή το μαγαζί ήταν ακριβώς δεξιά του κεντρικού δρόμου και δεν ήταν καλό να έβλεπαν τους παίχτες οι χωριανοί που ανεβοκατέβαιναν για τις δουλειές τους, μόλις ξημέρωνε, μετακόμιζαν στο σπίτι του Θωμά, που ήταν παράδρομα. Και για φαγητό οι παίχτες έτρωγαν ό,τι πρόχειρο τους ετοίμαζε το κατάστημα, ο Θωμάς, χωρίς να σταματούν το παιχνίδι.  Αν κάποιος κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού έχανε όλα τα χρήματα, δανειζόταν από το Θωμά.   Οι παίχτες δεν δανείζονταν αναμεταξύ τους, επειδή πίστευαν ότι ο δανεισμός τούς έπαιρνε το γούρι.  Κι αν ο παίχτης αυτός έχανε και τα τελευταία του δανεικά χρήματα, έφευγε για το σπίτι του,  ελπίζοντας πάντα ότι την παραμονή της άλλης χρονιάς θα είναι περισσότερο τυχερός.

Στα τραπέζια που έπαιζαν τα αγόρια εικοσιένα ή τριανταένα, συχνά ακουγόντουσαν σποραδικά γέλια. Γελούσαν, επειδή κάποιος έκανε λάθος στην πρόσθεση κι αντί να κερδίσει, έχανε. ΄Ετσι, για παράδειγμα, ενώ από το 16 τραβούσε 5 και κέρδιζε, γιατί έβγαζε 21, αυτός έλεγε 22 και μόνος του έριχνε τα χρήματα στη μάνα, προκαλώντας γέλια σ’ αυτούς που έβλεπαν τα χαρτιά του και οι οποίοι δεν επιτρεπόταν να τον διορθώσουν. Κι ο χαμένος … νευρίαζε και τα έβαζε με αυτούς που γελούσαν.

Σε κάθε τραπέζι υπήρχε κι ένα ποτηράκι, στο οποίο η μάνα του παιχνιδιού, όταν κέρδιζε, έριχνε μέσα ένα « φιλοδώρημα », περίπου 10%, το οποίο ήταν για το   πετρέλαιο του λουξ  που φώτιζε όλο το μαγαζί  και για το ξενύχτι του μαγαζάτορα.  Τα ποτηράκια αυτά σιγά σιγά  συγκέντρωναν όχι ευκαταφρόνητο ποσό, κι ο Θωμάς το άδειαζε, μόλις κάποιο γέμιζε μέχρι τη μέση.  Σε άλλα καφενεία ο μαγαζάτορας πληρωνόταν με την ώρα από τους παίχτες του κάθε τραπεζιού.

Τότε ο καινούριος χρόνος δεν ερχόταν με κωδωνοκρουσίες, πυροτεχνήματα, αγκαλιάσματα, σαμπάνιες και σωρεία ευχών.  Για το λόγο αυτόν και η χαρτοπαιξία δε σταματούσε.  Αν, όμως,  τυχαία κάποιος έβλεπε  στο ρολόι του τον ερχομό του, την ώρα 12.00 τα μεσάνυχτα,  φώναζε  : «  Άι, καλώς μάς μπήκε ». Και μερικοί που τον άκουγαν, απαντούσαν :  « Και καλώς να μας βγει »

Πολλές φορές πάνω στο χαρτοπαίξιμο συνέβαιναν και μικρές παρεξηγήσεις, επειδή κάποιος παίχτης αντιλαμβανόταν ότι η μάνα του παιχνιδιού έκανε λαδιές (νοθείες), βγάζοντας τον άσσο πότε απ’ το μανίκι και πότε απ’ το κάτω μέρος της τράπουλας. Επίσης, πολλές φορές,  για να τον αναγνωρίζει, τον σημάδευε, σπάζοντας κάποια γωνία του. Οι παρεξηγήσεις αυτές σταματούσαν ή με την απλή διαμαρτυρία του, χτυπώντας δυνατά το χέρι πάνω στο τραπέζι, ή με  την παρουσία του Θωμά, ο οποίος τούς έδινε  αμέσως  καινούρια τράπουλα.

Την άλλη μέρα, πρωτοχρονιά, όταν   συναντιόνταν οι παίχτες, συζητούσαν αναμεταξύ τους σιγά για τους τυχερούς και τους χαμένους της περασμένης βραδιάς και μερικές από τις απαντήσεις που έδιναν, ήταν  :

–   Εγώ μέχρι και την τελευταία στιγμή κέρδιζα, αλλά τα έβαλα όλα πάνω στον άσσο και τα έχασα.

–  Εγώ από την αρχή είχα γκίνια. Αν και δυο φορές άλλαξα καρέκλα, η γρουσουζιά δε σταμάτησε .

–  Εγώ έμεινα στα λεφτά μου. Ούτε κέρδισα, ούτε έχασα.

–  Εκείνος που κέρδισε είναι ο  Θωμάς.  Όλοι οι άλλοι, εκτός από τον … είναι χαμένοι.

Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς όσοι δεν πήγαιναν στο μαγαζί,  έπαιζαν οικογενειακά σε ένα σπίτι της γειτονιάς τους. Εκεί μαζεύονταν άντρες, γυναίκες, κοπέλες και αγόρια κι έπαιζαν μια ή δυο ώρες   κότσια, ή   πάρτα όλα[3] ,  χρησιμοποιώντας για χρήματα δεκάρες ή λεφτόκαρα  (φουντούκια) που αγόραζαν ειδικά την ημέρα αυτή  στην Παραμυθιά.

–    Και ποιοι κέρδισαν το βράδυ της ΠρωτοχρονιάςΡώτησε η μάνα το Ναστάση.

–   Όσοι δεν πήγαν στο μαγαζίτής απάντησε ο πατέρας.

ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ, ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΛΝΙΕΣ …

Γενικά περί προλήψεων και δεισιδαιμονιών

Ο άνθρωπος από αρχαιοτάτων χρόνων προσπάθησε με βάση την πείρα και το κριτικό του πνεύμα να εξηγήσει τα διάφορα φυσικά φαινόμενα, όπως το θάνατο, τις αρρώστιες και ό,τι άλλο είχε σχέση με την καλυτέρευση ή τις αναποδιές της ζωής του. Επειδή όμως δεν μπορούσε να βρει τις πραγματικές αιτίες, δημιούργησε με τη φαντασία του διάφορες δοξασίες, πάνω στις οποίες σιγά σιγά με το πέρασμα του χρόνου πλάστηκαν οι δεισιδαιμονίες, δηλαδή ένας υπερβολικός φόβος προς τα πονηρά πνεύματα, τους δαίμονες.

Οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες, παρά το γεγονός ότι είναι παρεκκλίσεις από το θρησκευτικό συναίσθημα, επηρέασαν πολύ τη ζωή του ανθρώπου. Και ο άνθρωπος, αν και προσγειώθηκε στο φεγγάρι, δεν κατόρθωσε ακόμα να απαλλαγεί από αυτές :

Για τις δεισιδαιμονίες έχουν διατυπωθεί πολλοί ορισμοί, από τους οποίους ορισμένοι παρατίθενται παρακάτω :

1.  « Δεισιδαιμονία είναι ο φόβος των αοράτων δυνάμεων, όταν αυτός απομακρύνεται του ορθού λόγου ».  (Hobe )

  1. « Δεισιδαιμονία είναι παν ό,τι  ευρίσκεται πέραν της λατρείας ενός ανώτατου όντος και πέραν της υποταγής της καρδίας εις τους αιωνίους αυτού νόμους »  ( Βολταίρος )

3.  « Δεισιδαιμονία είναι η κλήσις προς θεμελίωση πίστεως επί ζητημάτων μη διασαφηνισθέντων ακόμη υπό των φυσιολογικών νόμων ».  (Κάντ)

4.  « Δεισιδαιμονία είναι  η πίστη σε φαινόμενα που δεν έχουν ακόμη εξηγηθεί από τους φυσικούς νόμους » ( Τασούλη)

5. «  Δεισιδαιμονία είναι η κατά της θρησκευτικής αρετής αμαρτία δια της προσδόσεως εις το πλάσμα λατρείας, η οποία ανήκει εις τον πλάστη.  Έτσι δεισιδαιμονία είναι η ειδωλολατρεία » (…)  (Καθολική Εκκλησία)

Ορισμένες προλήψεις και δεισιδαιμονίες   που αναφέρονται στα Δωδεκάημερα

1.  Δε λούζονται και δεν πλένουν ρούχα, επειδή τα νερά είναι ακάθαρτα, εξαιτίας της παρουσίας των Καλικάντζαρων.

2.   Δεν πετούν τη στάχτη έξω από το σπίτι.

3.  Αν κάποιος που έρχεται επισκέπτης τη νύχτα, για να μπει μέσα στο σπίτι, πρέπει να περάσει πάνω από ένα κάρβουνο ή δαυλί, που του ρίχνουν στην αυλή.

4. Δεν κάνουν παπαδίτσες, δεν ψανίζουν ρεβίθια  και δεν τρώνε κουκιά. Γι’ αυτό λένε :

Ρεβίθια μην ψανίσετε

                                  Κουκιά μη ροκανίσετε.

                                  Γιατ’  είναι Δωδεκάημερα

                                  και παγανιές ημέρες.

5.   Δεν πετάνε από τους στάβλους τη φουσκή, γιατί τα σκουλήκια θα φαν τα σπαρτά.

6.  Τις ημέρες των Δωδεκαήμερων  ρίχνουν στη φωτιά αλάτι, για να φύγουν οι Καλικάντζαροι.

7.  Τη στάχτη που γίνεται από τα ξύλα της φωτιάς κατά τις μέρες των Δωδεκαήμερων, τη ρίχνουν την άνοιξη στους κήπους, για να μη σαπίσουν οι σπόροι των κηπευτικών.

8.  Τα Δωδεκάημερα δε σφυρίζουν, γιατί, αν κάποιος σφυρίξει, θα του πάρουν τη φωνή οι Καλικάντζαροι.

Μάριος Αναστασίου Μπίκας


[1] .  Καρυωτίτες  :  Οι κάτοικοι του Καρυωτιού,  γειτονικού με τη Βέλλιανη χωριού,  επειδή δεν είχαν δικό τους μαγαζί (καφενείο) έρχονταν για το πρωτοχρονιάτικο παίξιμο χαρτιών στο Θωμά, που ήταν σε όλους αγαπητός.

[2]. Κάποια χρονιά της εποχής εκείνης ο Κώστας Παπαφώτης χρησιμοποίησε για καφενείο το μισό της αποθήκης του, δίπλα στο κοινοτικό Γραφείο, το  οποίο όμως μετά από λίγο διάστημα το έκλεισε.

[3] .   πάρτα όλα  :  Ομαδικό παιχνίδι, το οποίο πήρε την ονομασία από τη φράση  πάρτα όλα, που υπήρχε γραμμένη πάνω σε μια πλευρά της   δεκάπλευρης (;) σβούρας. Στις άλλες πλευρές η σβούρα έγραφε :   πάρε ένα,  βάλε ένα,   πάρε δύο,  βάλε δύο βάλτα όλα, πάρτα όλα, κ.ο.κ. Τη σβούρα την έριχναν με τη σειρά όλοι οι παίχτες και ανάλογα με το τι έγραφε η πλευρά, έβαζε ή έπαιρνε από την κάσα. Στην κάσα από την αρχή του παιχνιδιού έβαζαν όλοι οι παίχτες,  το ποσό που καθόριζαν κατόπιν συμφωνίας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *