Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα
Η κήρυξη του πρώτου Βαλκανικού πολέμου 5 Οκτωβρίου 1912
Στις πέντε (5) Οκτωβρίου του 1912 η Βουλή των Ελλήνων κήρυξε επίσημα τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας μαζί με τις κυβερνήσεις της Βουλγαρίας, του Μαυροβουνίου και της Σερβίας. Ο Πόλεμος αυτός ονομάζεται πρώτος Βαλκανικός πόλεμος και τελείωσε το Μάιο του 1913 με τη συνθήκη του Λονδίνου (1913), που υπογράφτηκε από τις τέσσερις παραπάνω νικήτριες δυνάμεις και την Οθωμανική αυτοκρατορία. Τα αποτελέσματα του πολέμου αυτού ήταν να εκδιωχθούν οι Τούρκοι από τη Βαλκανική χερσόνησο και να αποσπασθούν από αυτούς η ΄Ηπειρος, η Μακεδονία, μέρος της Θράκης και το Κοσσυφοπέδιο.
– Διονυσίου Κόκκινου : « Ιστορία της Νεοτέρας Ελλάδος. Μέλισσα, Τ.3ος σελ. 942
« Η Βουλή και η κήρυξις του πολέμου
Κατά την 5ην Οκτωβρίου 1912 η συνεδρίασις της Βουλής επραγματοποιήθη εν μέσω ενθουσιασμού, αλλά και συγκινήσεως. Ο λόγος εδόθη αμέσως μετά την έναρξιν της συνεδριάσεως εις τον υπουργόν των Εξωτερικών Λ. Κορομηλάν, ο οποίος ήρχισε την αγόρευσίν του με την φράσιν : “ Το Ελληνικόν κράτος, εκ συμφώνου μετά της Βουλγαρίας και της Σερβίας – του Μαυροβουνίου προηγηθέντος – εκήρυξε χθες τον πόλεμον κατά της Τουρκίας ». Επί πολλά λεπτά της ώρας οι βουλευταί, οι δημοσιογράφοι και οι ευρισκόμενοι εις τα θεωρεία εχειροκρότουν. Εις την αίθουσαν δεν υπήρχον πλέον παρατάξεις, δεν υπήρχον αντίπαλοι. Το έθνος είχεν εύρει και πάλιν την δύναμιν εκείνη, η οποά το χαρακτηρίζει πάντοτε εις τας στιγμάς των μεγάλων αποφάσεων. (…)
Οι συνθήκες στην ΄Ηπειρο
Στην Ήπειρο την εποχή αυτή ( αρχές Οκτωβρίου 1912) η δύναμη του ελληνικού στρατού δεν επαρκούσε για την καταστολή των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, οι οποίες υπερτερούσαν σε αριθμό στρατιωτών και πυροβόλων και αμύνονταν μέσα από καλώς κατασκευασμένα οχυρά. Εκτός όμως τούτου ο ορεινός όγκος της περιοχής, ο βαρύς χειμώνας με θερμοκρασίες, που έφθαναν τους 45 βαθμούς κάτω του μηδενός, η μεγάλη πτώση χιονιού, και η έλλειψη τροφών, δυσχέραινε υπερβολικά τις κινήσεις του. Αξιοθρήνητη ήταν επίσης, κάτω από τις συνθήκες αυτές, και η κατάσταση των ίππων και των άλλων υποζυγίων του στρατού.
Μέσα στην όλη αυτή κατάσταση του ελληνικού στρατού, τηλεγραφήματα από το διπλωματικό μέτωπο ανέφεραν ότι η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία σκόπευαν να προσαρτήσουν τις πόλεις των Ιωαννίνων και της Πρέβεζας στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Για το λόγο αυτόν η ελληνική κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου ενίσχυσε το στρατό της Ηπείρου με στρατιωτικές δυνάμεις από τη Μακεδονία, δίνοντας παράλληλα αυστηρές εντολές να καταληφθεί το συντομότερο η ΄Ηπειρος.
– Αντιστρατήγου Θεόδωρου Πάγκαλου : Τα Απομνημονεύματά μου, Τ.Α 1897-1913, Αθήναι 1950
« Μέγας αριθμός ίππων και φορτηγών κτηνών απέθανον κατά την περίοδον εκείνην του ψύχους και της πείνης. Η στρατιά της Ηπείρου, υπό την έποψιν αυτήν παρουσίαζε το θέαμα της Μεγάλης Στρατιάς του Ναπολέοντος κατά την υποχώρησιν της Ρωσίας το 1812. Ως θα ενθυμούνται οι επιζώντες συνάδελφοι και οι οπλίται της στρατιάς αυτής (σ.σ. της Ηπείρου), εις το πυροβολικόν και το ιππικόν οι πλείστοι των ίππων ευρέθησαν άνευ ουράς, διότι εν τη πείνη των τα ατυχή ζώα κατεβρόχθιζον τας ουράς αλλήλων…. »
Οι Γιαννιώτες στον καιρό της πολιορκίας των Ιωαννίνων
Ο πληθυσμός της πόλης των Ιωαννίνων στον καιρό της πολιορκίας από τον ελληνικό στρατό, πέντε Οκτώβρη 1912 – 21 Φλεβάρη 1913, ανερχόταν σε 16.804 χιλ. κατοίκους. Η πληθυσμιακή[1] του σύνθεση ήταν : 72% Χριστιανοί, 15% Εβραίοι και 13% Μουσουλμάνοι.
Ο τουρκικός στρατός σ’ όλο αυτό το διάστημα συλλάμβανε χωρίς λόγο Έλληνες, δικηγόρους, εμπόρους, γιατρούς και τους έκλεινε στις φυλακές. Χωρικούς τους κρεμούσε στις κρεμάλες που είχαν στήσει στο κέντρο της πόλης. Εκεί τους άφηνε μέρες κρεμασμένους και οι Οθωμανίδες πήγαιναν με τα παιδιά τους και απολάμβαναν το θέαμα. Εκτός όμως από την τρομοκρατία, έλειπαν από την αγορά το αλεύρι και όλα τα άλλα τρόφιμα σε τέτοιο βαθμό, ώστε καθημερινά, λόγω ασιτίας, πέθαιναν τόσοι Γιαννιώτες, που δεν προλάβαιναν να τους ενταφιάσουν.
– Guy Chantepleure : « Η πολιορκημένη πόλη », Παρίσι 1913
H Guy Chantepleure είναι το ψευδώνυμο της Γαλλίδας συγγραφέας Janne – Violet – Dussap (1870 – 1951). Σύζυγος του Γάλλου Προξένου στα Γιάννενα το 1912 – 1913 έζησε από κοντά την πολιορκία και την απελευθέρωση της πόλης. Διάκειτο φιλικά προς τους Έλληνες. Επισκεπτόταν τραυματίες και αρρώστους στα νοσοκομεία. Καθημερινά κρατούσε ημερολόγιο, περιγράφοντας με λεπτομέρειες την κατάσταση που επικρατούσε στα Γιάννενα και στα μέτωπα του πολέμου. Το ημερολόγιο αυτό εξέδωσε στο Παρίσι το 1913 :
« 2 Γενάρη (1913)
Στο μουσουλμανικό νεκροταφείο, κοντά στο Κονάκι, αναρίθμητοι ανοίγονται τάφοι. Δεν μπορείς να περάσεις μπροστά από το χάλασμα του παλιού τοίχου, χωρίς να ιδείς άντρες να σκάβουν τη γη. Δεν μπορείς να βγεις από την πόλη, χωρίς να συναντήσεις πένθιμες συνοδείες. Νεκροκρέβατα το ένα πίσω από το άλλο σε σειρές από έξι, οκτώ, δέκα, που μεταφέρονται στα χέρια. Και οι ζωντανοί όμως υποφέρουν. Μέσα στην πένθιμη αυτή τραγωδία, το φάσμα της πείνας αγγέλλει την παρουσία του. Δεν υπάρχει πια αλεύρι άσπρο ή μαύρο, ούτε πια ψωμί από σιτάρι ή σίκαλη. Ακόμα και το καλαμποκάλευρο, το φρικτό αυτό ψωμί που φαίνεται σα φκιασμένο από άμμο και χαλίκια, είναι σπάνιο κι ακριβό.
Η μερίδα των στρατιωτών ελαττώνεται. Αυτό γινόταν φανερό καθώς έβλεπες τους δυστυχισμένους αυτούς, αδύναμους, ισχνούς, με θλιμμένο το μάτι.
15 Φλεβάρη (1913)
Αυτή τη φορά έφτασε για τα καλά η πείνα. (…) Στα γύρω των Γιαννίνων, ακόμα και μέσα στην πόλη, πολλοί έχουν πεθάνει από ασιτία. Λένε ότι θα παραστούμε αδύναμοι σε φρικτά πράγματα. Λίγες ακόμα μέρες παρόμοιας ανοικτίρμονης αντίστασης, και θα πέσει στον πληθυσμό όλη η φρίκη, όλη η παραφροσύνη της πείνας. Οι προμήθειές μας εξαντλούνται. Αρχίζουμε να κάνουμε οικονομίες στ’ αλεύρι, στο ψωμί.
Αποδίδουν στο Βεήπ μπέη, που κάποιος θέλησε να του προκαλέσει οίκτο για την κατάντια του χριστιανικού πληθυσμού, αυτή τη φρικτή απόκριση :
- Δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Αν οι Χριστιανοί πεθάνουν από πείνα τη Δευτέρα, ο μουσουλμάνοι θα πεθάνουν την Τετάρτη ».
– Αθανάσιου Τσεκούρα : « Οι αναμνήσεις από του 98ου υψώματος Ηπειρωτική Εταιρεία Αθηνών 1979 :
« Μαύρες, κατάμαυρες περάσαμε τις τελευταίες μέρες και ώρες της σκλαβιάς. Και εμείς, μέσα στα Γιάννενα, κι οι άλλοι έξω στα χωριά. Ζούσαμε με την πείνα και τον τρόμο αγκαλιά. Αποκλεισμός ! Δρόμοι κλεισμένοι, τρόφιμα από πουθενά δεν έφταναν στην πόλη μας και στα χωριά. Τα μαγαζιά είχαν αδειάσει. Ο Τουρκικός στρατός τα’ χε ρημάξει όλα και κόντευε από την πείνα του να φάει και μας. Η πείνα δεν θέριζε μονάχα εμάς τους ΄Ελληνες. Θέριζε και τους ίδιους τους Τουρκογιαννιώτες. Στο θέμα τούτο τσιτσιριζόμαστε και εμείς και κείνοι από το ίδιο τηγάνι (…)
Οι κρεμάλες στα Γιάννενα δούλευαν αράδα. Οι νικητές σαν μπήκαν στην πόλη είδαν κι αυτοί όλη τη «σοδειά»» των ημερών του τρόμου, που ζήσαμε εμείς οι Γιαννιώτες στον πόλεμο του 12 και πιο πολύ, τους δύο τελευταίους μήνες του. Είδαν αμέτρητες τις μαυροφορεμένες μανάδες, κόρες κι αδελφές να περπατούν στους δρόμους. Είδαν σπίτια έρημα μέσα στην πόλη κι έξω στα χωριά. Είδαν κι ‘ ολόκληρα χωριά ξεκληρισμένα κι αποκαΐδια από σπίτια κατάμαυρα από τη φωτιά – να στέκονται σα νεκροσκελετοί κι ακόμα να καπνίζουν. (…)
Με περιφρόνηση γκρεμίσαμε μόνο τις τέσσερις κρεμάλες που είχαν οι τύραννοι για τους ραγιάδες, στημένες μες στην πόλη, γιατί θύμιζαν τους αδελφούς μας αδικοπνιγμένους και μας ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι, αλλά και γιατί εξέθεταν τους ίδιους, τους τόσο σκληρούς δη-μίους » .
– Μαρίας Παππά : « Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων …», Ιστορικό Αρχείο Δήμου Ιωαννιτών.
(…) « Οι στρατιώτες του οθωμανικού στρατού παρουσιάζονταν ως « αξιοδάκρυτοι » και δυστυχισμένοι, εξαντλημένοι από την πείνα και τις κακουχίες, οι οποίοι σύρονταν καθημερινά στις προφυλακές τους ελληνικού στρατού προφέροντας τις λέξεις « τισλίμ» και «Ανατόλ», δηλ. « παραδίνομαι » και « δεν είμαι Αρβανίτης » και ικετεύοντας για λίγο ψωμί.
Η κατάσταση του πληθυσμού στην πόλη των Ιωαννίνων, λόγω της πολύμηνης πολιορκίας, περιγράφεται ως εξαιρετικά κρίσιμη, ενώ η διακοπή συγκοινωνίας και επισιτισμού δυσχέραιναν την ήδη ταραγμένη ατμόσφαιρα. Στις 15 Φεβρουαρίου δεν υπήρχε στην πόλη ζάχαρη, βαμβάκι, ενώ οι κάτοικοι διαπληκτίζονταν για λίγο άρτο, καθώς υπήρχε μεγάλη έλλειψη, όπως και σε αλεύρι. Επίσης, το πετρέλαιο είχε εξαντληθεί, με αποτέλεσμα να βυθιστεί η πόλη στο σκοτάδι, ενώ απαγορεύθηκε η κίνηση στις οδούς της κατά τις απογευματινές και βραδινές ώρες » (…)
Οι Μυστικές Υπηρεσίες
Στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων συνέβαλαν τα μέγιστα και οι Μυστικές Υπηρεσίες του ελληνικού στρατού. Οι Μυστικές αυτές Υπηρεσίες[2] , οργανωμένες στο πρότυπο της Φιλικής Εταιρείας του 1821, στρατολογούσαν τα μέλη τους, τα οποία με άκρα μυστικότητα και με κίνδυνο της ζωής τους, συγκέντρωναν χρήσιμες πληροφορίες, τις οποίες στη συνέχεια, μέσω των κατάλληλων συνδέσμων, διοχέτευαν στο Ελληνικό Στρατηγείο.
Το συντονιστικό ρόλο όλων αυτών των Μυστικών Υπηρεσιών είχε το Ελληνικό Προξενείο στα Ιωάννινα με Πρόξενο τον Άγγ. Φορέστη, το διερμηνέα Ν. Χαντέλη και τους πολλούς άλλους κατώτερους υπάλληλους.
Στις Μυστικές Υπηρεσίες ανήκαν :
Α. Οι οργανώσεις, Πανηπειρωτική Αδελφότητα και η Ηπειρωτική Εταιρεία Αθηνών.
Β. Οι αξιωματικοί του Ελληνικού στρατού που υπηρετούσαν ως δήθεν γραμματείς των Προξενείων, όπως ο Ι. Τσιριγώτης, ο Θ. Μανέτας, ο Μ. Λάνδος, Δ. Φλωριάς κ. ά.
Γ. Τα μεμονωμένα άτομα ως ο μητροπολίτης των Ιωαννίνων Γερβάσιος, ο Αθανάσιος Τσεκούρας, ο Λάππας, διερμηνέας και Υποπρόξενος του Γαλλικού Προξενείου στα Ιωάννινα, ο Κ. Μέρτζος, αρθρο-γράφος της εφημερίδας Ηπείρου, οι απομακρυνθέντες από την ΄Ηπειρο Γ. Τζαβέλας και Αλ. Λιβαδέας, οι φυλακισμένοι Γ. Χατζής και Γ. Κού-τσικος και πολλοί άλλοι.
Οι Θεσπρωτοί στον αγώνα της απελευθέρωσης της Ηπείρου
Από το 1908 έχουν σχηματιστεί στην ορεινή περιοχή της Παραμυθιάς και του Σουλίου διάφορα Αντάρτικα Στρατιωτικά Σώματα, τα οποία προκαλούσαν πλήγματα στον τουρκικό τακτικό ή άτακτο στρατό. Οι αρχηγοί των Στρατιωτικών αυτών Σωμάτων συνεργάζονταν με το Κομιτάτο της Ηπείρου και, μακριά από την προσοχή των Τούρκων, αφού μετέβαιναν στην Άρτα και προμηθεύονταν από την ελληνική κυβέρνηση όπλα και πολεμοφόδια, τα μοίραζαν στους στρατιώτες τους. Οι στρατιώτες αυτοί με αρχηγούς, το Νικόλαο Κουτούπη, τους αδελφούς Καρρά (Γεώργιο και Αθανάσιο), Δεληγιαννάκη, Παπά Τρομάρα, (κ. ά.) έδωσαν πολλές μάχες, κυρίως στη Σκάλα της Παραμυθιάς και το κάστρο του Λευτεροχωρίου.
Οι Οθωμανοί της Παραμυθιάς
Ο τουρκικός στρατός που έδρευε στην Παραμυθιά με την κήρυξη του πολέμου, Οκτώβριος 1912, ανέβηκε στα ορεινά του όρους Κορύλα και από κει σποραδικά ερχότανε σε συμπλοκές με τα ελληνικά Αντάρτικα Στρατιωτικά Σώματα. Στην Παραμυθιά οι Οθωμανοί συνέλαβαν εξήντα (60) Χριστιανούς πρόκριτους και τους έκλεισαν στην οικία του Φουάτ Πρόνιου. Αργότερα, όταν αντιλήφθηκαν ότι οι ΄Ελληνες Αντάρτες πλησίαζαν την πόλη, τους μετέφεραν στο Καρβουνάρι, όπου παρέμειναν εκεί ως την απελευθέρωση της Ηπείρου.
Στις 21 Φλεβάρη 1913, με την αγγελία της απελευθέρωσης[3] των Ιωαννίνων, ο τουρκικός στρατός, για να σωθεί, κατέφυγε κατά τη διάρκεια της νύχτας στην Αλβανία. Οι επικεφαλείς όμως των μουσουλμάνων Τσάμηδων της Παραμυθιάς, του Καρβουναριού και της Δραγουμής (Ζερβοχώρι) ανακοίνωσαν στο Μητροπολίτη της Παραμυθιάς Νεόφυτο ότι παραδίδουν στον ελληνικό στρατό την Παραμυθιά και τα γύρω απ’ αυτήν χωριά. Το αίτημά τους ο Νεόφυτος διαβίβασε με τηλεγράφημα προς το Διάδοχο Κωνσταντίνο.
– Καιροί (εφημερίδα), 24.2.1913, φύλλο 54, σελ. 4.
« Το Γραφείον του Τύπου ανεκοίνωσε χθες το εσπέρας το κάτωθι τηλεγράφημα εξ Ιωαννίνων του αρχιστρατήγου Διαδόχου προς την Α.Μ. τον Βασιλέα και τον κ. Πρωθυπουργόν, δι’ ου περιγράφει την είσοδόν του εις τα Ιωάννινα.
ΙΩΑΝΝΙΝΑ, ώρα 11 π.μ. (23.2.1913)
Α.Μ. Βασιλέα
Πρωθυπουργόν
(…) Ο Μητροπολίτης Παραμυθίας απέστειλε κατ’ αίτησιν των εκεί προκρίτων Οθωμανών έγγραφον δι’ ου ζητείται η εις τον ελληνικό στρατόν παράδοσις της Παραμυθίας και των πέριξ χωρίων »
Κωνσταντίνος
Διάδοχος
– Σπύρου Μουσελίμη : « Ιστορικοί περίπατοι ανά τη Θεσπρωτία », Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 74
« Η απελευθέρωση της Τσαμουριάς 1913
… Οι Τούρκοι της Παραμυθιάς από τις αρχές του πολέμου για να τρομοκρατήσουν τους αντάρτες και για ασφάλειά τους είχαν πιάσει όλους τους προκρίτους της πόλης, κάπου 60 νομάτους και τους είχαν κλείσει ως ομήρους στο σπίτι του Φουάτ Πρόνιου. Επειδή όμως οι αντάρτες όλο και πλησίαζαν, τους μετέφεραν στο Καρβουνάρι, όπου παρέμειναν ως την ημέρα της απελευθέρωσης.
Όλος ο λαός της Παραμυθιάς, Χριστιανοί και Τούρκοι, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, με επικεφαλής το δεσπότη και το μου-χτή, (αρχηγό των χοτζάδων) στα πρόθυρα της πόλης υποδέχονται τον Υπίτη και τον ελευθερωτή Ελληνικό στρατό με ζητωκραυγές »,
Βιβλιογραφία
– Guy Chantepleure : « Η πολιορκημένη πόλη », Παρίσι 1913
– Καιροί (εφημερίδα) 24.02.1913
– Αντιστρατήγου Θεόδωρου Πάγκαλου : Τα Απομνημονεύματά μου, Τ.Α 1897-1913, Αθήναι 1950
– Σπύρου Μουσελίμη : « Ιστορικοί περίπατοι ανά τη Θεσπρωτία », Θεσσαλονίκη 1976
– Αθανάσιου Τσεκούρα : « Οι αναμνήσεις από του 98ου υψώματος. Ηπειρωτική Εταιρεία Αθηνών 1979 (Αποσπάσματα από το Διαδίκτυο)
– Δημητρίου Ζαρκάδη : « Ματωμένα μονοπάτια », 1987
– Απόστολου Παπαθεοδώρου « Η συμβολή των μυστικών υπηρεσιών των Ιωαννίνων καθώς και της Μακεδονίας » : ΄Ηπειρος (Ετήσια έκδοση της Ηπειρωτικής Εστίας Θεσσαλονίκης), Τόμος Θ΄. , Θεσσαλονίκη 1987
– Μαρίας Παππά : « Η απελευθέρωση των Ιωαννιτών …», Ιστορικό Αρχείο Δήμου Ιωαννίνων.
Μάριος Αναστασίου Μπίκας
[1] . Μαρίας Παππά : « Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων …», Ιστορικό Αρχείο Δήμου Ιωαννιτών.
[2] . Διάλεξη του κ. Απόστολου Παπαθεοδώρου « Η συμβολή των μυστικών υπηρεσιών των Ιωαννίνων καθώς και της Μακεδονίας » : ΄Ηπειρος (Ετήσια έκδοση της Ηπειρωτικής Εστίας Θεσσαλονίκης), Τόμος Θ΄. , Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 36… ).
[3] . α. Δημητρίου Ζαρκάδη : « Ματωμένα μονοπάτια », 1987, σελ. 31 « Ο Ρίγγας ήταν ο πλουσιότερος Ηπειρώτης την εποχή εκείνη και ήταν αυτός που τις 21 Φλεβάρη του 1913, όταν ελευθερώθηκαν τα Γιάννενα, δώρισε 1.000 λίρες χρυσές στο διάδοχο Κωνσταντίνο Α΄. »
β. Ο Καριωτίτης Κίτσιο Κοντός (1920) : « Όπως έχω ακούσει από τον πατέρα μου, με την απελευθέρωση των Ιωαννίνων το 1913 ο Δημοσθένης Ρίγγας της Παραμυθιάς είχε δωρίσει πολλές λίρες στο Διάδοχο Κωνσταντίνο»