Αφιέρωμα: Η μάχη της Βέλλιανης

Share Button

Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα

 

Η μάχη της Βέλλιανης 07.11.1943

Συνοπτικά

Στις 07 Νοεμβρίου 1943 διεξήχθη στη δυτική και νοτιοδυτική πλευρά της ακρόπολης  της αρχαίας Ελέας (Κάστρο της Βέλλιανης) η μάχη της Βέλλιανης.  Οι τοπικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ ενωμένες αναχαίτισαν τους επιτιθέμενους Γερμανούς και Αλβανοτσάμηδες με αποτέλεσμα να μην ανέλθουν στο χώρο του Κάστρου, αλλά και  στην περιοχή γύρω από τη Μονή της Βέλλιανης. Η αναχαίτιση αυτή έσωσε από το θάνατο εκατοντάδες αμάχων.  Οι άμαχοι αυτοί ζούσαν κάτω από δύσκολες συνθήκες μέσα στις σπηλιές των ριζών του  όρους Κορύλα, σκεπασμένες από ψηλά και γέρικα πουρνάρια.  Αν οι Ναζί είχαν ανεβεί στους χώρους αυτούς, θα διέπρατταν ό,τι διέπραξαν  στα Καλάβρυτα, Δίστομο, Καμένο,  Λιγγιάδες,  Μουσιωτίτσα, Παραμυθιά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Ας ευγνωμονούμε τους μαχητές της μάχης της Βέλλιανης.

Η διεξαγωγή της μάχης

Τη νύχτα της 6ης Δεκεμβρίου του 1943 γερμανικές δυνάμεις μαζί με Αλβανοτσάμηδες μετακινήθηκαν νότια της Παραμυθιάς και εγκατέστησαν καθ’ όλο το μήκος του αυτοκινητόδρομου Καρυώτι – Σκάνδαλο πολυβόλα μεγάλου βεληνεκούς.  Οι αντάρτες αντιλήφτηκαν τις μετακινήσεις αυτές και άρχισαν να προετοιμάζονται για  την αναμενόμενη γερμανική επίθεση.

Ο οπλαρχηγός του ΕΔΕΣ Κώτσιο Νικόλας (Γεωργίου), ο φόβος και ο τρόμος των Αλβανοτσάμηδων της Θεσπρωτίας, απουσίαζε από την περιοχή, επειδή βρισκόταν στο Αρχηγείο του Ζέρβα.

Στις 07.11.1943 χαράματα τρεις γερμανικές διμοιρίες προσπάθησαν να περικυκλώσουν το  Κάστρο της Βέλλιανης και την ομώνυμη Μονή της. Η διμοιρία που ανέβηκε από το Άνω Καρυώτι χτυπήθηκε[1] στα Σεϊτόγια, πλησίον της Γαλατσίδας, από τους Καριωτίτες και, αλλάζοντας πορεία, κατέβηκε στην πηγή Πετρουνοβάτη – Καμίνια και από κει ανήλθε στην  Άνω Βέλλιανη. Η Δεύτερη από το αεροδρόμιο ανέβηκε στον  Άγιο Γεώργιο της Βέλλιανης και έφθασε στον Αϊ Νικόλα (Άνω Βέλλιανη). Η Τρίτη από το Προδρόμι, πυρπολώντας τα σπίτια του, πλησίασε στη Δραγατσούρα πλησίον του κάστρου και της Μονής.

Πριν ακόμα ξημερώσει έπεσε η πρώτη γερμανική οβίδα στην αυλή της Μονής, προκαλώντας τον πανικό στον άμαχο πληθυσμό που βρισκόταν στους χώρους της και στις γύρω απ’ αυτή σπηλιές. Στη συνέχεια άρχισαν να πέφτουν κι άλλες οβίδες καθ’ όλο το μήκος των ριζών του Κορύλα.

Οι άντρες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ και πολλοί ανοργάνωτοι πήραν θέση μάχης στη δυτική και νοτιοδυτική πλευρά του Κάστρου. Τη θέση Μπεντένι (δυτικά) που κατέληγαν τα μονοπάτια στη βρύση της Άνω Βέλλιανης και στη γράβα του Μπούση υπερασπίζεται ο Θωμά Μπίκας με την ομάδα του. Την Τσιούκα, πλησίον και βόρεια της κεντρικής Πύλης του Κάστρου, ο Σπύρο Τσίτσος με πολυβόλο. Ανάμεσα από την Τσιούκα και το Μπεντένι αμύνεται ο Γκέλη Νικόλας (Γεωργίου). Ο Χρήστος Τσίτσος οχυρώνεται στη Δραγατσούρα, πλησίον του μονοπατιού που ανέβαινε από τον Άγιο Νικόλαο της Άνω Βέλλιανης για τη Μονή. Ο Σταύρο Δήμος  (Γεωργίου) με πολυβόλο βρίσκεται στα Αριάδια, ψηλά στον Κορύλα με βοηθό το Νικόλα Τούση. Από κει παρακολουθούσε όλες τις κινήσεις του εχθρού και ανάλογα έριχνε εναντίον του, επειδή τα πυρομαχικά που είχε στη διάθεση ήταν ελάχιστα. Οι Γερμανοτσάμηδες τέσσερις φορές επιχείρησαν να σπάσουν την γραμμή των αμυνόμενων, αλλά και τις τέσσερις απωθήθηκαν με αποτέλεσμα να οπισθοχωρήσουν με πολλές απώλειες.

Οι απώλειες των  ημετέρων δυνάμεων

Νεκροί :

–  Ο Προδρομίτης Σιμόπουλος Κωνσταντίνος,  ετών 80, φονεύτηκε ξημερώματα από βλήμα του εχθρού στη θύρα του οντά της Μονής της Βέλλιανης. Ο Σ.Κ. ήταν αδερφός της μητέρας του Παπαγάκη και Παπα-χρήστου. Ήταν σπουδασμένος. Χρόνια είχε μεταναστεύσει στην Αμερική. Δεν είχε φτιάξει οικογένεια.  (πληροφορίες Σωτήριος Γ. Φιλίππου)

–   Ο Βελλιανίτης Γιάννης Κούρτης ετών 31. Έπεσε ώρα 10.30 με 11.00 στη θέση Μπεντένι. Ο θάνατός του υπήρξε ακαριαίος  και επήλθε από σφαίρα Γερμανού που τον βρήκε ακριβώς στο μέτωπο.

Γονείς του Γιάννη ήταν ο Σπύρος Κούρτης και η Λένη από το Πόποβο (Αγία Κυριακή) το γένος Βέρμπη. Αδερφός του ήταν ο Νικόλας Κούρτης και αδερφές του η Ρήνα και η Στάμω, παντρεμένες στο Καρυώτι.  Το 1917  έχασε από τη γρίπη και τους δυο γονείς. Τη μια μέρα πέθανε ο ένας γονιός και την άλλη ο άλλος. Και την Τρίτη τους έθαψαν μαζί στον ίδιο τάφο. Μεγάλωσε κοντά στο θειο του το Μήτρο Κούρτη, πατέρα του Κώτσιο και Τσίλη Κούρτη. Παντρεύτηκε την Αγγελική ( Γκέλω ), αδελφή του Θωμά και Σωτήρη Μπίκα και μαζί της απόκτησε τα παιδιά Σπύρο και Ελένη, τα οποία, όταν βαρέθηκε, ήταν ηλικίας 2 χρονών και 6 μηνών αντίστοιχα. (Πληροφορίες : Πρωτοπρεσβύτερος Παπαχρήστος (Κοντός) Καριώτι)

Ο   Γιάννης Κούρτης  1912 – 1943
( 1)  Η φωτογραφία είναι από το οικογενειακό Αρχείο της συζύγου του.

–  Η Προδρομίτισσα Μαρία Παπαδοπούλου του Χρήστου, ετών 19, ανύπαντρη. Φονεύτηκε από βλήμα του εχθρού στην τοποθεσία Γεράκω, ώρα 12.00. Το βλήμα τη χτύπησε ακριβώς στην καρδιά και ο θάνατός της ήταν ακαριαίος. Ήταν πεσμένη πάνω σε μια πέτρα σε τέτοια στάση, που, όταν την είδε ο συγχωριανός της ο Κωτση – Μίνης,  νόμισε ότι κοιμόταν και άρχισε να της φωνάζει : Μαρία ! Μαρία !  Επειδή δεν απαντούσε, πήγε κοντά της και διαπίστωσε ότι ήταν νεκρή.

Γονείς της  ήταν ο Χρηστογιάννης Παπαδόπουλος  και μητέρα η Πανάγιω Σταύρου από το Καρυώτι. Αδέρφια της, ο Γιάννης ( Γραμματέας στο Προδρόμι για πολλά χρόνια ), ο Βαγγέλης και η Κωνστάντω.

–  Ο Προδρομίτης Σπύρος Τσίτσος του Ευαγγέλου, ετών 23, ανύπαντρος.  Λαβώθηκε στην κοιλιακή χώρα κατά τη διάρκεια της μάχης  από βλήμα του εχθρού στη θέση Τσιούκα, ώρα 08.30 με 09.00. Απεβίωσε δύο μέρες μετά τον τραυματισμό του στην Κορύστιανη (σήμερα Φροσύνη). Στην κηδεία του συμμετείχε πολύς κόσμος. Έριξαν ριπές. Εκφωνήθηκε επικήδειος.  Ετάφη στην Κορύστιανη.

Γονείς του ήταν ο Ευάγγελος Τσίτσος και η Σπυριδούλα το γένος Φιλίππου, αδερφή του Παπαχρήστου. Αδέρφια του,  ο Κώστας  και  ο Βασίλης

Ο θάνατος του Σπυρο – Τσίτσου

Ανάμεσ’ από δυο χωριά

Βέλλιανη και Προδρόμι

το Σπύρο Τσίτσο βάρεσαν

στης Βέλλιανης το κάστρο.

(δημοτικό)

Τραυματίες :

Α.   Στη θέση Τσιούκα  :

Ο Φάτσιος Σωτήριος του Νικολάου, στο πόδι (από το Καρυώτι).

Ο Παπαφώτης Ιωάννης του Αθανασίου (Γιάννη Νάσης) στο κεφάλι (από τη Βέλλιανη).

Β.  Στη θέση Γεράκω :

Ο Σιώζος Ευάγγελος του Σωτηρίου (Βαγγελη – Σωτήρης) στο χέρι, στην πλάτη και στο κεφάλι. (Από το Προδρόμι). Η γυναίκα του ήταν η Φωτεινή, αδερφή του Τόλη Ντούγια από τη Βέλλιανη.

Γεωργίου Γεώργιος[2] του Σταύρου (Γάκη Σταύρος), στον αριστερό μηρό. (Από το Προδρόμι)

Ο Παπαδόπουλος Ευάγγελος του Χρήστου, στο πόδι. (Από το Προδρόμι).

Η μητέρα του Στέργιο Γκράπη, στο πόδι. (Από το Προδρόμι)

Ο Έλυμπος Βασίλειος του Ευαγγέλου  στο χέρι (Από την Κορύστιανη (Φροσύνη))

Ο Γεωργίου Βασίλειος του Ευαγγέλου, στο χέρι. (Από την Κορύστιανη (Φροσύνη))

Ο Μπάμπας Αδάμ του Αναστασίου, στο κεφάλι – έπαθε βλάβη η ακοή του -. (Από το Μανδρότοπο)

Απώλειες των εχθρικών δυνάμεων :

Νεκροί :  επτά (7)

Τραυματίες : Δεν καταμετρήθηκαν

Για τους παραπάνω νεκρούς και τραυματίες σώθηκαν οι παρακάτω μαρτυρίες  :

–   Ο  θάνατος  του Γιάννη Κούρτη :

Αυτόπτες μάρτυρες  :

α.  Ο Θωμάς Μπίκας :

(…) «  Οι Γερμανοί που μπήκαν στην  Άνω Βέλλιανη είχαν μαζευτεί, άλλοι στο σπίτι της Γιωργάκη Γιάνναινας  (αργότερα του Κώστα  Αλέξη) κι άλλοι στο σπίτι του Τόλη Ντούγια. Μέσα στην αντράλα αυτή, εμείς κατεβήκαμε μερικοί στο χωριό. Κάναμε μαζί τους οδομαχίες με μονοντούφεκα. Βαρέσαμε δυο και τρέχοντας πατούσαμε πάνω σε σκοτωμένα πουλιά.  Ύστερα γρήγορα ανεβήκαμε από τη γράβα του Μπούση στο Μπεντένι, όπου πιάσαμε θέση αμύνης. Οι Γερμανοί απ’ όποιο σπίτι περνούσαν, του έβαζαν αμέσως φωτιά. Εμείς όπου τους βλέπαμε, τους ρίχναμε και καμιά σφαίρα, αλλά δεν τους κάναμε μεγάλη ζημιά. Ο Γιάννη Κούρτης εκείνη τη στιγμή είχε ανεβεί πάνω στην Κούλια και, μόλις τους είδε που έκαναν τον ανήφορο, ήρθε τρέχοντας και μας είπε :

 « Σκωθείτε σκυλιά να φύγουμε, γιατί έκαναν τον ανήφορο  στο φούρνο της Λένης του Γκάτζια. Σκωθείτε, γιατί θα μας πιάσουν όλους ζωντανούς »

 

Ο Γιάννης δεν πρόλαβε να τελειώσει καλά καλά την κουβέντα  κι ένας Γερμανός, που τον βλέπω τώργια μπροστά μου, από 5 μέτρα του έριξε μια στη μπάλα (μέτωπο) και το αίμα του  έφτακε στο χώμα. Έτσι έπεσε ο Γιάννη Κούρτης. Το βράδυ αφού βεβαιωθήκαμε ότι δεν υπήρχε κανένας Γερμανός, πήγαμε στο σκοτάδι, ψάξαμε, τον βρήκαμε και με μια κουβέρτα τον μεταφέραμε στο μοναστήρι, όπου τον θάψαμε μαζί με το Σιμόπουλο και την Παπαδοπούλου Μαρία. (…)

Ο Σωτήρης Χρήστου Φιλίππου
(2)  Τη φωτογραφία μού την έστειλε ο γιος του Ιωάννης

 

β. Ο Αθανάσιος Αθανασίου (Νάσιη Μάρκος)

(…) « Για μια στιγμή ο Γιάννη Κούρτης  βγήκε στο αγνάντια και, γυρίζοντας πίσω τρέχοντας,  φώναξε :

–  Παιδιά σκωθείτε. Οι Γερμανοί έκαναν το Παλιούρι απάνου. (Παλιούρι λέγεται η τοποθεσία που είναι ακριβώς πάνω από το σπίτι της Λένης του Γκάτζια)

–  Μωρέ Γιάννη, του λέει ο μαύρος ο Θωμάς, που είχε κάνει και στρατιώτης, εγώ κι εσύ καλά, τι θα κάνουμε όμως μ’ αυτά εδώ τα παιδιά[3], που κανένα δεν πήγε φαντάρος.

–  Μη φοβάσαι Θωμά. Εγώ θα πάω μπροστά.

Ήμασταν στην Κούλια. Σηκωθήκαμε και, κάνοντας τον κατήφορο, μπροστά πήγαινε ο Γιάννης,  κατεβήκαμε στο Μπεντένι. Εκεί χαπ βγαίνει απότομα ένας Γερμανός σε απόσταση πέντε μέτρων περίπου, λέει κάτι στα γερμανικά, και με το αυτόματο, που το είχε χιαστί, ρίχνει του Γιάννη και τον παίρνει ακριβώς στη μπάλα (μέτωπο).

 « Όι  παιδιά μου !! », φώναξε δυνατά, κι έπεσε νεκρός. Θυμάμαι σαν να ’ναι τώργια, πως το αίμα του πεταγόταν από το κεφάλι » (…)

Εγώ παλιότερα όταν ήμουν πρόεδρος στο Προδρόμι, πρότεινα στο μέρος που σκοτώθηκε ο Γιάννη Κούρτης να στηθεί ένα μνημείο προς τιμήν όλων αυτών που έπεσαν την 7η Νοεμβρίου 1943. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν έγινε απολύτως τίποτε ».

Από τα αριστερά : Η Κίτσιο Μάρκαινα, η Γιάννη Κούρταινα (η Γκέλω)
και τα παιδιά της Ελένη και Σπύρος
(3 )  Η Φωτογραφία είναι από το οικογενειακό Αρχείο της συζύγου του Γιάννη Κούρτη.

 

Πώς έζησε η Γιάννη Κούρταινα το θάνατο του συζύγου της :

«  Όταν βάρεσαν οι Γερμανοί το Γιάννη, εγώ μαζί με τη μάνα μου και τα δυο μου παιδιά, το Σπύρο δύο χρονών και τη Λένη 3 μηνών, ήμουν στην Κορύστιανη. Τη μέρα αυτή ξεκίνησα μαζί με την κουνιάδα μου τη Ρήνα  και τη Σωτήρ Μπίκαινα για νά ’ρθουμε στο κάστρο. Στον Κάτω Σταυρό του Κορύλα, βρήκαμε τον Παπαγάκη από το Προδρόμι και δε μας άφησε να προχωρήσουμε.

 

–   Εγώ θα πάω κάτου, του’ πα, λες και μου το ’φερνε ότι μ’ είχε βρει μεγάλο κακό.

–   Γύρνα πίσω, μου ’πε ο Παπαγάκης, γιατί εσένα θα βαρέσω πρώτα. Κάτω γίνεται μάχη, χαλάει ο κόσμος. Πού θέλεις να πας;  

Μετά ακούσαμε και οι ίδιες τα κανόνια και γυρίσαμε πίσω. Το βράδυ στην Κορύστιανη μου ’φερε το θλιβερό μαντάτο ο Φάνη Ντάνης. Το ’πε στην Παπαγιώργαινα και στη Μήτση Ντάναινα, τις αντροθειές μου, και αυτές μού το είπαν με τρόπο. Μού είπαν πρώτα ότι τραυματίστηκε και, όταν είδαν ότι κατάλαβα, μού φανέρωσαν όλη την αλήθεια. Εμάς μετά δεν μας χώραγε ο τόπος. Εμένα με έπιασε ένα οργιό (ρίγος) που συνέχεια κρύωνα.  Βάλε ξύλα στη φωτιά, για να ζεσταθείς, μού ’λεγε η μάνα μου. Πού να ζεσταθώ; Μέναμε σ’ ένα μικρό αχούρι της Παπαγιώργαινας, που έκλεινε τα άλογα και απ’ όλες τις μεριές έμπαινε αέρας και κρύο. (…)

   Στην Κορύστιανη η ζωή μας ήταν δύσκολη. Νερό για να πιούμε δεν είχαμε. Ήταν μόνο μια βρύση με μια στάλα νερό κι ο κόσμος πολύς, κάπου δυο χιλιάδες άτομα. Ώρες περίμενες στη σειρά για να πάρεις λίγο νερό. Να φάμε δεν είχαμε. Εμείς είχαμε κρύψει στις Κογκέλιες του βουνού μέσα σε μια τρύπα καλαμπόκι. Το ’χε βάλει ο Γιάννης, όταν ζούσε, και το ’ξερα. Πήγα, το πήρα με φόβο και στους Κουκουλιούς το ’κανα αλεύρι, 40 οκάδες. Εδώ με κοίταξε ο αδερφός μου, ο Θωμά Μπίκας, Έρχονταν κι ο Ναστάσης Μπίκαςο Χαρίσης Παπαφώτης και ο Γάκης Πήλιος και μου  έκαναν κουράγιο.

  Τ’ Αϊ – Βασίλη του 1944 ο Λάκη Νάσιος (Αντωνίου) μου φόρτωσε στ’ άλογό του τα πλιάτσικα, ένα ταψί, μια κατσαρόλα και τα σπεπάσματα των παιδιών και τα ’φερε στο κάστρο.  Εγώ έβαλα στο λαιμό μου καβάλα το Σπύρο, φόρτωσα τη σαρμανίτσα με τη Λένη  και μαζί με τη μάνα μου ξεκινήσαμε.  Όταν φτάσαμε στα έλατα, στη Γραβιά, εκεί στο δρόμο είναι μια γραβούλα, διψάσαμε. Πεθάναμαν για νερό. Ξεφορτώθηκα. « Πάπα » (ψωμί), φώναξε ο Σπύρος. Η Λένη άρχισε να σκούζει. Τη βύζαξα λίγο κι έδωσα στο παιδί λαχανόψωμα και κουλούρα. Η μάνα μου ήταν άρρωστη. Είχε λεύκωμα κι ήταν και πρησμένη. Εμείς κι οι δυο ήμασταν ξυπόλητες. Ρούχα φορούσαμε κάτι, αλλά ήταν σα να ’μασταν μπλέτσι (γυμνές). Άστα. Άμα τα θυμάμαι, αρρωσταίνω. Σιγά σιγά  φτάσαμε στη Δάφνη. Εδώ η μάνα ακούμπησε σ’ ένα λιθάρι κι αγναντεύοντας το Μπεντένι του κάστρου, άρχισε το μοιρολόγι του Γιάννη. Μοιρολογούσε και σιούνταν τα κιόνια. Τη στιγμή αυτή φανερώθηκαν ο Θωμάς με το Ναστάση Μπίκα. Σήκωσαν τη μάνα, τη μέρωσαν κι όλοι μαζί κατεβήκαμε στου Χατζή, στην καλύβα του Μήτρο Κούρτη. Εκεί, αφού ξεφορτώθηκα, στρώσαμε  κάτου ασφάκες, έβαλα πάνω τρεις σανίδες μεγάλες, τάβλες, που τις είχα αφήσει προτού φύγουμε για την Κορύστιανη  κι έστρωσα ένα τράγιο και μια λιναρίσια τσαρμπάλα – τέτοια κάναμαν τότε. (…)

 Μετά κατέβηκα στο σπίτι, που το βρήκα όλο καμένο. Το’ δα και με έπιασε νίλα. Ο άντρας μου σκοτωμένος. Το σπίτι μου καταστραμμένο. Τα παιδιά στη σαρμανίτσα. Η μάνα μου άρρωστη. Πώς θα τα ’βγαζα πέρα; Με πήρε το πικρό παράπονο. Μάζεψα κάμποσα λάχανα και ρεπανόφυλλα που ’χαν μείνει στον κήπο, φορτώθηκα κι ένα ζαλίκι χοντρά ξύλα και γύρισα πάλι πίσω στα παιδιά. Με τι λάδι να μαγειρέψω; Με τι αλάτι; Δεν πέρασε πολύ ώρα όπου ήρθε ο Θωμάς ( αδερφός μου) και μου ’φερε σ’ ένα κουτί λίγες ελιές με ζουμί. Τις είχε βρει στην Κρανιά (τοποθεσία) μέσα σε μια γράβα. Έριξα την αρμύρα αντί γι’ αλάτι στο αλεύρι και το ζύμωσα κι ύστερα στα βρασμένα λάχανα τις ελιές. Έτσι μαγειρεύαμε την εποχή εκείνη. Έτσι περνάγαμε τους δύσκολους εκείνους μήνες. Όταν ψήθηκε το ψωμί, όσοι βρέθηκαν εκεί φάγαμε όλοι μαζί. Εκείνες τις μέρες μου ’δωκαν οι αντάρτες 15 οκάδες καλαμπόκι με το οποίο πόρεψα κάπου ένα μήνα. Το’ κοβα στο χειρόμυλο και με πονούσε το χέρι, γιατί δεν έκοβε καλά και το αλεύρι γινόταν σα σιούρος (άμμος).

   Στου Χατζή (τοποθεσία) κάτσαμαν ώσπου σιάστηκε ο τόπος.  Έπεσαν οι αντάρτες στο μοναστήρι κι οι Γερμανοί με τους Τούρκους σιγά σιγά έφκαν. Αυτά και πολλά άλλα πέρασα την εποχή εκείνη »


 ( Τις παραπάνω μαρτυρίες, όπως και πολλές άλλες,  μαγνητοφώνησα με περισσότερες λεπτομέρειες  τον Οκτώβριο του 1996.   Και σήμερα 2024 απ’ αυτούς τους αυτόπτες μάρτυρες δεν ζει κανένας )

                                             Μάριος Αναστασίου Μπίκας


[1]. Το κτύπημα που επέφεραν οι Καρυωτίτες στους Γερμανοτσάμηδες, ματαίωσε τα σχέδιά τους να πλαγιοβολήσουν τους αντάρτες και συνέβαλε τα μέγιστα στην έκβαση της μάχης. Οι Καρυωτίτες  παρακολουθούντες την πορεία τους, προσέτρεξαν αμέσως στον ανατολικό χώρο του Κάστρου  και από κει ενίσχυσαν τους μαχητές της πρώτης γραμμής.

[2].  Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, όταν τραυματίστηκε ο Γάκης Σταύρος,  άρχισε να φωνάζει τον πατέρα του, το Σταύρο Δήμο, που με το πολυβόλο βρισκόταν ψηλά στο βουνό κι έριχνε εναντίον των Γερμανοτσάμηδων. Κι ο πατέρας του όταν τον άκουσε, Σουλιώτικα του απάντησε :  Έλα σιγά σιγά πάνω.

[3] Παιδιά : Εννοούσε το Σωτήρη Φιλίππου, αργότερα Διευθυντή στην Πρόνοια της Ηγουμενίτσας, το Νάσιη Μάρκο (Αθανασίου), τον Κίτσιο Φώτο (προγόνι της Φώτο Γιάνναινας), το Γάκη Ντάγκα  και το Γκέλη Τσώνη.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *