Γράφει ο Γιώργος Καπρινιώτης
Αφορμή για το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί το αξιόλογο άρθρο του γνωστού δικηγόρου κ. Άλκη Φάτσιου, που δημοσίευσε στην εφημερίδα «ΘΕΣΠΡΩΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΣΗ», με ημερομηνία 20/1/2025 και τίτλο ΤΟ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ. Το κείμενό που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου « Στα Χνάρια της Σαρακατσάνικης Παράδοσης» (2017). ΟΙ Σαρακατσάνες, εκτός από τα μοιρολόγια, είχαν και τα καλημέρια. Η διαφορά τους αναλύεται παρακάτω.
Αναφορικά με τα μοιρολόγια, όπως είναι φυσικό, αυτά έχουν άμεση σχέση με το θάνατο και τη φροντίδα των νεκρών. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, η συμμετοχή της Σαρακατσάνας ήταν σχεδόν αποκλειστική. Είναι στη φύση της γυναίκας, βιολογικά, να δημιουργεί τη ζωή, αλλά και στην ίδια έπεφτε το βάρος, ώστε να έχει την κύρια αρμοδιότητα και φροντίδα για τους νεκρούς. Φρόντιζε τα πάντα και φυσικά το μοιρολόι ήταν γυναικεία υπόθεση. Αρχικά, στα μοιρολόγια υπήρχε ένας βασικός κορμός, μια κάποια εισαγωγή και στη συνέχεια ανάπτυξη διαλόγου με τον νεκρό, μέσα από ερωτήσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις, κάποιες Σαρακατσάνες, εκτός από το συνηθισμένο περιεχόμενο, που είχαν τα μοιρολόγια, ανάλογα με το πρόσωπο, αυτοσχεδίαζαν και πρόσθεταν στίχους. Επομένως, μπορούμε να μιλάμε για πνευματική δημιουργία, αφού πρόσθεταν στα γνωστά μοτίβα των μοιρολογιών και άλλα δικά τους λόγια.
Σχετικά, με τα καλημέρια ήταν κάτι το ξεχωριστό. Δεν ήταν ούτε τραγούδια ούτε μοιρολόγια, αλλά μια ενδιάμεση κατάσταση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η Σαρακατσάνα μόνη της μοιρολογοτραγουδούσε για ένα δικό της πρόσωπο, που βρισκόταν στη ζωή, αλλά απουσίαζε (στρατιώτης, ξενιτιά, γυναίκα παντρεμένη, που βρισκόταν μακριά κ.λπ.) και κατέληγε συχνά με τη λέξη καλ(η)μέρα σ(ου). Από αυτή την επαναλαμβανόμενη λέξη πήρε και την ονομασία καλημέρια.
Κατά τον πόλεμο του 1940, αρκετές Σαρακατσάνες έδειχναν την ικανότητά τους να καλημερίζουν στενά συγγενικά τους πρόσωπα. Δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για πνευματική δημιουργία και αυτοσχεδιασμό, τα περισσότερα από αυτά, για να μην πω στο σύνολό τους, δεν έχουν καταγραφεί. Αυτό συνέβη, γιατί η Σαρακατσάνα καλημέριζε, συνήθως, μόνη της ή έστω μπροστά στα ανήλικα παιδιά της και όταν κάποιος ζητούσε από Σαρακατσάνα να του αναφέρει καλημέρια που γνώριζε, πάλι δίσταζε και είχε επιφυλάξεις, προκειμένου να αποκαλύψει προσωπικές της σκέψεις για αγαπημένα της πρόσωπα.
Παραθέτω, στη συνέχεια έναν διάλογο που είχα με τη θεία μου Βασιλική, σύζυγο του θείου μου Σταύρου Θανασούλα, γύρω από αυτά τα δύο θέματα:
-Τα καλημέρια τι ήταν;
-Τα καλ’μέρια; Καλμ’μέραγαμαν. Η πιθιρά τ’ς Σταμάτους. Ωω! αυτείνη, πιδί μ’ τι καλ’μέρια έλιι. Αυτείνη η …ιώτου, αδιρφή τ’ …ιώτη. Κι τι τραγούδαϊ κι τι καλ’μέρια, μάτια μου! Κι τότι, μι τουν πόλιμου (1940) είχαν πάει τ’ αδέρφια τ’ς.
-Παντρεμένη ήταν;
-Παντριμένη. Είχι κι τρία πιδιά. Καλ’μέραϊ τ’ αδέρφια τ’ς. Είχι τρία αδέρφια στουν πόλιμου. Ου ένας σκουτώθ’κι.
-Έλεγε πολλά καλημέρια;
-ΩΩ! Μωρέ πιδάκι μ’! Ότι γλυκουχάραζι κι έπε αρχίναγι αυτήν. Μάνα μ’, μάνα μ’!
-Θυμάσαι κάτι; Τι έλεγε;
-Ουου! Δεν μπορού να τα που,μωρέ Γιώργου; Δεν τα θ’μάμι.
-Ανάφερε τα ονόματα των αδερφών της;
-Αμ! πώς! Έλιγι, πώς; Να χαράξουν ταϊ βουνά, να…………… (Ούι, δε μπουρού να που, μωρέ Γιώργου μ’ !). Ξέφιξι η ανατουλή κι χάραξι η δύση. Χάραξι ου Λ… μ’, ου Γ… μ’ κι ου Χ… μ’.
-Αυτά ήταν τα ονόματα των αδερφών της;
-Ναι. Είχι τρία αδέρφια στουν πόλιμου. Ου ένας ήταν κουρουφύλακας, αυτός π’ σκουτώθ’κι. Τ’ άλλα τα δυο πάν’ φαντάροι.
–Στο τέλος έλεγε καλ’μέρα σ’;
-Ουου καλ’μέρα. Ποιος τα θ’μάτι, πιδί μ’. Ξέρ’ς τι δούλιυι; (=τι καλημέρια έλεγε).
-Τα καλημέρια ήταν τραγούδια ή μοιρολόγια;
-Ήταν ούδι τραγούδια ούδι μοιριολόια. Άλλου τα καλμ’έρια, άλλου τα τραγούδια κι άλλου τα μοιριολόια.
-Τα καλημέρια ήταν κάτι ανάμεσα από τα τραγούδια και τα μοιρολόγια;
-Εεε! Τι λες τώρα-για;
-Τα λόγια τα έβρισκε αυτή που καλημερούσε;
-Εε! Σι καταριότι η εργατιά κι η ξινοδουλιυτάρα. Να ξιχαράξουν τα βουνά, να ξιχαράξει η γης. Ούι! Ποιος τα θ’μάτι, Γιώργου μ’;
-Τα μοιρολόγια ήταν κάτι άλλο, διαφορετικό;
-Άλλου τα μοιριουλόια, άλλου τα καλ’μέρια κι άλλου τα τραγούδια. Τα μοιριουλόια έχουν άλλουν ν’χό, άλλουν τα καλ’μέρια, άλλουν τα τραγούδια.
-Τα μοιρολόγια τα έλεγαν η μάνα, η αδερφή και άλλες γυναίκες; Όλες μαζί μοιρολογούσαν;
-Εεε! Αλλά, μακριά κι ξώμακρα απού δω, άμα πέθινι κάνας, τότι, μοιριολόγαγαν όλις μαζί.
-Τα λόγια ήταν τα ίδια;
-Τα ίδια έλιγαν ούλις, μίνια μι ν’ άλλη.
-Μπορούσε κάποια να βάλει και κάποια λόγια παραπάνω;
-Άμα ήξιρι, έβανι κι λόγου παραπάν’.
Και ένας σύντομος διάλογος με άλλη Σαρακατσάνα
-Τα καλ’μέρια τι ήταν;
-Καλ’μέραγαν του πιδί, τ΄ν κουπέλα, που ΄ταν μακριά. Καλ’μέραγαν τ’ς ζουντανούς.
-Πού μπορεί να ήταν μακριά;
-Παντριμένη αλλού. Η Σαρακατσιάνα καλ’μέραγι: Ούι κουπέλα μ’, στα ξένα σ’ έδουκα κι ιγώ είμι μαναχή ιδώ στα έρ’μα ξένα.
-Τα λόγια τα έφτιαχναν μόνες τους οι γυναίκες;
-Ε! μαναχές τ’ς.
Ύστερα από αυτά, μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει κατώτερη τη Σαρακατσάνα ή να υποτιμήσει την προσφορά της, όταν αυτή έκανε τόσο πολλές και ποικίλες δουλειές και ήταν πανταχού παρούσα; Άλλωστε, δεν ήταν τυχαίο ότι, σχετικά νωρίς, εμφανίζονταν οι ρυτίδες στο πρόσωπό της. Γέραζε, δηλαδή, πρόωρα/παράκαιρα από τις πολλές δραστηριότητες.