Μιχάλης Γκανάς (1944-2024): Με στίχους σαν κοφτερά ξυράφια

Share Button

Η χθεσινή αναγγελία της απώλειας του σπουδαίου ποιητή Μιχάλη Γκανά, σε ηλικία 80 ετών, μετά ένα διάστημα σοβαρής ασθένειας, γέμισε θλίψη τους οικείους και τους φίλους του, τους συνεργάτες αλλά και όσους τον συνάντησαν προσωπικά ή μέσα από τους στίχους του. Γιατί αν και φαινομενικά κλειστός σαν τα τραγούδια του τόπου του, υπήρξε άνθρωπος άμεσος, ειλικρινής, γήινος.

Ξεκίνησε από ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, τον Τσαμαντά Θεσπρωτίας, όπου γεννήθηκε το 1944. Το 1948 βρέθηκε στην Αλβανία και μετά στην Ουγγαρία μαζί με την οικογένειά του. Επέστρεψε στη Ελλάδα το 1954. Το χρονικό αυτής της περιπέτειας καταγράφτηκε στο πεζό «Μητριά πατρίδα» (Κείμενα, Αθήνα 1981).

Πολύ νέος κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομικά, και από το 1962 έζησε και εργάστηκε στην πρωτεύουσα. Τον αποχωρισμό από την πατρίδα του τόσο γρήγορα ποτέ δεν έπαψε να τον μνημονεύει. Γρήγορα άφησε τις σπουδές και ξεκίνησε η περιπέτεια του βιοπορισμού. Ηταν βιβλιοπώλης για μια δεκαπενταετία, στο «Δέντρο» πρώτα και μετά στη «Δωδώνη, όπου μάλιστα γνωρίστηκε με την κατοπινή σύζυγό του, την Πόπη Γκανά, υπεύθυνη των εκδόσεων Μελάνι. Συνεργάστηκε αργότερα με την κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος, ενώ υπήρξε και κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1978 με την ποιητική συλλογή «Ακάθιστος δείπνος», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κείμενα του Φίλιππου Βλάχου.

Το έργο του αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της δημοτικής παράδοσης, που μας κληροδότησε σπάνιους καρπούς.

Αφησε το στίγμα του στο ελληνικό τραγούδι ως στιχουργός που ανανέωσε τα τραγούδια με μια γλώσσα συναισθηματική, λαϊκή και ταυτόχρονα μεστή και πλούσια. Στον Γκανά, για παράδειγμα, χρωστάμε το «Σουμιτζού» του Νίκου Ξυδάκη, αλλά και τον «Μικρό Τιτανικό» που ερμήνευσε ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας.

Πάνω από όλα ο Μιχάλης Γκανάς ήταν ποιητής, «με μια ποίηση απλή και αθόλωτη, με γλώσσα απέριττη, με συγκίνηση, με δεκάδες στίχους που λάμπουν και αρκετά ολοκληρωμένα ποιήματα», όπως είχε σχολιάσει ο συγγραφέας και πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, Σταύρος Ζουμπουλάκης, με αφορμή τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής που απονεμήθηκε στον ποιητή το 2022 για το σύνολο του έργου του από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου.

Είναι χαρακτηριστικό για την αξία που του αποδίδεται από την πολιτεία ότι το ποίημα «Γυάλινα Γιάννενα», πρώτο στην ομότιτλη συλλογή του, περιλαμβάνεται στη σχολική διδακτέα ύλη των Νέων Ελληνικών. Ισως αυτό συμβαίνει επειδή τα ποιήματά του απηχούν βιώματα και εμπειρίες του από τον γενέθλιο τόπο του, ίσως επειδή οι στίχοι του διαθέτουν την απλότητα του προφορικού λόγου και το έργο του αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της δημοτικής παράδοσης, που μας κληροδότησε σπάνιους καρπούς. Οπως γράφει στα «Γυάλινα Γιάννενα»: «Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά/ κι ανάτελλε τα ζωντανά του, / καλούς ανθρώπους και κακούς, νυφίτσες, / αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην / οφθαλμού και κάστρα πατημένα. Θα ‘ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα,/ στο χιόνι και στον άγριο καιρό/ γυάλινα και μαλαματένια…».

Τα τελευταία χρόνια, και αφού είχε περάσει μια περίοδο εκδοτικής σιωπής, ασχολήθηκε και με τον πεζό λόγο καθώς θεωρούσε ότι είχε εξαντλήσει τα θέματά του μέσω του ποιητικού του έργου. Αποσκοπώντας στην ίδια αμεσότητα της γραφής μόχθησε για τη πεζογραφία, μια και ανέκαθεν αυτή ήταν η σχέση του με τη γραφή: μια αναμέτρηση με το «πολύ», που θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να κατακτήσει. «Η ποίηση απ’ τη μια ήταν ευλογία κι απ’ την άλλη ήταν βάσανο μεγάλο, γιατί μ’ έριχνε έξω απ’ το σκάμμα συνεχώς. Δεν μπήκα ποτέ στις παρέες αυτές. Γενικά δεν μου πάει το συλλογικό πουθενά. […] Είμαι μονιάς, βρε παιδί μου. Μονιάδες λένε τ’ αγρίμια που ζούνε μόνα τους», είχε πει σε συνέντευξή του στην «Κ» (2/3/2008). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ενώ στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς Ελληνες και ξένους συνθέτες όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Νίκος Ξυδάκης, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Νίκος Κυπουργό, Γκόραν Μπρέγκοβιτς κ.ά. Μετέφρασε τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης – Κάρολος Κουν και τους «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου για το ΔΗΠΕΘΕ Πατρών. Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του «Παραλογή». Τον Δεκέμβριο του 2011 τιμήθηκε με το βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του, ενώ το 2017 τιμήθηκε με ειδική μνεία του περιοδικού «Αναγνώστης» για το βιβλίο του «Ομήρου Οδύσσεια» (Μεταίχμιο, 2016)

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *