Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου το 1913, το ελληνικό κράτος αποφασίζει να αναγνωρίσει ως νόμιμο το υφιστάμενο ιδιοκτησιακό καθεστώς της οθωμανικής αυτοκρατορίας, μέχρι να επιλυθεί οριστικά το «αγροτικό ζήτημα». Έτσι, μουσουλμάνοι αγάδες, όπως τα μέλη της οικογένειας Πρόνιου της Παραμυθιάς, βρίσκονται να κατέχουν τεράστιες εκτάσεις, χωρίς να εξετάζεται ο τρόπος απόκτησής τους. Μεταξύ αυτών και οι εκτάσεις της Κορύστιανης (σημ. Φροσύνη) που παρουσιάζεται ως ιδιωτικό τσιφλίκι τους, με αποτέλεσμα οι μουσουλμάνοι πρώην αγάδες να είναι νόμιμοι δικαιούχοι του αντίστοιχου ιμόρου, μιας ποσότητας δημητριακών καρπών ίσης με το 15-20% της ετήσιας παραγωγής. Οι Κορυστιανίτες όμως είχαν διαφορετική άποψη.
Η Κορύστιανη, σύμφωνα με τους τελευταίους, τα χρόνια της οθωμανοκρατίας αποτελούσε τμήμα του Σουλίου και ήταν μούλκι (ελεύθερη περιουσία των κατοίκων της) οι οποίοι όμως για να γλιτώσουν από τις αυθαιρεσίες του Αλή Πασά μετά την καταστροφή του Σουλίου, ζήτησαν «προστασία» από τους Προνιάτες, πληρώνοντας αρχικά ένα μικρό ποσό. Η κατάσταση όμως επιδεινώθηκε μετά την αποτυχία της επανάστασης του 1854 στην οποία συμμετείχαν μαζί τους υπόλοιπους Σουλιώτες και έγινε αφόρητη ύστερα όμως από την ατυχή πόλεμο του 1897, όπου οι κάτοικοι του χωριού τάχθηκαν στο πλευρό του ελληνικού στρατού, με αποτέλεσμα πολλοί άντρες να φυλακιστούν και να εκτελεστούν. Έκτοτε οι Προνιάτες έγιναν με τη βία κύριοι του χωριού και θεωρούσαν το χωριό τσιφλίκι τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγο πριν την απελευθέρωση, οι Προνιάτες σε επιστολή τον Οκτώβρη του 1912, απειλούν τους κατοίκους της Κορύστιανης, των Κουκουλιών, του Τσαγγαρίου και της Γλαβίτσας (σημ. Αυλότοπος) ότι αν συμμετάσχουν στον πόλεμο στο πλευρό του ελληνικού στρατού, θα το μετανιώσουν πικρά. Οι Κορυστιανίτες λοιπόν, που συμμετείχαν στις μάχες της απελευθέρωσης, αρνούνταν να πληρώσουν το ίμορο στους ηττημένους δυνάστες τους. Το ελληνικό κράτος όμως, προκειμένου να διαφυλάξει τα δικά του συμφέροντα, απαιτεί να σεβαστούν το υφιστάμενο μέχρι τότε καθεστώς και να καταβάλουν το ίμορο στους Προνιάτες διαβεβαιώνοντας πως η κυβέρνηση σύντομα, όταν οι συνθήκες το επιτρέπαν, θα έδινε οριστική λύση στο αγροτικό ζήτημα.
Οι Κορυστιανίτες όμως και πάλι αρνήθηκαν την καταβολή του και για το λόγο αυτό τον Αύγουστο του 1914 ο ιερέας του χωριού Χριστόδουλος προσωποκρατήθηκε για ένα εικοσιτετράωρο μαζί με τρεις άλλους συγχωριανούς του. Στις 24 Νοεμβρίου 1914, ο διοικητικός επίτροπος Παραμυθιάς Π. Φιωτάκης και ο γραμματέας του ειρηνοδικείου που εκτελούσε χρέη ειρηνοδίκη, με τη συνοδεία δέκα χωροφυλάκων μετέβησαν στην Κορύστιανη για να εισπράξουν το οφειλόμενο ίμορο. Όταν έφτασαν στο χωριό, διαπίστωσαν ότι όλοι οι άντρες απουσίαζαν, εκτός από τον πάρεδρο. Μέσω του τελευταίου και του αγροφύλακα του χωριού, εκλήθησαν όλοι για συζήτηση στην πλατεία το επόμενο πρωί, καθώς οι γυναίκες του χωριού ισχυρίστηκαν ότι όλοι οι άντρες απουσιάζουν για εργασία, άλλοι κοντά στο χωριό και άλλοι μακριά, οι οποίοι και θα επέστρεφαν μετά από αρκετές μέρες. Το πρωί όμως δεν εμφανίστηκε στην πλατεία κανένας άντρας από το χωριό και έτσι η συνάντηση αναβλήθηκε για το απόγευμα, και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά οι απεσταλμένοι της διοίκησης αποφάσισαν την κατάσχεση του ιμόρου επικαλούμενοι τη διαταγή του εισαγγελέα προς τον ειρηνοδίκη και για να αναγκάσουν τους κατοίκους να υπακούσουν, ξεκίνησαν την κατάσχεση πρώτα από το σπίτι του παρέδρου.
Στη συνέχεια μετέβησαν στο σπίτι του Γιάννη Αποστόλη όπου περισσότερες από ογδόντα γυναίκες τους εξύβρισαν και απείλησαν ότι θα τους χτυπήσουν με πέτρες και ξύλα εάν μπαίναν στο σπίτι για κατάσχεση. Στην επιμονή του διοικητικού επιτρόπου να γίνει η κατάσχεση, οι γυναίκες απάντησαν με επίθεση κατά των χωροφυλάκων και κατά του πληρεξούσιου των ιδιοκτητών Σπυρίδωνα Σαλούκα. Οι χωροφύλακες απώθησαν τις γυναίκες, πραγματοποιήθηκε η κατάσχεση του ιμόρου και μεταφέρθηκε στο σπίτι του παρέδρου που ορίστηκε ως αποθήκη. Κατά τη διάρκεια της μεταφοράς των δημητριακών εμφανίστηκε ο γέροντας ιερέας Δημήτριος, που μαζί με το γιό του Χριστόδουλο τους αναθεμάτισε. Προσπαθώντας ο διοικητικός επίτροπος να επιβληθεί και να πείσει ότι είναι αποφασισμένος, διέταξε να μεταβούν άμεσα στο σπίτι του παπά για κατάσχεση. Εκεί εμφανίστηκε ξανά ο παπά Δημήτρης ο οποίος τους αποκάλεσε κλέφτες, ενώ με το μπαστούνι χτύπησε τον αγροφύλακα που πραγματοποιούσε την κατάσχεση του καλαμποκιού. Τότε ενεπλάκησαν και οι δύο γιοί του, ο παπά Χριστόδουλος και ο Βασίλειος, από τους οποίους ο πρώτος τους απείλησε και τους αποκαλούσε κλέφτες που ενεργούσαν αυτοβούλως και ότι σκοπός τους ήταν να ληστέψουν το χωριό. Αμέσως διατάχτηκε η σύλληψη του Χριστόδουλου με αποτέλεσμα να ακολουθήσει συμπλοκή. Από τη μια πλευρά οι χωροφύλακες και από την άλλη ο παπά Χριστόδουλος, ο αδερφός του Βασίλειος και περίπου πενήντα γυναίκες. Κατά τη συμπλοκή, ο Βασίλειος γκρέμισε από τη λίθινη σκάλα του σπιτιού του ένα χωροφύλακα και κατόρθωσε να ξεφύγει στο δάσος, ενώ ο επίτροπος που προσπάθησε να βοηθήσει τους χωροφύλακες στην σύλληψη του παπά Χριστόδουλου δέχτηκε κάμποσες γροθιές από τον τελευταίο, πετυχαίνοντας όμως την σύλληψή του. Ύστερα από τα γεγονότα αυτά, αναστάλθηκε η διαδικασία της κατάσχεσης, η οποία ξεκίνησε ξανά στις 26 Νοέμβριου, αφού πρώτα η Διοίκηση Χωροφυλακής απέστειλε έναν αξιωματικό, πέντε υπαξιωματικούς, δέκα έφιππους και πενήντα πεζούς χωροφύλακες για την αποκατάσταση της τάξης.
Τελικά ασκήθηκαν ποινικές διώξεις σε δώδεκα γυναίκες από τις οποίες συνελήφθησαν οι εννέα και οδηγήθηκαν στον ανακριτή στα Ιωάννινα, μαζί και ο παπά Χριστόδουλος και ο αδερφός του Βασίλειος, ενώ το ίμορο κατασχέθηκε και αποδόθηκε στους δικαιούχους. Το γεγονός ότι δεν υπήρξαν ανθρώπινες απώλειες αυτές τις μέρες οφείλεται τόσο στην εκούσια απουσία των ανδρών του χωριού, όσο και στην παθητική στάση των χωροφυλάκων, οι οποίοι «άτινα καίτοι κτυπηθέντες και κακοποιηθέντες πολλαχώς δεν ανταπέδωκαν τα ίσα, ενώ ηδύναντο κάλλιστα να το πράξουν» ίσως γιατί αναγνώριζαν το δίκαιο του αγώνα των κατοίκων, οι οποίοι ήταν παρόντες σε όλους τους αγώνες του έθνους.
*Ο Δονάτος Μπόλοσης είναι ιστορικός, ερευνητής της τοπικής ιστορίας της Θεσπρωτίας και συγγραφέας του βιβλίου Ο Μίχο Λίας (1918-2013).