του Μάριου Αναστασίου Μπίκα
Το Πάσχα, ή Πασχαλιά, ή η Λαμπρή είναι για τους Έλληνες η μεγαλύτερη χριστιανική γιορτή. Αρχίζει από την Κυριακή ή των Βαΐων και τελειώνει την Κυριακή του Θωμά.
Πάσχα. Ημέρα αγάπης, ειρήνης, χαράς, αδελφοσύνης. Τα μίση παραμερίζονται και με το Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι δίνουν το φιλί της αγάπης.
Πάσχα, η μαγειρίτσα, τα κόκκινα αυγά, τα κουλούρια, ο οβελίας …
Την Κυριακή του Πάσχα, μετά τη Δεύτερη Ανάσταση, ο Δεσπότης της Παραμυθιάς μοίραζε στους πιστούς κόκκινα αυγά μπροστά στη Μητρόπολη, πίσω από το παλιό Γυμνάσιο. Τα αυγά αυτά συγκέντρωναν οι ιερείς απ’ τις ενορίες τους και τα ονόμαζαν « αυγά του Δεσπότη ».
Αρχικά το Πάσχα δε γιορταζότανε την ίδια ημερομηνία σ’ όλες τις χριστιανικές εκκλησίες. Η πρώτη Οικονομική Σύνοδος (325 μ.Χ.) όρισε να γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας (21 Μαρτίου). Επίσης όρισε ότι αν η πανσέληνος συμπίπτει Κυριακή, να εορτάζεται την αμέσως επόμενη Κυριακή. Επειδή η πρώτη μέρα της πανσέληνου τοποθετείται μεταξύ της 5ης και της 8ης Απριλίου, το Πάσχα μπορεί να γιορταστεί στο διάστημα της 22ας και της 25ης Απριλίου, σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο. Για να βρούμε τα χρονικά όρια μέσα στο οποία γιορτάζεται σήμερα το ορθόδοξο Πάσχα, πρέπει να προσθέσουμε 13 μέρες, δηλαδή τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο παλιό και στο νέο ημερολόγιο. Έτσι, βρίσκουμε ότι οι ημερομηνίες εορτασμού του Πάσχα κυμαίνονται από τις 4 Απριλίου ως τις 8 Μαΐου.
Το άσπρισμα των σπιτιών και το πλύσιμο των ρούχων
Λίγες μέρες πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα οι νοικοκυρές, ανεξαρτήτων καιρικών συνθηκών, καθάριζαν και άσπριζαν με ασβέστη ολόκληρο το σπίτι. Επίσης με ασβέστη άσπριζαν τους κορμούς των δέντρων, τα πεζούλια, τις καλύβες, το κοτέτσι και τους στάβλους. Όλα έπρεπε να ήταν κάτασπρα, να λάμπουν στον ερχομό της Λαμπρής
Επίσης τις ημέρες αυτές έπλεναν όλα τα ρούχα του σπιτιού, λιανά και χοντρά (βαλέντσες, φλοκάτες, κουβέρτες, κ.λ.π.) Ο ερχομός του Πάσχα έπρεπε να τα βρει πεντακάθαρα. Παλιότερα, που δεν υπήρχαν τα πλυντήρια, όλα τα ρούχα τα έπλεναν στις βύρες του μεγάλου λάκκου της Γαλατσίδας και η στενοχώρια τους ήταν, μήπως δεν κάνει καλός καιρός, για να λιαστούν (στεγνώσουν). Σήμερα μερικές νοικοκυρές εξακολουθούν να πλένουν ακόμα εκεί τα χοντρά ρούχα κι η εργασία αυτή είναι πολύ βαριά, « είναι θάνατος », όπως λεν. Γιατί, πρώτα τα βάζουν να μουσκέψουν κι ύστερα τα κοπανάν με τον κόπανο και τα τρίβουν σε μεγάλες πλακαρίδες. ΄Υστερα, αφού τα ξεβγάλουν, τα απλώνουν για να λιαστούν πάνω σε σκάρπες (μικρά πουρνάρια), σκίντα ή μεγάλες πέτρες.
Το Σάββατο του Λαζάρου
Τα παιδιά από μέρες μάθαιναν απ’ έξω τα τραγούδια του Λαζάρου και με μεγάλη χαρά περίμεναν να τα τραγουδήσουν στη γιορτή του, που είναι παραμονή της Κυριακής των Βαΐων. Την ημέρα αυτή τα αγόρια δυο δυο ή τρία τρία μ’ ένα καλάθι γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού, λέγοντας το Λάζαρο, δηλαδή τραγούδια που είχαν σχέση με τη γιορτή του και τα επικείμενα πάθη του Χριστού. Γι’ αντάλλαγμα οι νοικοκυρές τους έδιναν κυρίως από ένα ή δυο αυγά, χρήματα, καραμέλες, ή διάφορα φρούτα, όπως καρύδια ή σύκα. Δεν το είχαν σε καλό να μη δώσουν τίποτε. Πολλά παιδιά όταν τελείωναν τα σπίτια του χωριού, πήγαιναν και στα γειτονικά χωριά, Πάνω Καρυώτι και Προδρόμι.
Τραγούδια του Λαζάρου
Το παρακάτω (1) τραγούδι μου το έστειλε στις 15.03.1997 η συγχωριανή μου, η Περσεφόνη Στεφάνου – Σιουλβέγκα.
(1)
Σήμερα ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν και τα Βαΐα
Ιησούς Χριστός κατέβηκε στην πόλη Βηθανία.
Βρήκε τη Μάρθα που ’κλαιε μαζί με τη Μαρία.
Μάρθα μου πού’ ναι ο Λάζαρος; Πού’ ναι ο μαθητής μου;
Ο Λάζαρος απέθανε, εδώ και τρεις ημέρες.
Για δείξε μου τον τάφο του; για δείξε μου το μνήμα;
Του έδειξαν τον τάφο του, του έδειξαν το μνήμα.
Και ο Χριστός εδάκρυσεν και τ’ ουρανού κοιτάζει.
Για σήκω πάνω Λάζαρε και μη βαριά κοιμάσαι.
Κι ο Λάζαρος σηκώθηκε από τον κάτω κόσμο.
Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη όπου πήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Δώσε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι
Της καρδιάς και των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον.
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.
(2)
Κούσκουρ, κούσκουρ Λάζαρε
κούσκουρ Πετρίτη.
δως μου ένα αυγό,
δως κι άλλο ένα
να πάρουμ’ από ένα
(3)
Σήμερα έρχεται ο Χριστός, ο Επουράνιος Θεός.
Εν τη πόλη Βηθανία, Μάρθα κλαίει κι η Μαρία
Λάζαρον τον αδελφόν τους τον γλυκόν κι εγκαρδιακόν τους.
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την Τετάρτη, κίνησ’ ο Χριστός για να ’ρθει
Κι εβγήκε κι η Μαρία έξω από τη Βηθανία.
Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου, δε θα πέθνισκ’ ο αδελφός μου.
Τότε ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει.
Δεύρο έξω Λάζαρέ μου, φίλε μου κι αγαπητέ μου.
Λάζαρος απολυτρώθη, αναστήθηκε σηκώθη.
Δόξα το Θεό φωνάζουν και το Λάζαρο εξετάζουν.
Πες μας Λάζαρε τι είδες, εις τον Άδη όπου πήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι,
της καρδιάς και τον χειλέων και μη ρωτάτε πλέον.
(4)
Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα.
Σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερον έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρεις καταραμένοι.
Για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων Βασιλέα.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, έμεινε μοναχή της,
την προσευχή της έκανε εις τον μονογενή της.
Κοιτά δεξιά, κοιτά ζερβά, κανέναν δε γνωρίζει.
Κοιτά παραδεξιότερα, γνωρίζει τον Αϊ Γιάννη.
Αϊ Γιάννη, Αϊ Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή του γιου μου,
μην είδες τον υγιόκα μου και το διδάσκαλό σου;
Τον βλέπεις εκείνο το γυμνό, τον παραπονεμένο;
Εκείνος είν’ ο γιόκας σου και ο διδάσκαλός σου.
Η Κυριακή των Βαΐων – η Δάφνη (Βάγια)
Την παραμονή της Κυριακής των Βαΐων, Σάββατο, οι νύφες του χωριού, δηλαδή όσες είχαν παντρευτεί κυρίως τον τελευταίο χρόνο ή τα δυο τελευταία χρόνια, συνεννοούνταν και έκοβαν κλαδιά δάφνης, ένα ή δυο ζαλίκια από τη δάφνη που ήταν στην Απάνω Βέλλιανη και ακριβώς στον κήπο της Γκέλως του Γιάννη Κούρτη. Τη Δάφνη αυτή την πήγαιναν στην εκκλησία του Αη Γιώργη, τον ενοριακό Ναό, για να τη χρησιμοποιήσει ο παπάς την Κυριακή των Βαΐων. Επίσης, τις ημέρες αυτές καθάριζαν και άσπριζαν την εκκλησία και όλους τους χώρους της.
Η Ακολουθία του Επιταφίου
Πολλές εβδομάδες πριν από τη Μεγάλη Παρασκευή, τα αγόρια ασκούνταν στην εκμάθηση του Επιταφίου, δηλαδή των Εγκωμίων της Μεγάλης Παρασκευή, ψέλνοντας με τη σειρά όλες τις στάσεις του. Στα σιάδια τ’ Αϊ Γιώργη όπου φύλαγαν τα ζώα τους ή έπαιζαν διάφορα παιχνίδια, μαζεύονταν καθ’ ομάδες, κυρίως τ’ απογεύματα και έψελναν μελωδικά, κάνοντας συνεχείς πρόβες. Κι όταν ερχόταν το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, όλο το χωριό ντυμένο στα μαύρα συγκεντρωνόταν στη μικρή εκκλησία του. Εκεί τα παιδιά χωρίζονταν σε μικρές ομάδες και έψελναν απ’ έξω όλον τον Επιτάφιο. Ομάδες ψαλμωδίας, εκτός από τους ψάλτες, Απόστολο Ντούγια και Μήτρο παπά, σχημάτιζαν και ο Γκέλη Ντούγιας, ο Νίκος Μπίκας, ο Τάκη Στέφος, κ.ά.
Ο Επιτάφιος της Βέλλιανης 2023
(1) Τη φωτογραφία μού την έστειλε ο Αναστάσιος Ιωάννη Μπίκας
Περιφορά Επιταφίου στη Βέλλιανη
(2) Τη φωτογραφία μού την έστειλε ο Δημήτριος Κ. Λώλος
Η Μεγάλη Εβδομάδα και η Μεγάλη Παρασκευή
Η Μεγάλη Εβδομάδα, ή η Εβδομάδα των παθών του Χριστού αρχίζει από το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων και τελειώνει το Μεγάλο Σάββατο.
Η Μεγάλη Παρασκευή ήταν παλιά η πιο πένθιμη μέρα του ορθόδοξου Χριστιανισμού. Όλα πενθούσαν. Πενθούσαν για τη Σταύρωση του Χριστού. Γι’ αυτό φορούσαν μαύρα, ήταν κατηφείς και μέχρι το βράδυ δεν έτρωγαν απολύτως τίποτε, εκτός από ψωμί, ελιές και κρεμμύδια. Τα αγόρια αμέσως μετά την πρωινή Θεία Λειτουργία χτυπούσαν συνεχώς την καμπάνα του Αϊ Γιώργη λυπητερά μέχρι το βράδυ. Το μεσημέρι τα κορίτσια του χωριού στόλιζαν με πολλά λουλούδια τον Επιτάφιο και το απόγευμα τον προσκυνούσαν οι μητέρες με τα παιδιά τους. Το κάθε παιδί, αγόρι ή κορίτσι, περνούσε σταυρωτά τρεις φορές κάτω από τον Επιτάφιο.
Περιφορά Επιταφίου στη Βέλλιανη
(3) Τη φωτογραφία μού την έστειλε ο Δημήτριος Κ. Λώλος
Μαρτυρία της Χριστίνας Νικ. Γώγου, συνταξιούχου Ληξιάρχου του Δήμου Σουλίου ( Παραμυθιάς) :
Παλιά στον ΄Αη Νικόλα της Παραμυθιάς στόλιζαν τον Επιτάφιο το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης. Εκεί υπήρχε ένας ξύλινος επιτάφιος πάνω στον οποίον οι γυναίκες έφτιαχναν γριλάντες με άσπρες μαργαρίτες και άλλα λουλούδια. Στη συνέχεια το βράδυ αυτό πολλές ηλικιωμένες, αλλά και νέες κοπέλες, κοιμούνταν μέσα στην εκκλησία.
Περιφορά Επιταφίου στη Βέλλιανη (απόγευμα 2023)
(4) Τη φωτογραφία μού την έστειλε ο Αναστάσιος Ιωάννη Μπίκας
Η Ανάσταση
Στην Ανάσταση, που παλιά άρχιζε στις 04.00 το πρωί, έπρεπε να παραβρίσκονται όλες οι οικογένειες του χωριού. Αν κάποια έλειπε, επειδή δεν ξύπνησε, ή είχε κάποιον βαριά άρρωστο, ο παπάς έστελνε κάποιον μέσα στη νύχτα και στο κρύο και την ξυπνούσε. Τότε δεν υπήρχαν ξυπνητήρια. Οι χωριανοί ξυπνούσαν με τον ήχο της καμπάνας, ο οποίος μέσα στην νύχτα ήταν διαπεραστικός ή με το γάβγισμα των σκύλων καί τις φωνές των προσερχόμενων στην εκκλησία, οι οποίοι, όταν περνούσαν κοντά από ένα σπίτι και δεν έβλεπαν φως, φώναζαν δυνατά για να ξυπνήσουν.
Μετά την Ανάσταση οι πιστοί επιστρέφοντας στο σπίτι τους, όταν έφθαναν στην αυλή του, η μάνα με την αναμμένη λαμπάδα, σχημάτιζε στο ανώφλι της πόρτας του το σχήμα του Σταυρού.
Από την Κυριακή του Πάσχα και μέχρι την Ανάληψη του Χριστού χρησιμοποιούσαν για χαιρετισμό, αντί του Καλημέρα, το Χριστός Ανέστη, λαμβάνοντας ως απάντηση Αληθώς Ανέστη.
Η Δευτέρα του Πάσχα
Τα αναδεχτούρια τη Δευτέρα του Πάσχα πήγαιναν στο νουνό τους το αρνί, το οποίο είχαν βάψει με κόκκινο χρώμα σε ορισμένα μέρη του σώματός τους.
Πασχαλινά, κόκκινα αυγά
(5) Φωτογραφία : από το διαδύκτιο
Η Περσεφόνη του Τάκη Στέφου – Σιουλβέγκα :
« Πολλές φορές ο παππούς μου, ο Στεφο Φίλης (Στεφάνου), μάς έλεγε την παρακάτω ιστορία κι εμείς κάθε φορά την ακούγαμε με ανοιχτό το στόμα » :
« Κάποτε ήταν ένας παππούς κι είχε ένα… εγγόνι (εννοούσε τον Κώστα) με το οποίο τη Δευτέρα του Πάσχα κίνησαν να παν στο νουνό τους τον Τσίλη Παναγιώτη (Μπίκα). Μέρες όμως έβρεχε και οι λάκκοι του Γραβιά και της Γαλατσίδας ήταν κατεβασμένοι και τους πέρασαν με δυσκολία. Πήγαν στο νουνό χωρίς να βραχούν, έδωσαν και πήραν, σύμφωνα με τα πασχαλιάτικα έθιμα, κι όταν έφυγαν και επέστρεφαν στο σπίτι τους, προσπαθώντας να περάσουν το μεγάλο λάκκο (το λάκκο της Γαλατσίδας), κάτω από το λιθάρι της δέσης, έπεσαν και οι δυο μέσα στο νερό και μαζί τους βράχηκαν και τα δώρα του νουνού, η πασχαλιάτικη κουλούρα, το κόκκινο αυγό κι όλα τ’ άλλα … »
Ο κουμπάρος
Ο κουμπάρος στεφάνωνε το αντρόγυνο, βάφτιζε τα παιδιά του, τα οποία τον φώναζαν νουνό και έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης και σεβασμού. Η βάφτιση του μωρού γινόταν στην εκκλησία και η μητέρα του έμενε στο σπίτι, όπου εκεί της ανακοίνωναν το όνομα. Το όνομα έδινε αποκλειστικά ο νουνός χωρίς καμιά συνεννόηση με το ανδρόγυνο. Για παράδειγμα ο νουνός μου, ο Ευάγγελος Κρυστάλλης, χάρισε σε όλα τα αναδεχτούρια του ονόματα τα οποία έχουν σχέση με το σόι του. Μάριος ονομαζόταν ο αδερφός του, ο οποίος πνίγηκε στο πηγάδι που ήταν κάτω από το παλιό Γυμνάσιο της Παραμυθιάς. ΄Αλλοι πάλι κουμπάροι έδιναν στο πρώτο αγόρι που βάφτιζαν το όνομα του παππού του, δηλαδή του πατέρα του πατέρα του. Και μ’ αυτή τη σκέψη, όταν σήμερα δε γνωρίζουμε το όνομα του πατέρα κάποιου ηλικιωμένου, ρωτάμε πως ονομάζεται το πρώτο παιδί του.
Διαβάζοντας τα παλιά δημοτικά τραγούδια διαπιστώνουμε ότι η δημιουργία της κουμπαριάς είχε και το χαρακτήρα των προσωπικών συμφερόντων, κάτι που συμβαίνει ακόμα και σήμερα. ΄Ετσι, π.χ. έχουμε βουλευτές, που για τη συλλογή ψήφων, αφειδώς βαφτίζουν, με αποτέλεσμα με το πέρασμα του χρόνου να μη γνωρίζουν τα αναδεχτούρια τους. Πολλές φορές, όμως, βαφτίζει κάποιος ένα μωρό, χωρίς να έχει στεφανώσει τους γονείς του. Τούτο συμβαίνει, κυρίως, επειδή τα τελευταία χρόνια συνηθίζεται ο κουμπάρος να βαφτίζει μόνο το πρώτο παιδί της οικογένειας. Τ’ άλλα τα βαφτίζει κάποιος άλλος.
Για τη βάφτιση ο νουνός αγοράζει πέντε λαμπάδες (μια για το μωρό, μια για τη μαμή, μια για το νουνό, μια για τον παπά και μια για την εκκλησία), ένα μπουκάλι λάδι, μια πετσέτα, ένα σαπούνι, άσπρο πανί για να τυλίξουν το μωρό και μπουμπουνιέρες. Επίσης αγοράζει για το αναδεχτούρι και τα φωτίκια (κουστουμάκι, κάλτσες, παπούτσια, σταυρό και μια λαμπάδα για να τη χρησιμοποιήσει το Πάσχα ).
Τα πρώτα χριστιανικά χρόνια οι χριστιανοί βαφτίζονταν σε μεγάλη ηλικία, αφού πρώτα διδάσκονταν τις αλήθειες του χριστιανισμού. Σήμερα το ρόλο της κατηχήσεως του βαφτιζομένου αναλαμβάνει η οικογένεια, τα σχολεία και, σύμφωνα με την Εκκλησία, και ο ανάδοχος .
Τραγούδια για τον κουμπάρου
(1)
Το πίνει ο νούνος το ρακί
το πίνει, το πίνει
και στάλα δεν αφήνει.
Για πιέτο νούνε πιέτο
και ξαναγεμισέτο
(2)
Κέρνα νουνέ την τάβλα σου
να ζουν τ’ αναδεχτούρια σου.
Να ζήσουν να γεράσουνε
χίλια παιδιά να κάνουνε.
(3)
Κάτου στον άσπρο πόταμο
κυρή νουνός εδιάβανε
με τ’ άλογό του παίζοντας.
Κουμπάρες τον καρτέρεγαν
με τα παιδιά στα χέρια.
Σταυρούς κερνάει τα παιδιά
φλωράκια τις κουμπάρες.
Την κουμπαρούλα τη μικρή
φλωρένιο δαχτυλίδι.
(4)
Ώρα σου καλέ μου νούνε
Κι άσε την ευχή σου πίσω
για να ζουν τ’ αναδεχτούρια
για να ζουν και να προκόψουν,
καλορίζικα να γένουν.
Προλήψεις και δεισιδαιμονίες που έχουν σχέση με τη Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα
- Αν κάποιος κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα πιει κρασί, θα πάθει κακό.
- Αν κάποιος καψουλήσει με τη λαμπάδα της Μ. Πέμπτης ή της Μ. Παρασκευής τα γελάδια στην ουρά, το καλοκαίρι δεν τα τρώει ο κούκουρας (οίστρος)
- Αν κάποια νοικοκυρά τη νύχτα της Λαμπρής έχει κλώσα, πρέπει την ώρα που χτυπάει η καμπάνα να τη σηκώσει. Γιατί αν δεν τη σηκώσει, θα ψοφήσει.
- Αν κάποιος τσοπάνος την Κυριακή του Πάσχα τσουγκρίσει ή φάει αυγά, θα βγάλουν τα ζώα του μαγουλάδες.
- Αν κάποιος την Κυριακή του Πάσχα αρμέξει ζώα, δεν κάνει να πιάσει αυγά.
- Αν μια οικογένεια πενθεί, την Κυριακή του Πάσχα δεν κάνει να βάψει κόκκινα αυγά. Σ’ ορισμένα χωριά βάφουν μαύρα.
- Αν κάποιος σφάξει το αρνί την Κυριακή του Πάσχα, θα πάθει κακό.
- Αν το κόκκινο αυγό που κάνουν « Χριστός Ανέστη » δε σπάσει, το κρατάν για τυχερό.
- Αν κάποιος έχει πάνω του λουλούδια από τον Επιτάφιο, δεν τον πιάνει το μάτιασμα. Γι’ αυτό και τα ράβουν στα ρούχα τους.
Μάριος Αναστασίου Μπίκας
[1] . Τα τραγούδια 3 και 4 είναι από το βιβλίο του Σπ. Μουσελίμη « Ηπειρώτικος γάμος », Αθήνα 2000, σελ. 50 και 54
Αξιότιμε κ. Μπίκα,
διάβασα το =πασχαλινό= δημοσιευμά σας και θα ήθελε να ειπώ οτι,
ειναι κατι που ο αναγνώστης φέρει εις την μνήμην του τα παλαιά
χρόνια του Πάσχα με τα ήθη και έθιμα που τότε η παλαιά γενeά παρα
τίς οικονιμκές δυσχέρεις εστω και αυτες τίς ημέρες να τις ζήση κάπως
διαφορετικά .
Θα μπορούσε κάποιος να γράψει πάρα πολλά σχετικά με τις τότε
όλες γενικά εορτές οι οποίες είχαν άλλη γέυση από την εποχή πού
ζουμε και όπου ειχαν θα έλεγα άλλο χαρακτηρα.
Διαβάζω σχετικά πολλές τοπικές εφημερίδες τής ελλάδος οι οποίες
δίνουν άλλη πνοή στον αναγνωστή που τον φέρουν κοντά στην παλαιά τότε αγνή κοινωνία που ζούσαν στην ελληνκή ύπαιθρο .
Αρκούμαι σε αυτά τα λίγα αλλα επιπροσέετως θα ηθελα να αφιερώσω
στον αξιόλογο δημοσιογράφο κ. Μπίκα κατι που του αρμόζει πού με
την τόση υπομονή και τον χρόνο που διαθέτη ώστε με τα γραφόμενά του να ευχαριστήση θα έλεγα τον κάθε αναγώστη.
== Δεν ξέρω αν έδωσα πολλά ή λίγα στην ζωή μου αλλά αυτό πού
ξέρω ειναι οσα και αν έδωσα τα πρόσφερα με την ψυχή μου==
Φίλτατε κ. Μπικα
Σας ε΄υχομαι εγκαρδίως
Καλή Ανάσταση – Καλό Πάσχα
Διατελώ
Μφχ
Konstantin Schnell