Του π. Ηλία Μάκου
Κάποια κέντρα και παράκεντρα και απόκεντρα, αλλά και ιδεολογικές τάσεις θέλουν την Εκκλησία στο περιθώριο, βουβή, χωρίς λόγο και ρόλο μπροστά σε κοινωνικά ζητήματα.
Ενοχλούνται μερικοί, που η Εκκλησία εκφράζεται, όταν χρειάζεται, χωρίς φόβο και δειλία, δίχως κούφια συνθήματα, αλλά με επιχειρήματα θεολογικά, όπως προκύπτουν από την αλήθεια της Ορθοδοξίας, αλλά και βάσει επιστημονικών κριτηρίων. Και την ψέγουν, αν δεν σιωπά ή αν δεν ταυτίζεται με τις δικές τους απόψεις.
Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τις διακηρύξεις της, η Εκκλησία, που στην Ελλάδα είναι συνδεδεμένη στενά με το λαό, έχει χρέος, που πηγάζει από την αποστολή της, να παρεμβαίνει. Και όχι μόνο να διατυπώνει τη θέση της, όπως αυτή απορρέει από το Ευαγγέλιο και την αποστολική και πατερική της παρακαταθήκη, αλλά και να είναι ενεργά και πρακτικά παρούσα στις εξελίξεις, χωρίς φανατισμούς και με ανοιχτή την αγκαλιά της προς όλους.
Ειρωνικές και υποτιμητικές γνώμες του τύπου “είναι συντηρητικούρα οι παπάδες…”, τι δουλειά έχει η Εκκλησία να ανακατεύεται σε κοσμικά πράγματα …”, “ας κάνουν τις λειτουργίες τους οι παπάδες και να μην ασχολούνται με τα υπόλοιπα”, “να κοιτάνε τα επουράνια και να αφήσουν τα επίγεια…”, αγνοούν ότι Εκκλησία είναι ο λαός, δεν είναι μόνο οι κληρικοί (ιερείς και Μητροπολίτες), και δεν είναι ένα κομμάτι ξεκομμένο από τους πολίτες και τα ζητήματα, που τους απασχολούν, αλλά αποτελεί την πνευματική τους έκφραση και έχει ανοιχτή την αγκαλιά της, προσμένοντας όλους με αγάπη. Και ξεχνούν ότι η Εκκλησία, όταν χρειάστηκε, πρωτοστάτησε για να υπερασπιστεί την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Γενικά γράφοντας και όχι αναφερόμενοι σ’ ένα συγκεκριμένο θέμα, οι περισσότεροι μιλάμε συχνά για την κρίση, που διέρχεται στις μέρες μας ο άνθρωπος. Και η κρίση αυτή είναι δεδομένη, αφού παντού φτάνει ο απόηχός της, καθώς συμπτώματα βαριάς ηθικής νόσου εκδηλώνονται καθημερινά (η εγκληματικότητα ενηλίκων και ανηλίκων στο ζενίθ, οικογενειακές διασπάσεις, άκριτη και άκρατη ασυδοσία, αγνόηση ηθικών φραγμών, ψυχολογικές διαταράξεις και πάει λέγοντας).
Γίνεται, εδώ και πολλά χρόνια, μια συστηματική προσπάθεια ψυχικού επηρεασμού των Ελλήνων. Μια εξώθησή τους σε μίμηση ξενικών προτύπων, ηθών και εθίμων. Ένας αποχρωματισμός τους από τις γνήσιες πεποιθήσεις τους. Μια αλλαγή της πορείας τους, με το ξεθώριασμα των στοιχείων, που συνθέτουν την προσωπική ταυτότητά τους. Βέβαια, σε ατομικό επίπεδο ο καθένας έχει το δικαίωμα να κάνει τις επιλογές του, ωστόσο δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να γίνουν αποδεκτός κανόνας για όλους, οδηγώντας στην αλλοίωση της κοινωνικής δομής.
Και στη σύγχυση, η οποία έχει δημιουργηθεί, οφείλει να έρχεται η Εκκλησία υποδεικνύοντας τρόπους και δρόμους ζωής, που μπορούν να βγάλουν τον άνθρωπο από το αδιέξοδο. Εδώ ακριβώς είναι και η μεγάλη ευθύνη της Εκκλησίας. Να φανερώνει ότι φύσει και θέσει είναι ο φύλακας και η τροφός της ψυχής του λαού, μη περιοριζόμενη απλά σε διατύπωση θεωριών, αλλά περνώντας από τη θεωρία στην πράξη.
Και όταν ορισμένοι, πολλοί ή λίγοι δεν έχει σημασία, ζητούν κάτι άλλο, αντιπαθούν τους δογματισμούς, απεχθάνονται τα “μη” και τα “όχι”, δεν θέλουν περιορισμούς, δεν επιθυμούν “καλούπια”, δεν παραδέχονται τα πιστεύματα, αποθεώνουν τα ένστικτα, έχουν ψευδαίσθηση αυτοδυναμίας, ποια γλώσσα οφείλει να χρησιμοποιεί η Εκκλησία, ποιο πρέπει να είναι το περιεχόμενο του κηρύγματός της;
Κύριο χαρακτηριστικό αλλά και στόχος μιας σύγχρονης ποιμαντικής είναι η συνειδητοποίηση των αληθινών αναγκών, η καθοδήγηση των ανθρώπων, με παράλληλη στήριξη, μέσα από τη βιωματική εμπειρία, την ανάλυση των συνθηκών, την εξήγηση με σαφήνεια των αρχών και των ιδανικών της, αλλά και της σημασίας της αρετής για την πρόοδο, καθώς και η ενεργοποίηση της συνείδησής τους.
Έτσι τα στελέχη της Εκκλησίας δεν μένουν ατσαλάκωτα, αλλά έρχονται σε ἀμεση επαφή με τα προβλήματα των συνανθρώπων, αλλά και τον αντίκτυπο, που αυτά έχουν. Δεν στέκονται αδιάφορα απέναντι σ’ αυτούς, αλλά τους αγγίζουν βαθύτατα, όχι μόνο με τη φωνή τους, αλλά και με την παρουσία τους, τα μάτια τους, την καρδιά τους. Και τους οδηγούν σε μετοχή, συμμετοχή και δράση, με δείκτη την αναλλοίωτη διδασκαλία της Αγίας Γραφής.
Αυτό δεν είναι εκκοσμίκευση του ρόλου της Εκκλησίας, αυτό είναι όρος και υποχρέωση της λεπτής και δύσκολης αποστολής της. Μέσα από την πράξη της Εκκλησίας, μέσα από τη μαχόμενη ποιμαντική, νιώθουν οι άνθρωποι το ενδιαφέρον και την προσφορά και την αξία της, που δεν είναι σε απόσταση από αυτούς, που δεν δημιουργεί χάσμα από αυτούς, αλλά είναι η Εκκλησία αυτοί οι ίδιοι.
Σκοπός της Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι άλλος, παρά να αγκαλιάσει τους ανθρώπους και οτιδήποτε τους απασχολεί. Όταν η Εκκλησία, αναζητά τους ανθρώπους και προστρέχει κοντά στον κόσμο, τότε και οι άνθρωποι την αναζητούν και προστρέχουν κοντά της.
Και καταλαβαίνουν ότι η βεβαιότητα της πίστης δεν είναι απλή γνώση, όπως η επιστημονική βεβαιότητα, όπου με τη διάνοια κατανοούμε τον εαυτό μας και τον κόσμο, αλλά συμμετοχή της ψυχής με όλες της τις δυνάμεις στην αλήθεια.
Η αλήθεια την οποία αποκτούμε μέσω της λογικής γνώσης και της εξωτερικής εμπειρίας, είναι πυρήνας αλήθειας και πολύ ωχρή αλήθεια σε σχέση προς την αλήθεια, την οποία ζούμε, ως βεβαιότητα, μέσω της πίστης.
Πηγή: Εφημερίδα “Political”