*του Δονάτου Μπόλοση
Στην θέση που βρίσκεται σήμερα η λαϊκή αγορά της Παραμυθιάς, τον 15ο αιώνα ήταν χτισμένος ο ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Ο χώρος γύρω από το ναό, εικάζεται ότι αποτελούσε την αγορά της Παραμυθιάς. Ο ναός λίγο μετά την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς, μετατράπηκε σε τζαμί και ο χώρος γύρω του συνέχισε να αποτελεί το χώρο της αγοράς του παζαριού της Παραμυθιάς, όπου λειτουργούσαν τα καταστήματα της πόλης και η υπαίθρια αγορά. Το τζαμί καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1747 και μαζί του καήκαν και περίπου εκατό καταστήματα και οικίες του κέντρου. Το τζαμί και τα καταστήματα ξανακτίστηκαν στον ίδιο χώρο και συνέχισαν την προηγούμενη δραστηριότητά τους.
Ο Οθωμανός περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή επισκέφθηκε στην Παραμυθιά το 1665 και αναφέρει μεταξύ άλλων ότι υπήρχαν διακόσια πενήντα μαγαζιά χωρίς όμως να έχει «μεγάλη αγορά», ενώ συχνά «Φράγκοι απ΄ τη Βενετία, επιτετραμμένοι και πρόξενοι, προμηθεύονται διάφορα εμπορεύματα και τα μεταφέρουν σ΄ άλλα μέρη». Τα λεγόμενα του Τσελεμπή έρχεται να επαναβεβαιώσει και ο Αραβαντινός. Στο έργο του Χρονογραφία της Ηπείρου (1857) αναφέρει: «Η Παραμυθία κατά τας προτελευταίας εκατονταετηρίδας υπήρχε πόλις εμπορική, και υπό πολλών κατοίκων αυτόχθονος Ελληνικής φυλής κατοικουμένη, σήμερον δε ολιγίστους έχει χριστιανούς κατοίκους, κατά πάντα αθλίους ένεκεν των αφορήτων καταπιέσεων των συνεγχωρίων των.».
Αν και στα χρόνια της διακυβέρνησης του Αλή πασά (1788-1822) η σύνθεση του πληθυσμού της Παραμυθιάς συνεχίζει να αλλάζει δυσμενώς για το χριστιανικό στοιχείο, το εμπόριο που βρισκόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου στα χέρια των χριστιανών υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο. Ο Αλής κατασκεύασε οδικές συνδέσεις (δερβένια) με τα μεγάλα εμπορικά κέντρα και ασφαλείς ελεγχόμενους λιμένες (Σαγιάδα και Σαλαώρα), εξαλείφοντας παράλληλα το φαινόμενο της ληστείας, ενώ ήλεγξε σε μεγάλο βαθμό και την αυθαιρεσία των τοπικών αγάδων. Τα παραπάνω μέτρα έδρασαν καταλυτικά στην ανάπτυξη του εμπορίου και την ενίσχυση της βιοτεχνικής παραγωγής και έφεραν χριστιανούς εμπόρους, τεχνίτες και βιοτέχνες από τα χωριά τους και τις γύρω πόλεις, στην Παραμυθιά.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Παραμυθιά αποτελεί το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο στην Θεσπρωτία. Όλη η δραστηριότητα της γύρω περιοχής έχει ως σημείο αναφοράς την Παραμυθιά. Εκτός από τους χριστιανούς, στην αγορά δραστηριοποιούνται επίσης ολιγάριθμοι Εβραίοι και Αρμένιοι Οθωμανοί υπήκοοι. Στο χώρο που οριοθετείται σήμερα από τον πεζόδρομο της οδού Κωνσταντίνου Καραμανλή, την οδό Διον. Καραχάλιου και την οδό Θεμιστοκλή Ρίγγα και μέχρι το αρχοντικό του Αθανάσιου Ρίγγα, βρίσκονταν τα περισσότερα καταστήματα της αγοράς. Ισόγεια, στην πλειοψηφία τους μόνο λίγα τετραγωνικά μέτρα, λειτουργούσαν στους προαναφερόμενους κεντρικούς δρόμους αλλά και μέσα στα στενά σοκάκια του κέντρου. Εμπορικά καταστήματα, παντοπωλεία, μανάβικα, τσαρουχάδικα, ραφτάδικα και κουρεία στο κέντρο. Λίγο πιο πέρα τα κρεοπωλεία στα οποία έσφαζαν τα ζώα επιτόπου και μέχρι το βράδυ έπρεπε να καταναλωθούν, γιατί δεν υπήρχαν δυνατότητα για τη συντήρηση του κρέατος.
Μέσα στο χώρο της αγοράς και συνήθως σε θέσεις με θέα, τα καφενεία με το ρακί που παρήγαγε στο οινοποιείο του, λίγα μέτρα από την αγορά, ο Βασίλειος Πλαχούρης. Στο κεντρικό τμήμα της σημερινής οδού Ηφαίστου λίγο κάτω από την λαϊκή, στα Γύφτικα, βρίσκονταν συγκεντρωμένα τα σιδεράδικα. Εκεί με το καμίνι και το αμόνι κατεργάζονταν το σίδηρο για να φτιάξουν εργαλεία. Κασμάδες, φτυάρια, σκεπάρνια, σφυριά, δικράνια, τσάπες και τσεκούρια, ήταν μόνο μερικά από τα χειροποίητα δημιουργήματά τους. Έξω από τα καταστήματα εξέθεταν τα χειροποίητα προϊόντα τους, αλλά η ολοήμερη σκληρή εργασία τους δεν σταματούσε ποτέ, προκειμένου να έχουν αρκετό εμπόρευμα για τον Λάμποβο. Υπήρχαν και τενεκετζίδικα στην Παραμυθιά, όπου με την διαμόρφωση της εισαγόμενης βιομηχανικής λαμαρίνας έφτιαχναν λυχνάρια, γκιούμια, μπρίκια και μπινιώτες. Στον χώρο κάτω από το τζαμί, οι καλαντζήδες αναλάμβαναν το καλάισμα των καζανιών και των χαλκωμάτων του σπιτιού. Γύρω από τον χώρο της αγοράς βρίσκονταν τα χάνια, οι σαμαράδες και οι πεταλωτές. Εκεί καλύπτονταν ταυτόχρονα οι ανάγκες για τη διαμονή και ξεκούραση των μεταφορικών ζώων και των συνοδών τους και γίνονταν οι αντικαταστάσεις σε φθαρμένα καρφιά και πέταλα των υποζυγίων.
Αυτός ο χαρακτήρας της αγοράς παρέμεινε εν πολλοίς μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, με τα σύγχρονα καταστήματα που πωλούσαν πλέον καταναλωτικά βιομηχανικά προϊόντα να αυξάνονται με ταχύ ρυθμό, με παράλληλη μείωση των μικρών βιοτεχνιών που προαναφέραμε. Τα υποδεέστερης ποιότητας τις περισσότερες φορές, αλλά σημαντικά χαμηλότερης τιμής βιομηχανικά προϊόντα, υποσκέλισαν τα χειροποίητα, με αποτέλεσμα την σταδιακή εξαφάνισή τους. Και φυσικά το αυτοκίνητο που υποκατέστησε τα υποζύγια, το οποίο μείωσε χρονικά τις αποστάσεις, δίνοντας γρήγορη πρόσβαση σε μεγαλύτερες αγορές, εξαφανίζοντας παράλληλα αρκετά παραδοσιακά επαγγέλματα, όπως του χανιτζή, του σαμαρά, του πεταλωτή και του αγωγιάτη.
*Ο Δονάτος Μπόλοσης είναι ιστορικός, ερευνητής της τοπικής ιστορίας της Θεσπρωτίας και συγγραφέας του βιβλίου Ο Μίχο Λίας (1918-2013).
Κεντρική φώτο: Fred Boissonas-Το πηγάδι στο χώρο της λαϊκής αγοράς (1913)