Πέρυσι τον Νοέµβριο, όταν βγήκαν τα πρώτα λάδια από τα ελαιοτριβεία, πουλήθηκαν κάτω από 4 ευρώ. Σύντοµα η τιµή για τον παραγωγό άρχισε να ανεβαίνει… Eύκολα έπιασε τα 4 ευρώ και µέσα σε λίγες ηµέρες πλησίαζε τα 5 ευρώ. «Βλέπαµε ότι υπήρχε άνοδος, αλλά δεν ξέραµε τι συμβαίνει. Ο ένας με τον άλλο παραγωγό μιλούσαν, ρωτούσαν “πόσο πούλησες;” και ανέβαζαν και αυτοί την τιμή, ζητούσαν περισσότερα χρήματα. Αναρωτιόμασταν τι γίνεται με το λάδι», λέει ο Παύλος Καπλάνης, ιδιοκτήτης της πρότυπης ελαιοκομικής μονάδας Ben Olive Mill στην Aνω Μεσσηνία, ο οποίος διαθέτει ελαιώνα αλλά και ελαιοτριβείο και συσκευαστήριο. «Αν σου δίνουν καλή τιμή, δεν ρωτάς και πολλά. Απλώς πουλάς», συμπληρώνει.
Λίγες ημέρες νωρίτερα, στη γειτονική Λακωνία είχε συμβεί αυτό που ο κ. Νίκος Δήμας, ο οποίος διαθέτει μονάδα τυποποίησης ελαιολάδου στο Κορωπί, παρομοιάζει με το «πέταγμα της πεταλούδας» όσον αφορά στην επίδραση που είχε στην αγορά ελαιολάδου εκείνη η «απόβαση» Ισπανών εμπόρων.
Η Ισπανία
Οι μεμονωμένοι παραγωγοί αλλά και οι συνεταιρισμοί και οι μεταποιητές δεν είχαν εικόνα για το τι συμβαίνει στην παγκόσμια αγορά ελαιολάδου, όπου την πρωτοκαθεδρία έχει η Ισπανία. «Η Ισπανία πέρυσι παρήγαγε το 50% του μέσου όρου της παραγωγής της. Από 1,6 εκατ. τόνους παραγωγή που μπορούν να φτάσουν, έπεσαν σε 700.000 τόνους πέρυσι. Και η Ιταλία είχε πολύ μικρότερη παραγωγή. Παράλληλα η ζήτηση έχει ανέβει σε όλο τον κόσμο. Στην Αμερική πριν από δέκα χρόνια κατανάλωναν 60.000 τόνους, τώρα χρειάζονται 300.000», λέει ο κ. Βασίλης Φραντζολάς, δοκιμαστής και σύμβουλος ποιότητας ελαιολάδου.
Ετσι, οι Ισπανοί και Ιταλοί έμποροι βγήκαν προς αναζήτηση ποσοτήτων χύμα έξτρα παρθένου ελαιολάδου για να μπορέσουν να ανταποκριθούν σε συμβόλαια με ρήτρες, με τα οποία είχαν δεσμευθεί. Το κόστος πληρωμής της ρήτρας είναι πολύ μεγαλύτερο από το να πληρώσεις το ελαιόλαδο λίγο παραπάνω.
Η αύξηση της τιμής, στα 5,5 ευρώ, σταδιακά διαδόθηκε σε όλη τη χώρα ενώ η συγκομιδή του καρπού βρισκόταν σε εξέλιξη. Ομως κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα συνέβαινε. Συνήθως στην αρχή της συγκομιδής οι τιμές είναι υψηλές, όμως μετά, όσο αυξάνονται οι ποσότητες του προϊόντος στην αγορά, πέφτουν. Συνήθως, αλλά τίποτα δεν φαίνεται να πηγαίνει όπως συνήθως.
Στη Σητεία, το διάσημο ελαιόλαδο της περιοχής της Χρυσοπηγής πουλήθηκε 5,15 ευρώ το λίτρο, τον Μάρτιο, σε εμπόρους από την Ελλάδα αλλά και την Ιταλία. «Ευκαιρία» για τα δεδομένα τότε. «Ελεγα στους άλλους αγρότες του συνεταιρισμού να κρατήσουν ποσότητες και να τις πουλάνε σταδιακά. Αλλά ήθελαν να προλάβουν την καλή τιμή», λέει ο παραγωγός Βιτσέντζος Κορνάρος, επαγγελματίας αγρότης στη συγκεκριμένη περιοχή της Κρήτης, ο οποίος τυποποιεί και διαθέτει μόνος του το ελαιόλαδό του.
Πολλοί, όταν είδαν τις τιμές να ξεπερνούν τα 5 ευρώ, βιάστηκαν να πουλήσουν και έτσι οι δεξαμενές στην Ελλάδα –παρά το γεγονός ότι πέρυσι είχε παραγωγή-ρεκόρ–, άδειασαν.
«Η παραγωγή της Ελλάδας είναι πιθανό να πέσει στα όρια της εσωτερικής αυτάρκειας, δεδομένης της χαμηλής καρπόδεσης και της ξηρασίας του καλοκαιριού».
Τα παγκόσμια δεδομένα –τα οποία διαμορφώνουν και τις τιμές– έγιναν ευρύτερα γνωστά τον Μάρτιο στην Ελλάδα. «Στην αρχή όλοι έλεγαν «εντάξει, λογικό, να ανέβει η τιμή αφού όλα έχουν ανέβει. Τα εφόδια, τα εργατικά, το κόστος ζωής. Κάπου κοντά στον Μάρτιο καταλάβαμε ότι οι καύσωνες στην Ισπανία, είχαν μειώσει δραματικά τις ποσότητες και μόνο εμείς είχαμε λάδι στην Ευρώπη», λέει ο κ. Καπλάνης. Δεν υπάρχει κάποιος τρόπος πληροφόρησης για τους παραγωγούς; «Από όσα γράφονται στις εφημερίδες και τα sites. Αλλά πολύ συχνά είναι εντελώς αντικρουόμενα και δεν ξέρεις τι να πιστέψεις», απαντά.
«Oι παραγωγοί ή οι συνεταιρισμοί μαθαίνουν και από τους μεσάζοντες που έρχονται εδώ να πάρουν το λάδι. Ξέρω, σας φαίνεται παράξενο. Κανονικά όποιος πουλάει λέει πόσο πουλάει το προϊόν του, αλλά στο ελαιόλαδο δεν συμβαίνει αυτό. Ερχονται εκείνοι και μας λένε την τιμή που δίνουν και αν θέλεις πουλάς. Φυσικά δεν θα έρθει κανείς να σου πει “καίγομαι”, “καταστράφηκα” χρειάζομαι οπωσδήποτε το προϊόν σου», προσθέτει.
Στο μεταξύ, παραμονές τουριστικής περιόδου, την άνοιξη, εστιάτορες και ξενοδοχεία όταν είδαν ότι ανεβαίνει η τιμή, σταμάτησαν να αγοράζουν ελαιόλαδο, πιστεύοντας ότι κατά τα ειωθότα θα πέσει. «Ελάχιστοι δέσμευσαν ποσότητες σε συγκεκριμένες τιμές. Οι υπόλοιποι ίσως να μην μπορούσαν κιόλας γιατί χρειάζεται να έχεις κεφάλαιο», λέει ο κ. Καπλάνης. Οσο οι διαθέσιμες ποσότητες λιγόστευαν, τόσο η τιμή ανέβαινε. H ερώτηση στην αγορά είναι «λάδι έχετε;» και όχι «πόσο έχει το λάδι;». Τον Αύγουστο οι τυχεροί που είχαν ακόμα λάδι πούλησαν στα 8,3.
Αδειες δεξαμενές
Η αυξημένη ζήτηση στράγγιξε τις δεξαμενές. «Από τον Ιούλιο δεν έχουμε πλέον λάδι. Ολοι περιμένουν τη νέα σοδειά. Ερχονται και μας λένε: Ξέρουμε ποια είναι η τιμή, κράτησέ μου λάδι». Και το πρώτο συμβόλαιο για λάδι που κλείστηκε για τη φετινή σοδειά σε δημοπρασία στους Αγίους Απόστολους Λακωνίας πουλήθηκε στην τιμή των 9,25 ευρώ (τιμή για τον παραγωγό πάντα).
Τώρα οι παραγωγοί έχουν τα μάτια στραμμένα στα ελαιόδεντρα, όμως φέτος στην Ελλάδα η παραγωγή προδιαγράφεται εξαιρετικά μειωμένη. «Βιαζόμαστε να μαζέψουμε. Είμαστε λίγο ανήσυχοι να μη συμβεί κάτι την τελευταία στιγμή. Γιατί συνέχεια κάτι συμβαίνει», λέει ο κ. Καπλάνης.
Το πλήγμα της ξηρασίας
Μετά την περυσινή υπερπαραγωγή στην Ελλάδα είναι φυσικό η επόμενη χρονιά να είναι χαμηλή, έτσι συμβαίνει συνήθως με τα ελαιόδεντρα, δίνουν μεγάλη παραγωγή χρόνο παρά χρόνο. Κάποιοι επιπλέον παράγοντες έχουν παίξει ρόλο ώστε να μειωθεί ακόμη περισσότερο η παραγωγή. Τον Ιούλιο οι κατά τόπους ΔΑΟΚ (Διευθύνσεις Αγροτικής Οικονομίας) έδιναν πρόβλεψη παραγωγής 215.000 τόνων για την Ελλάδα, ωστόσο οι εκτιμήσεις λίγο πριν ανοίξουν τα ελαιοτριβεία μιλούν για αρκετά χαμηλότερη παραγωγή. Οι υψηλές θερμοκρασίες την άνοιξη και την εποχή της ανθοφορίας έφεραν πρόβλημα στο δέσιμο των καρπών, ενώ και η ξηρασία δεν βοήθησε για να μεγαλώσουν οι ελιές. «Η παραγωγή της Ελλάδας είναι πιθανό να πέσει στα όρια της εσωτερικής αυτάρκειας, δεδομένης της χαμηλής καρπόδεσης και της ξηρασίας του καλοκαιριού», εκτιμά ο Βασίλης Μουσελίμης, γεωπόνος ειδικός στην ελαιοκομία.
«Ο χειμώνας ήταν πολύ ζεστός και το δέντρο δεν πρόλαβε να κοιμηθεί για να ξεκουραστεί και να μπορέσει να αποδώσει», εξηγεί ο κ. Νικόλαος Μάρκελλος, ελαιοπαραγωγός στην Κορινθία, κοντά στα Λουτρά της Ωραίας Ελένης, όπου διαθέτει 6.000 ρίζες, κυρίως της ποικιλίας μανάκι. Συσκευάζει ο ίδιος το ελαιόλαδο που παράγει. «Φέτος το ποσοστό ακαρπίας φτάνει στο 50%. Θα ξεκινήσουμε τη συγκομιδή αργότερα και ίσα που θα πάρουμε μυρωδιά από ελαιόλαδο». Οσο για τις τιμές για τους παραγωγούς, υπολογίζει ότι θα κυμανθούν από 8,5-10 ευρώ. «Πέρυσι η τιμή που έδινε το ελαιοτριβείο στους παραγωγούς ήταν από 4,35-4,7, οπότε μπορούμε να καταλάβουμε πόσο μεγάλη είναι η διαφορά», λέει ο κ. Μάρκελλος.
Είναι η Ελλάδα πιο ακριβή στο λάδι;
«Το 2011 που μπήκα σε αυτή τη δουλειά και έφτιαξα το τυποποιητήριο, ο παραγωγός έπαιρνε για το ελαιόλαδο 2 ευρώ το λίτρο. Η τιμή αυτή ήταν κάτω του κόστους παραγωγής», λέει ο τυποποιητής Νίκος Δήμας. Το 90% από τα ελαιόλαδα που τυποποιεί έχουν προορισμό την αγορά του εξωτερικού, κυρίως στην Ε.Ε. αλλά και στον Καναδά. Για να καλυφθεί το κόστος παραγωγής, «για να μην κάνεις νεροκουβάλημα» όπως λέει χαρακτηριστικά, μια λογική τιμή είναι στα 5-6 ευρώ το λίτρο. «Μπορεί τώρα να φαίνονται υπερβολικά τα χρήματα που παίρνουν οι παραγωγοί, αλλά ας σκεφτούμε ότι για χρόνια έμπαιναν μέσα».
«Οταν το ελαιόλαδο ήταν 2,20 το λίτρο, δεν ασχολιόταν κανένας, αλλά με αυτή την τιμή δεν έβγαιναν οι παραγωγοί. Πολλοί ελαιώνες εγκαταλείφθηκαν και πολλά ελαιοτριβεία έκλεισαν. Εκ των πραγμάτων η τιμή έπρεπε να αυξηθεί», λέει ο Παύλος Καπλάνης, παραγωγός στη Μεσσηνία. «Η διαφορά της τιμής του λίτρου του ελαιολάδου ισοδυναμεί με δύο καφέδες. Δεν λέω ότι δεν είναι τίποτα, αλλά το ελαιόλαδο δεν είναι γάλα, η μέση οικογένεια δεν χρησιμοποιεί πάνω από 2 λίτρα τον μήνα», προσθέτει.
Ο κ. Βασίλης Μουσελίμης λόγω της δουλειάς του (γεωπόνος ειδικός στο ελαιόλαδο) ταξιδεύει σε όλη την Ελλάδα. «Η επαρχία είναι έρημη. Εδώ και καιρό τα κτήματα εγκαταλείπονται. Η ελιά είναι μόνο πάρεργο – και για να πάρεις την επιδότηση. Αυτό δεν ήταν δυνατόν να συνεχιστεί. Η άνοδος της τιμής επιτρέπει σε κάποιους να δουν το θέμα περισσότερο επαγγελματικά και να επενδύσουν στον τομέα».
Υψηλότερη τιμή, λοιπόν, αλλά πόσο υψηλότερη; Η τιμή, εκτιμούν παράγοντες της ελληνικής αλλά και ξένης αγοράς ελαιολάδου, θα πέσει, αλλά δεν πρόκειται να επανέλθει στα χαμηλά επίπεδα προηγούμενων ετών.
«Αν τα επόμενα 2-3 χρόνια ομαλοποιηθεί η παραγωγή και άρα οι τιμές, μια αύξηση της τάξης του 20%-30% στην τιμή παραγωγού θα παραμείνει», εκτιμά ο Βασίλης Φραντζολάς, δοκιμαστής και σύμβουλος ποιότητας ελαιολάδου, που θυμάται ότι πριν 30 χρόνια το ελαιόλαδο είχε 1.000 δραχμές το λίτρο.
«Το μέτρο» της αγοράς», λέει ο κ. Φραντζολάς, «είναι τα ελαιόλαδα ιδιωτικής ετικέτας, που αυτή τη στιγμή πωλούνται στα 11-12 ευρώ το λίτρο. Οι αντίστοιχες τιμές στην Ισπανία κυμαίνονται από 9-10 ευρώ το λίτρο».
Από την άλλη, είναι παράδοξο η τιμή στο ράφι για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο στην Ελλάδα να είναι η ακριβότερη στην Ε.Ε., τη στιγμή μάλιστα που οι τυποποιητές άλλων χωρών την προηγούμενη χρονιά αγόρασαν ελαιόλαδο από Ελλάδα (αρκετές ποσότητες τουλάχιστον).
«Η Ισπανία και η Ιταλία έχουν 5% ΦΠΑ στο ελαιόλαδο και η Πορτογαλία έχει μηδενικό. Η Ελλάδα έχει 13%», λέει ο τυποποιητής Νίκος Δήμας. «Εμείς πουλάμε τώρα 9,60 το λίτρο, αλλά στην αγορά ήδη έχει προστεθεί και 1,3 ευρώ λόγω ΦΠΑ. Εκτός βέβαια από τα υπόλοιπα. Από την άλλη, εγώ αγοράζω από τους ίδιους ανθρώπους τις ποσότητες ακριβότερα απ’ ό,τι οι έμποροι από την Ιταλία, γιατί δεν μπορώ να πάρω μεγάλες ποσότητες», επισημαίνει.
Ο κ. Δήμας, εκτός από τις εξαγωγές που πραγματοποιεί, πουλάει τα προϊόντα που συσκευάζει κυρίως σε μικρά καταστήματα. Συνήθως στα τέλη Δεκεμβρίου τιμολογεί και μετά αλλάζει μία φορά μέσα στη χρονιά τα τιμολόγιά του. «Φέτος έχω αλλάξει πέντε φορές ήδη τις τιμές. Με βλέπουν στα καταστήματα και βάζουν τα γέλια», λέει.
Μπορεί τα δικά του ελαιόλαδα να μην απευθύνονται στα σούπερ μάρκετ, ωστόσο οι τιμές τους θα πρέπει να είναι ανταγωνιστικές. «Δεν μπορούμε να απευθυνόμαστε μόνο σε όσους έχουν τη δυνατότητα να ψωνίσουν premium προϊόντα γιατί αυτό το αγοραστικό κοινό δεν είναι αρκετό ώστε να συντηρηθεί μια επιχείρηση», εξηγεί ο κ. Δήμας.
Η πατέντα του τενεκέ
H κατακόρυφη αύξηση της τιμής του εμβληματικού ελληνικού προϊόντος έχει προκαλέσει πολλά προβλήματα και αντιπαραθέσεις. Θα μπορούσε όμως και να αποτελέσει ένα έναυσμα για μια νέα αρχή σε σχέση με το ελληνικό ελαιόλαδο, που για χρόνια έχει αφεθεί στη μοίρα του. Ας μην ξεχνάμε ότι νέες ελαιοπαραγωγικές χώρες και περιοχές ανά τον κόσμο μπαίνουν συνέχεια στο παιχνίδι θέλοντας να προσκομίσουν κέρδη από τη φήμη του ελαιολάδου και της ωφέλειάς του για την υγεία. Η Τουρκία, ενώ για πολλά χρόνια βρισκόταν στην 7η θέση στην παγκόσμια κατάταξη των ελαιοπαραγωγικών χωρών, πέρυσι σκαρφάλωσε στην 3η θέση βοηθούντος του καιρού αλλά και των επενδύσεων που έχουν γίνει. Μάλιστα, η χώρα ανέστειλε την εξαγωγή ποσοτήτων ελαιολάδου μέχρι τον Νοέμβριο για να προφυλαχθεί η εσωτερική αγορά της.
Ο αστικός μύθος λέει ότι οι Ιταλοί παίρνουν το ελληνικό ελαιόλαδο για να το προσθέσουν στο δικό τους και να βελτιώσουν την ποιότητά του. Η αλήθεια είναι ότι το παίρνουν γιατί το αγοράζουν (αγόραζαν;) φθηνά και μπορούν να αποκομίσουν κέρδος πουλώντας το, μετά την τυποποίησή του, ακριβά.
«Η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία πωλείται χύμα ελαιόλαδο σε τενεκέδες οι οποίοι είναι παράνομοι, μπροστά στα μάτια των αρχών», επισημαίνει ο Βασίλης Φραντζολάς, δοκιμαστής και σύμβουλος ποιότητας ελαιολάδου. Εκτιμάται ότι το 70% της εγχώριας κατανάλωσης αφορά σε ποσότητες που διακινούνται χύμα με τη μέθοδο του τενεκέ.
«Εγώ περνάω από δέκα ελέγχους και όταν έρχεται το φορτηγό που μου φέρνει το ελαιόλαδο από το ελαιοτριβείο για την τυποποίηση, ανοίγω την πόρτα του και βλέπω στη μέση τις καλογυαλισμένες ανοξείδωτες δεξαμενές μου και γύρω γύρω δεκάδες τενεκέδες. Το λάδι που περιέχουν δεν το ελέγχει κανείς, φόρο δεν πληρώνει κανείς. Κάποτε το δικαιολογούσα, έλεγα είναι ένας τρόπος να βγάλει και ο παραγωγός κάποια χρήματα διαθέτοντας το λάδι του απευθείας. Τώρα όμως δεν είναι δυνατόν να συνεχίζεται αυτή η τακτική», λέει ο τυποποιητής Νίκος Δήμας. Οταν ο ίδιος πριν από μερικά χρόνια ξεκίνησε τις εξαγωγές, διαπίστωσε ότι πολύ μεγάλες αγορές του εξωτερικού δεν γνώριζαν καν ότι η Ελλάδα παράγει ελαιόλαδο. «Το κέρδος από το τυποποιημένο είναι δύο φορές μεγαλύτερο απ’ ό,τι από το χύμα και είναι κέρδος για όλους», επισημαίνει ο κ. Δήμας.
Ωστόσο, πολλά πράγματα φαίνεται να αλλάζουν αργά αλλά σταθερά μέσα από προσωπικές ιστορίες και προσπάθειες.
«Τα τελευταία 10 χρόνια έχουν γίνει μεγάλες επενδύσεις σε κεφάλαιο και προσπάθεια από την ιδιωτική πρωτοβουλία σε επίπεδο παραγωγής. Η ελαιοκαλλιέργεια απλώνεται και σε περιοχές όπου δεν καλλιεργείτο παραδοσιακά η ελιά. Επίσης, η ποιότητα του παραγόμενου ελαιολάδου ανεβαίνει, υπάρχει πολύ μεγάλη βελτίωση. Κρατική υποστήριξη δεν υπάρχει και οι συνεταιρισμοί στην πλειονότητά τους έχουν μείνει πολύ πίσω», λέει ο γεωπόνος Βασίλης Μουσελίμης.
«Η Ελλάδα διαθέτει πολλές ποικιλίες ελιάς που θα μπορούσαν να δώσουν ελαιόλαδο αλλά δεν τις έχουμε μελετήσει, είναι εντελώς άγνωστες. Ξέρουμε την κορωνέικη, το μανίκι, την καλαρύτικη και μέχρι εκεί», προσθέτει.
Οι προσδοκίες που αφορούν στην παραγωγή βασίζονται στην τύχη. «Αν το επιτρέψει ο καιρός» ή «αν θέλει ο Θεός». Ομως «πολλά πράγματα θα μπορούσαν να έχουν προληφθεί. Δεν έχουμε νερό για να βοηθήσουμε τα φυτά γιατί δεν έχουν γίνει έργα. Οι παραγωγοί έχουν πολύ ελλιπείς γνώσεις. Ψεκάζουμε για τον δάκο –ξοδεύοντας εκατομμύρια– λάθος περίοδο και αφού έχει ήδη ξεφύγει. Δεν υπάρχουν εργατικά χέρια», απαριθμεί τις δυσκολίες της ελληνικής ελαιοκαλλιέργειας ο κ. Μουσελίμης.
ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ