Του π. Ηλία Μάκου
Διάφορα γεγονότα, κατά καιρούς, αλλά και τελευταίως, προκαλούν ένα καίριας σημασίας ερώτημα: Τι Εκκλησία θέλουμε; Μια Εκκλησία περίκλειστη σε τύπους και κανόνες, συντηρητική, ή μία Εκκλησία, που να αγκαλιάζει αδιάκριτα όλους τους ανθρώπους;
Σαφώς και θέλουμε μια Εκκλησία, όπως μας την παρέδωσε ο Χριστός: Να στρέφεται και να κινείται, χωρίς προϋποθέσεις και αγκυλώσεις, προς τους άλλους, όποιοι και αν είναι αυτοί οι άλλοι. Να βλέπει το πρόσωπο, το οποιοδήποτε πρόσωπο, όχι υποτιμητικά, ως το τέρμα και το τέλμα μιας κατάστασης, αλλά αγαπητικά, ως την αφετηρία και το ξεκίνημα μιας καινούργιας προοπτικής.
Σε αυτή την κατεύθυνση οφείλουμε να τοποθετήσουμε το πρόσφατο περιστατικό, με τα δύο κοριτσάκια, που ντύθηκαν “παπαδάκια” και κρατούσαν λαμπάδες την ώρα της θείας λειτουργίας ( δείγμα θερμής πίστης και αγνής συμμετοχής στα εκκλησιαστικά δρώμενα).
Με το ίδιο πρίσμα αξίζει να δούμε και να συζητήσουμε το δικαίωμα βάπτισης παιδιών χωρίς προσκόμματα (τι το καλύτερο να εισέρχονται στην Ορθοδοξία παιδάκια, να γαλουχούνται σ’ αυτή και μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας να επιβεβαιώνουν με τον τρόπο ζωής τους την επιλογή αυτή), αλλά και μια σειρά άλλων θεμάτων, που απασχολούν τους ανθρώπους, σε μια εποχή, που τα πάντα μεταβάλλονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ενώ το ήθος όλο και λιγοστεύει.
Και όσοι υποστηρίζουν ότι το άνοιγμα της Εκκλησίας αντιβαίνει στην παράδοση της Εκκλησίας, δεν έχουν καταλάβει μάλλον, τι είναι αυτό, που λέμε παράδοση. Συνήθως έχουν την εντύπωση ότι η παράδοση είναι στενά συνδεδεμένη με το παρελθόν, είναι, δηλαδή, κάτι το παλιό και σκουριασμένο, το “ντεμοντέ”.
Η αντίληψη αυτή είναι, κατά την κρίση μας, λανθασμένη, πέρα για πέρα. Γιατί τα στοιχεία της παράδοσης, που είναι μια αλυσίδα, η οποία αρχίζει από το παρελθόν, φτάνουν μέχρι σήμερα στην εποχή μας, ανανεωμένα, με νέες μορφές, με νέους ορίζοντες και μπορούν κάλλιστα να προσαρμοστούν στις τωρινές συνθήκες.
Σωστά το έλεγε γάλλος θεολόγος και κληρικός: “Είμαι ένας άνθρωπος της παράδοσης, μέσα στην αλλαγή”. Αυτό σημαίνει πως η παράδοση δεν είναι στατικό στοιχείο, που ευνοεί τη μουμιοποίηση. Αντίθετα είναι το δυναμικό στοιχείο, που παίρνοντας το υλικό από το παρελθόν, έχει τη δύναμη να χτίζει νέους “οικισμούς”, βοηθώντας τον σύγχρονο άνθρωπο στην επιβίωσή του.
Δεν συμφωνούμε καθόλου με κληρικούς (είτε έχουν είτε δεν έχουν μακριές γενειάδες και μακριά μαλλιά, λες και η πνευματικότητα εξαρτάται από το μήκος της τρίχας), που εμμένουν, υποκριτικά τις περισσότερες φορές, σε στείρες και άκαιρες και ασύγχρονες θέσεις, δημιουργώντας την εντύπωση μιας περι-χαρακωμένης και α-φιλόξενης Εκκλησίες.
Ο εγω-κεντρισμός και το πολύπλευρο “βόλεμα” κάποιων στελεχών της Εκκλησίας, που αποποιούνται τα έργα πνευματικής προσφοράς και προτιμούν έργα κοινωνικής προβολής και οικονομικής ωφέλειας. Ή η τακτική να θέλουν, σαν “αλάθητοι” και “πεφωτισμένοι” να επηρεάζουν και να καθορίζουν τις ζωές ανθρώπων, είναι εμπόδια στο να ενεργοποιηθεί ο αδρανοποιημένος συμπλέκτης της ζωντανής πίστης, μέσα από μια ολοκληρωμένη προσέγγιση των σύγχρονων πολλαπλών ψυχικών αναγκών.
Χρειάζεται ριζική αναθεώρηση της νοοτροπίας των θρησκευομένων (κληρικών και λαϊκών), ώστε να μην είμαστε εγκλωβισμένοι και δουλωμένοι σε σκοτεινούς και σκοταδιστικος διαδρόμους, αλλά πορευόμενοι σε φωτεινούς και φωτισμένους δρόμους… Και μόνο η πορεία μας, μπορεί να γίνει μια εξαγγελία μας.
Αυτός ο κόσμος ο μικρός και μέγας είναι ένας τελικά, όσο και αν φαίνεται διαιρεμένος και διασπασμένος. Και δεν είναι σωστό να τον αγνοούμε και να τον καταπιέζουμε, βάζοντας όρια και περιορισμούς και δημιουργώντας αποκλεισμούς και διακρίσεις.
Η φύση του ανθρώπου δεν είναι καλή ή κακή. Καλές ή κακές είναι οι επιλογές, που κάνουμε. Καλή ή κακή είναι η συμπεριφορά μας. Όποιος επιθυμεί μια συνδιαλλαγή και “καταλλαγή” με τους ανθρώπους, η μόνη επιλογή είναι η ποιότητα και όχι η σκληρότητα της πίστης.
Η πίστη δεν είναι κάτι το αδιανόητο και ακαθόριστο, δεν επιβάλλει μια στάση βίου παράλογη και παράδοξη. Η πίστη είναι ενσυνείδητη και λογική κίνηση της ύπαρξής μας, που μας διαμορφώνει.
Οι της Εκκλησίας είναι ανάγκη πλέον να μην ασχολούμαστε μόνο με τα μικρά και τα ασήμαντα, με θρησκευτικές αργολογίες και “μωρές” συζητήσεις, με διάθεση εριστική και με μια νομικιστική αντίληψη της θρησκευτικής ζωής. Να μην εκτρεπόμαστε σ’ ένα επίπεδο χαμηλών ενδιαφερόντων, να μην αποβαίνουμε “άκαρποι”και “αυτοκατάκριτοι”, αλλά να είμαστε φορείς καλών έργων και πράξεων. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό για τη σχέση λαού και Εκκλησίας.
Ο θρησκευτικός άνθρωπος, αν δεν γίνεται κάθε μέρα περισσότερο και πιο αληθινός, αλλά παραμένει αλλοτριωμένος και προσχηματικός, καταντά να εισπράττει την αποστροφή. Ο λαός διαθέτει ένα αλάνθαστο κριτήριο και ξέρει να εκτιμά και να σέβεται, αλλά και να αποστρέφεται.
Πηγή: Εφημερίδα “Politcal”