Του π. Ηλία Μάκου
Μέσα από τα συντρίμμια και τις στάχτες και τις σπαρακτικές φωνές-κραυγές του πολύνεκρου σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη, που στοίχισε, έτσι ξαφνικά και σκληρά, τη ζωή, τα όνειρα και την προσμονή σε συνανθρώπους μας, νεαρής ηλικίας κυρίως, αναπήδησε, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, και ένα φως. Φως παρηγοριάς και ελπίδας, κόντρα στον πόνο, στη θλίψη, την απογοήτευση και την ανευθυνότητα των “υπευθύνων”.
Αυτό το φως είναι τα νιάτα, που συχνά κατηγορούμε και υποτιμούμε με ευκολία και αστοχία, καταλογίζοντάς τους ότι αδιαφορούν και είναι προσκολλημένα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία όχι μόνο μας διέψευσαν, αλλά απέδειξαν ότι είναι πλασμένα για γενναίες πράξεις ανθρωπιάς.
Παιδιά, που επέβαιναν στο φονικό και μοιραίο τρένο, αν και τραυματισμένα κάποια από αυτά, έστρεψαν την καρδιά τους και τη σκέψη τους, χωρίς καμία απολύτως επιφύλαξη, προς τους συνεπιβάτες, που είτε είχαν χτυπήσει είτε ήταν εγκλωβισμένοι, και προσπάθησαν να τους βοηθήσουν και να τους απεγκλωβίσουν. Και κατάφεραν να σώσουν κάποιους.
Ένας από τους φοιτητές, ο Ανδρέας, που, δεν έμεινε ανενεργός, κοιτάζοντας την… πάρτη του, σε εκείνες τις τρομακτικές στιγμές, τις γεμάτες αγωνία και απελπισία, που από τη μια στιγμή στην άλλη έγιναν όλα άνω κάτω και διαμελισμένες σάρκες σκόρπισαν στο χώρο, ενώ η μυρωδιά από καμένα πτώματα ήταν έντονη, έκανε, όπως και άλλα παιδιά, με κίνδυνο ακόμη και της ίδιας της ζωής του, αφού το τρένο ήταν φλεγόμενο, ό,τι περνούσε από το χέρι του για να μην πεθάνουν συνάνθρωποί του .
Και, όμως, είναι τόσο σεμνός και προσγειωμένος, που θεωρεί ότι έκανε απλά αυτό, που η συνείδησή του του υπαγόρευσε: «Δεν θέλω να με αποκαλείτε ήρωα. Δεν είμαι ήρωας, είμαι ένας απλός άνθρωπος, ένας θνητός που έτυχε να έχω μια καλύτερη ψυχολογία, μια ψυχραιμία εκείνη την ώρα και κατάφερα εκείνη την ώρα επειδή μπορούσα, επειδή δεν είχα κάποιο σημαντικό τραύμα, να βοηθήσω κόσμο. Και αν είμαι ήρωας, τουλάχιστον δεν είμαι μόνος μου. Υπήρχαν και άλλα άτομα, απλά έτυχε το δικό μου όνομα να ακουστεί περισσότερο».
Αλλά δεν είναι μόνο αυτά τα παιδιά. Είναι και εκείνα, μαθητές και φοιτητές, που συγκλονισμένα από την τραγωδία, η οποία έδειξε πόσο υποβαθμισμένα αξιολογείται από κάποιους η ανθρώπινη ζωή, γιατί αν συνέβαινε διαφορετικά, θα λαμβάνονταν τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας, έτρεξαν στις μονάδες αιμοδοσίας για να δώσουν αίμα και κατέβηκαν στους δρόμους όλης της χώρας. Και διαμαρτυρήθηκαν με δημιουργικό θυμό.
Οι πορείες τους μπορεί να ήταν σιωπηλές, άλλα έστειλαν τα πιο κραυγαλέα μηνύματα και έβγαλαν με τον αυθεντικότερο τρόπο τον σπαραγμό της καρδιάς τους.
Έγραφαν κάποια από τα πανώ: “Ήταν η κακιά η (Χ)ώρα”. “Τα κέρδη τους… οι ζωές μας”. “Στείλε μου όταν φτάσεις. ΟΚ. ΜΑΜΑ”. “Δεν ήταν δυστύχημα!!! Ήταν δολοφονία “. “Δεν είναι ατυχία, ούτε κακιά στιγμή, Είναι το κέρδος πάνω από την ανθρώπινη ζωή”. «Για τα παιδιά στα Τέμπη… Για τις οικογένειές τους… Και για εμάς…». «Το έγκλημα αυτό να μη συγκαλυφθεί. Όλων των νεκρών θα γίνουμε η φωνή». «Είστε δολοφόνοι, είστε υποκριτές, το σύστημα που φτιάξατε μας παίρνει τις ζωές».
Μας δίδαξαν αυτά τα παιδιά, αρκεί να μην ξεχάσουμε γρήγορα, ότι η ζωή πρέπει να είναι κάτι μεγαλύτερο, κάτι περισσότερο από αυτό, που ζούμε. Να μην είναι φυτοζωή ή χαμοζωή ή απλώς ζωή, αλλά αληθινή ζωή.
Και ότι η λέξη, που περικλείει, το νόημα της αληθινής ζωής, είναι η λέξη ανθρωπιά. Εφ’ όσον είμαστε Άθρωποι, έχει νόημα η ζωή. Και όσο περισσότερο αγωνιζόμαστε να είμαστε Άνθρωποι, τόσο πιο πολύ νόημα αποκτά η ζωή και τόσο μικρότερες θα είναι οι παραλείψεις και τόσο λιγότερα θα είναι τα λάθη .
Μας το φώναξαν τα παιδιά με τις πράξεις τους: Χρειάζεται να αγωνιστούμε τον όμορφο αγώνα της ανθρωπιάς, για να ζήσουμε… Έχουμε ανοιχτά και καθαρά τα αυτιά της ψυχής μας για να τα ακούσουμε;
Μας ταρακούνησαν, το ελπίζουμε τουλάχιστον, προτρέποντάς μας να μένουμε ασυνθηκολόγητοι με το κακό και τα συμφέροντα, γιατί αυτό σημαίνει ήττα και σκλαβιά. Και τα παιδιά απέδειξαν ότι δεν θέλουν ούτε ηττημένα να είναι, ούτε σκλαβωμένα.
Το σύστημα (με ό,τι περιλαμβάνει η λέξη) της εποχής μας, που αποθεώνει τη μικρότητα, τη μετριότητα και τη σκοπιμότητα, θέλει τους νέους να πετούν χαμηλά, να σέρνονται και να μην τους “μεθούν” οι κορυφές, αλλά να να τους “γοητεύουν” τα
χαμηλώματα και ο μολυσμένος περίγυρος. Τους θέλει όχι αετούς, αλλά κότες.
Όμως τα νιάτα, αντιστέκονται. Προσπερνούν τους διάφορους “βάτραχους”, που κοάζουν στα τέλματα, είναι αφυπνισμένα και με ψηλά την καρδιά και με ψηλά το φρόνημα , στέκονται πάνω από το βούρκο του καιροσκοπισμού και της απαξίωσης και του ξεπεσμού και της λάσπης.
Πηγή: Εφημερίδα POLITICAL