Ο Θωμάς ανεβαίνει προσεκτικά τη σκάλα δίπλα στον «φούρνο». Το μέταλλο βράζει στους 1.500 βαθμούς Κελσίου. Ο ασπρομάλλης άνδρας απλώνει το χέρι και νιώθει τη φλόγα. «Η φωτιά είναι χαμηλά, θέλει κι άλλο». Ο γιος και ο ανιψιός του ανταποκρίνονται αμέσως. Τρέχουν να προσθέσουν και άλλα σιδερικά στο καζάνι και απομακρύνονται.
Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτικά ζεστή. Από ένα μικρό παράθυρο φαίνεται το μέταλλο που μάχεται με τη φωτιά, υποκύπτοντας αργά στη δύναμή της. Στο τέλος της διαδικασίας, ένας τόνος χαλκού και κασσίτερου έχει μετατραπεί σε ένα παχύρρευστο, πυρροκόκκινο υγρό.
Το καυτό «νερό» που με προσοχή θα χυθεί στα καλούπια είναι η πρώτη ύλη για τις διάσημες καμπάνες που κατασκευάζουν οι αδελφοί Γαλανόπουλοι. Από το εργαστήριό τους, στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας, έχουν γεννηθεί μικρές και μεγάλες καμπάνες, που έχουν φτάσει σε κάθε άκρη της Γης: από εκκλησίες στην Ελλάδα και στη Γερμανία μέχρι ναούς στην Κένυα, στην Τανζανία και στην Αυστραλία. Παράγουν περισσότερες από χίλιες τον χρόνο.
Το χυτήριο της οικογένειας Γαλανοπούλου είναι ένα από τα δύο στην Ελλάδα και τα τελευταία έξι που έχουν απομείνει στην Ευρώπη και ασχολούνται με την τέχνη της δημιουργίας καμπανών. Το επάγγελμα σταδιακά σβήνει. Οι αδελφοί Γαλανόπουλοι όμως επιμένουν. Η ιστορία τους άλλωστε είναι μια ιστορία επιβίωσης και προσπάθειας.
Αρχηγός 12 ετών
«Ασχολούμαι με καμπάνες πενήντα χρόνια και κάτι. Πιο παλιά ασχολούνταν ο πατέρας και ο προπάππους μου, όλοι. Είναι μια παράδοση που πηγαίνει πίσω 200 με 250 χρόνια», λέει ο Θωμάς Γαλανόπουλος, ο μεγαλύτερος σήμερα της οικογένειας. Ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε σε δυστύχημα. Ήταν μόλις δώδεκα ετών.
«Σε αυτή τη δουλειά πρέπει να έχεις αρρώστια. Πρέπει να την αγαπάς πολύ. Δεν γίνεται διαφορετικά. Εγώ δεν ήθελα να σπουδάσω. Μόλις τελείωσα το δημοτικό, μπήκα στη δουλειά» λέει ο Θωμάς.
Ο Θωμάς δεν σκέφτηκε ποτέ να κάνει κάτι διαφορετικό στη ζωή του πέρα από τις καμπάνες. Όταν μεγάλωσε, γύρισε όλα τα χυτήρια της Ευρώπης για να δει πώς έκαναν στο εξωτερικό τη δουλειά. Επιστρέφοντας, εξέλιξε την επιχείρηση, μετατρέποντας την παράγκα που του άφησε ο πατέρας του τη δεκαετία του ’70 σε ένα σύγχρονο εργαστήριο. «Αν μέναμε όπως ήταν, δεν υπήρχε περίπτωση να επιβιώσουμε. Έπρεπε να έχουμε παραγωγή. Μου κακοφαινόταν να χαθεί μια δουλειά δύο αιώνων».
Η στιγμή της ανταμοιβής
Παρά την έλευση των σύγχρονων μηχανημάτων, η τέχνη της καμπάνας εξακολουθεί να απαιτεί εμπειρία και χειρωνακτική δουλειά. Μονίμως με ένα στριφτό τσιγάρο στα χέρια, ο Θωμάς επιβλέπει προσεκτικά κάθε στάδιο της διαδικασίας. «Το μυστικό για τον ήχο βρίσκεται στο καλούπωμα», μου εξηγεί.
«Η μεγαλύτερη ευχαρίστηση είναι όταν κάνεις μια τοποθέτηση. Αυτό που αισθάνονται όταν σε βλέπουν να χτυπάς τις καμπάνες περνάει μέσα σου και τρελαίνεσαι.
Η ευχαρίστηση που νιώθουν είναι κάτι φανταστικό. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα για μένα», παραδέχεται ο άντρας.
Οι αδελφοί Γαλανόπουλοι έχουν γυρίσει τα τελευταία χρόνια όλο τον κόσμο και έχουν ανέβει στα ψηλότερα καμπαναριά της Αμερικής, της Αφρικής και της Ευρώπης για να τοποθετήσουν τις καμπάνες τους.
Η μεγαλύτερη όμως βρίσκεται στην Ελλάδα. Ζυγίζει τρεισήμισι τόνους και κοσμεί το κωδωνοστάσιο του ναού Αγίου Ιωσήφ και Φωτεινής στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης.
Η επόμενη γενιά
Η μεγαλύτερη επιτυχία για τον Θωμά, που κοιτάζει πάντα το επόμενο βήμα, είναι πως η νέα γενιά κληρονόμησε την αγάπη για την τέχνη της οικογένειας. Ο γιος και ο ανιψιός του Θωμά, Φώτηδες και οι δύο, στη μνήμη του παππού τους, έπιασαν από μικροί τη θέση τους στο εργαστήριο, θέλοντας με λαχτάρα να συνεχίσουν την παράδοση.
«Από μικρός ερχόμουν. Έφτιαχνα τα συρματάκια για να μπουν τα γλωσσίδια στις μικρές καμπάνες που κάνουμε για τα κοπάδια και χαιρόμουν. Νιώθω ηθική ικανοποίηση που συνεχίζω ένα επάγγελμα που χάνεται αλλά και μια δουλειά στην οποία ο πατέρας και ο θείος μου έβαλαν κόπο για να χτίσουν», λέει ο Φώτης Γαλανόπουλος.
Ο Φώτης έχει όραμα να ανεβάσει κι άλλο τη δουλειά. Θέλει να εξειδικευτεί σε περίτεχνες καμπάνες με γράμματα και ανάγλυφες εικόνες, αλλά και να χρησιμοποιήσει ευφάνταστα το χυτήριο για τη δημιουργία και άλλων αντικειμένων.
«Θα χαρώ να δω και τα παιδιά των παιδιών μου στο εργαστήριο αυτό», μου λέει ο Θωμάς, που υπερηφανεύεται για τα δύο αγόρια. Οδηγώντας με στην έξοδο, με ξεναγεί στην αυλή του εργαστηρίου, με θέα τα ατελείωτα βουνά. Εκεί, ο ίδιος μαζί με τον αδελφό του έχουν συγκεντρώσει παλιές καμπάνες, φτάνοντας μέχρι και τον 18ο αιώνα. Παράλληλα με το εργαστήριο, μου ομολογούν πως επιθυμία τους είναι να φτιάξουν ένα μουσείο όπου θα εκθέτουν τα υπέροχα αυτά δείγματα της παραδοσιακής τέχνης, που φέρουν τις υπογραφές δημιουργών που έχουν πια χαθεί. Τιμώντας τους, οι Γαλανόπουλοι ετοιμάζουν τη δική τους κιβωτό, όπου θα περισώσουν την τέχνη που η οικογένειά τους υπηρετεί δυόμισι αιώνες■
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ