Ένα μικρό γαρίφαλο-Για το Νούλη

Share Button

Έμμετρη νεκρολογία

Νούλη αποκαλούσαν στη Βέλλιανη τον Ιωάννη  Λώλο του Ευαγγέλου και της Ανθούλας Κων. Κούρτη ( Γιάννης, Γιαννούλης, Νούλης ). Ο Νούλης γεννήθηκε στο  Einbeck της Κάτω Σαξωνίας (Γερμανία) την 1η Φεβρουαρίου του 1966, όπου εργάζονταν οι γονείς του. Στο  Einbeck τον δήλωσαν στο γερμανικό νηπιαγωγείο και  μετά τη συμπλήρωση των έξι χρόνων του στις εκεί ελληνικές Μητρικές Τάξεις.

Στις 11.06.2024 απεβίωσε σε νοσοκομείο του Αμβούργου, όπου ζούσε, και την Κυριακή 23.06.2024 ετάφη στο νεκροταφείο του Αγίου Γεωργίου της Βέλλιανης.

 

            Ο Ιωάννης Ευαγγέλου Λώλος (Νούλης)

 

Τη φωτογραφία μού την έστειλε ο Δημήτριος Κων. Λώλος, Διευθυντής στην Εθνική Τράπεζα  Παραμυθιάς. ( Αρχείο Χρήστου Δημ. Λώλου,

συνταξιούχου δάσκαλου ).

Επιμέλεια φωτογραφίας Κωνσταντίνος Γεωργίου Τάχιας, Καρυωτίτης.  

 

Ένα  μικρό γαρίφαλο

 

Ένα μικρό γαρίφαλο,

πάρε μου αεράκι

κι ακούμπησέ το απαλά

στου Νούλη το κιβούρι.

Κι όταν στην κάψα μαραθεί

και γίνει σκόνη, μύρο,

άσε το μαύρο σύννεφο

διαβάτης να ξεμείνει,

να ρίξει σίτες τη βροχή,

η σκόνη να νερώσει,

να κατεβεί σιγά, σιγά

το Νούλη να μυρώσει….

 

Μύρο,

σαν κατεβείς στο άβατο,

« μίλησε » με το Νούλη,

ζωγράφισε στην κάσα του

της Λάμπρως το « παλάτι »,

με τη σκαμιά του στην αυλή,

τα πρόβατα, τις λιάσες,

την Παναγιά στο Χάλασμα,

τους Στύλους, τον Αγιώρη,

τον Αι – Νικόλα τον Παλιό,

το κάστρο της Ελέας,

της Γαλατσίδας το νερό,

το Κιόνι του Ζωργιάννη,

του  Αγ’  Αρσένη τη Σπηλιά,

με το Σταυρό στο φρύδι,

και τον ξενώνα Ελεατάν

στης Βέλλιανης το λάκκο.

 

Πρωτότοκος και δίδυμος

γεννήθηκες στην ξένη,

μωρό μπουσούλισες εκεί,

περπάτησες στα χιόνια,

στ’ ανήλιο και στην καταχνιά

παίρνεις ζωή κι αγέρα.

 

 

Τα έξι σαν τα έκλεισες,

στη Βέλλιανη γυρίζεις,

η Λάμπρω και η Μήτραινα

δεν ήταν μητριές σου,

σέ ντύνουν, σέ ποδένουνε,

σέ λούζουν, σέ χτενίζουν,

τις Κυριακές και τις γιορτές

σέ παν στην εκκλησία,

σέ γράφουνε και στο σχολειό

με πλάκα και κοντύλι.

 

Κι όταν τα δυο σου τα φτερά,

γίναν αετού φτερούγες,

ψηλός, ξανθός με ομορφιά,

άνδρας  περίσσιας  νιότης,

τον τόπο σου, τη Βέλλιανη,

τη γέννα των γονιών σου,

δακρύζοντας   την άφησες,

στο  Einbeck  γυρίζεις

και στου γονιού σου τη φωλιά,

φωλιάζεις, λημεριάζεις.

 

Ξένος ο τόπος, γνώριμος

απ’ τα μικρά σου χρόνια,

με ρόδα και με πέταλα

δεν ήτανε στρωμένος,

αγκάθια στο περπάτημα

φυτρώνανε μπροστά σου

και συ πατούσες πάνω τους,

διάβαινες συμπληγάδες.

 

Σαν στο στρατό σέ κάλεσαν,

μισούσες τους πολέμους,

δεν ήθελες το θάνατο

να προκαλείς στους άλλους,

δεν ήθελες στον άνθρωπο

τα τραύματα να βλέπεις,

δεν ήθελες μικρά παιδιά

να χάνουν τη ζωή τους,

δεν ήθελες η ορφανιά,

η πείνα, η αρρώστια,

ν’ απλώνονται σαν τη φωτιά

στα ξεραμένα χόρτα.

Κι αντί το όπλο να κρατάς,

τις σφαίρες σε δεσμίδες,

προτίμησες τη λευτεριά

γι’ αντίποινα να δώσεις.

 

Στη Βέλλιανη σα βρέθηκες

ψηλά στον  Αη – Γιώρη,

στο δίδυμό σου αδερφό,

προφητικά του είπες :

«  Μίχα, αν τύχει κάποτε

στα ξένα  και πεθάνω,

θέλω σ’ αυτά τα χώματα

να θάψεις το κορμί μου »

 

Ήταν ημέρα Κυριακή,

λίγο μετά το γιόμα,

στην εκκλησιά της Βέλλιανης,

μαυροντυμένος κόσμος,

λυπητερά ακούγανε

τον ήχο της καμπάνας.

Η νεκροφόρα έφτασε,

το Νούλη κατεβάζουν,

τα δάκρυα στους  συγγενείς

κυλούν χοντρά και μαύρα,

κι ο παπα – Γιάννης του χωριού

τον Άμωμο σού ψέλνει.

Κι όταν σέ βγάζουν στην αυλή,

αργά, αργά διαβαίνεις

το κεντρικό της Βέλλιανης

που πάει για την Ελέα.

Σαν έφτασες παράπλευρα,

στης Λάμπρως  το περβόλι,

σταμάτησες λιγόλεπτα,

στα δεξιά κοιτάζουν,

και στην Πλατεία των νεκρών,

στο Τσέπι του Αγιώρη,

Όλα αλλάζουν, γίνονται

μαύρα σαν το σκοτάδι.

Μπροστά πηγαίνει ο παπάς

ακολουθείς με άλλους,

κι ανάλαφρα σε ακουμπούν

στο τάφο του γονιού σου.

Το σκέπαστρο που σκέπαζε

το άψυχο κορμί σου,

σηκώνουνε με προσοχή

σε βλέπουν, δεν τους βλέπεις.

 

Νούλη ! να είναι δρόμος σου,

στο μακρινό ταξίδι,

ανάμεσα από νερά,

δέντρα, ψηλά πλατάνια,

να κελαηδούνε τα πουλιά,

οι πέρδικες στα πλάγια,

κι ο ήλιος στο μεσούρανο,

ποτέ του να μην δύει.

 

 

Πληροφορίες   :  Χ.Δ.Λ., Α.Κ.Μ. , Μ.Ε.Λ., Χ.Α.Μ. Α.Ν.Μ. , Δ.Κ.Λ. κ.ά.

 

10.07.2024

 

Μάριος Αναστασίου Μπίκας

 

—————————————————————————–

[1] . Η Λάμπρω  Λώλαινα :   Η Λ.Λ.  ήταν αλλάδερφη από μάνα με το Βασίλη Ιωάννου Μπίκα ( Τσίλη Γιάννη)  και σύζυγος του Γιωργάκη Λώλου από το Λευτροχώρι της Παραμυθιάς. Ο Γ.Λ.  τραυματίστηκε στις 21.05.1941 κάτω από τη μεγάλη σκαμιά της αυλής του σπιτιού του στη Βέλλιανη, ενώ προσπαθούσε να βγάλει το μολύβι από χειροβομβίδα, που είχε βρει στο αεροδρόμιο,  για να το πουλήσει στην Παραμυθιά. Η χειροβομβίδα εξερράγη και ο  Γ.Λ.   απεβίωσε την επομένη.

[2] . Μήτραινα  :  η Αρετή του Χρήστου Γώγου και σύζυγος του Μητρο – Λώλου, πρωτότοκου γιου της Λάμπρως. Η Μήτραινα, έτσι την ήξεραν στη Βέλλιανη,  ήταν μάνα του Γιώργου, του Κώστα, του Βασίλη, της Γιαννούλας και του Χρήστου Λώλου.

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *